Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

H επανάσταση του 1821 στη Βόρεια Ελλάδα


Όλοι σίγουρα έχουμε διαβάσει και γνωρίζουμε καλά για τα ιστορικά γεγονότα του 1821. Περισσότερα -όπως είναι λογικό- θα γνωρίζουμε για τον πυρήνα της εξέγερσης, τον Μοριά τη Ρούμελη ή τα νησιά. Τι συνέβαινε όμως το ίδιο διάστημα στη Μακεδονία; πως βίωσε ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής το γεγονός;
Ας διαβάσουμε πως εξιστορεί ο Mark Mazower στο εκπληκτικό βιβλίο του "Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων" το ιστορικό πλαίσιο των χρόνων αυτών.
1821 Καπάνι Θεσσαλονίκη
Ξεσηκωμός και καταστολή: Οι σφαγές του 1821
Όταν ξέσπασε η ελληνική εξέγερση το 1821 -βορείως (στις παραδουνάβιες ηγεμονίες) και νοτίως (στην Πελοπόννησο) της Θεσσαλονίκης-, πατριωτικά στοιχεία ξεσηκώθηκαν και στη Μακεδονία. Ο οθωμανικός στρατός τούς κατέστειλε γρήγορα, και οι συνέπειες ήταν καταστροφικές: κάηκαν χωριά, ξεπατώθηκαν χωράφια και ξεριζώθηκαν οικογένειες. Μέσα στην ίδια την πόλη η εξέγερση ανέκοψε απότομα την ελληνική αναβίωση· οι σφαγές και οι εξορίες ρήμαξαν τις πιο εύπορες και πετυχημένες χριστιανικές οικογένειες. Ήταν ένα χτύπημα απ’ το οποίο δε συνήλθαν πλήρως για όλο τον υπόλοιπο αιώνα.
Γυναίκες της Νάουσας ρίχνονται στην Αραπίτσα
Απρίλιος 1822. Διόραμα, έργο Γ. Ανεμογιάννη
Η καλύτερη περιγραφή που διαθέτουμε για τον ξεσηκωμό και την τραχιά αντίδραση των Οθωμανών μάς έρχεται από την πιο αναπάντεχη πηγή. Ο εικοσιοκτάχρονος Χαϊρουλάχ ιμπν Σινασί Μεχμέτ Αγάς ήταν μουλάς της πόλης το 1820, και κατηγορήθηκε απ’ ορισμένους για φιλελληνικές τάσεις. Όταν ξέσπασε η εξέγερση, απολύθηκε από τη θέση του και φυλακίστηκε για λίγο.
Αργότερα, επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα, έκανε κάτι το ασυνήθιστο: κλονισμένος από τα όσα είχε δει, έγραψε ένα υπόμνημα προς το σουλτάνο· η αφήγηση αυτή -μοναδική στην ουσία προσωπική μαρτυρία ενός Μουσουλμάνου αξιωματούχου για οποιαδήποτε πλευρά της ζωής στη Θεσσαλονίκη της οθωμανικής εποχής-καταχωνιάστηκε στα αρχεία του ανακτόρου Τοπ Καπί, όπου μάζευε σκόνη για περισσότερο από έναν αιώνα στη βασιλική βιβλιοθήκη, ώσπου την ανακάλυψε ένας Έλληνας μελετητής το 1940.
Ο Χάίρουλάχ Εφέντης ξεκινά την έκθεσή του με τις συνήθεις ευγενικές δηλώσεις προσωπικής αναξιότητας· απολογείται για την αμάθειά του και αναρωτιέται αν θα μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στις προσδοκίες που έχουν απ’ αυτόν:
Όταν λοιπόν ο πιστός δούλος της Εξοχότητάς σου και ισχυρός αφέντης μου, ο Χαλέτ Εφέντης, μου μεταβίβασε την προσταγή σου ν’ αναχωρήσω για τη θεοφύλαχτη πόλη της Θεσσαλονίκης και να αναλάβω εκεί το υψηλό αξίωμα του μουλά, αναμέτρησα το βάρος της ευθύνης που θα είχα σ’ αυτή τη θέση για την οποία με είχες κρίνει άξιο, αξιολόγησα τις ικανάτητές μου, και είδα ότι με τη βοήθεια του Αλάχ και έχοντας για αλάνθαστο οδηγό τους ιερούς και άγιους Νόμους της πίστης μας, θα κατάφερνα να φανώ άξιος της αποστολής μου, και ετοιμάστηκα για το μακρινό μου ταξίδι. Έτσι, στα μέσα του μήνα Ράμπι ουλ Αχίρ του έτους Εγίρας 1235 [Αύγουστος 1820] αναχώρησα για το πόστο μου, και μετά από αρκετά δύσκολο ταξίδι κάμποσων ημερών έφτασα, στις 8του Τζουμάδααλ Αουάλ [Σεπτέμβρης 1820], στη Θεσσαλονίκη.
O συγγραφέας περιγράφει τις πρώτες του εντυπώσεις από την πόλη -«Θεέ, πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή μου!»- και εγκωμιάζει με τον συμβατικό τρόπο τον πλούτο και την ευμάρειά της. «Η Εξοχότητά σου μπορεί να είναι περήφανη που ,ανάμεσα σε τόσο πολλές πόλεις που είναι δικές Της, υπάρχει και η Θεσσαλονίκη". Τα τζαμιά, τους τεκέδες, τις αγορές και τις οχυρώσεις, τα βρίσκει όλα αξιέπαινα: «Λένε πως η δόξα μιας πολιτείας και η δύναμή της εξαρτιέται από τον αριθμό των τζαμιών της. Αν αυτό αληθεύει -και στ’ αλήθεια πρόκειται για σοφή ρήση-, τότε η Θεσσαλονίκη είναι μια από τις ισχυρότερες πόλεις Σου, αν όχι η ισχυρότερη». Στο γνωστό πνεύμα της υπερβολής, ο Χαϊρουλάχ Εφέντης συνεχίζει και εκτιμά αναληθοφανώς τον αριθμό των τζαμιών στα εβδομήντα, τους δε κατοίκους στις εκατό χιλιάδες.
Ο Μακεδόνας Κλεφταρματολός Νικοτσάρας
Σύντομα όμως η πολιτική και οι προβληματισμοί της περιόδου παρεισφρέουν στη φαινομενικά τυποποιημένη αυτή εξιστόρηση. Περιγράφοντας τον Δεσπότ-εφέντη -τον Έλληνα μητροπολίτη-, που ποίμαινε τους «απίστους», και τις εκκλησίες και τα σχολεία της περιοχής ευθύνης του, αναφέρεται στην κύρια εκκλησία «που την ονομάζουν Μηνά Εφέντη [Άγιο Μηνά] και που στα κελιά της μαζεύονται όλοι οι Χριστιανοί πρόκριτοι και συζητούν για το Πατριαρχείο, το Φανάρι και την Πελοπόννησο». Ο αναβρασμός στις τάξεις των Ελλήνων ήταν όλο και πιο φανερός. «Μάλιστα την ημέρα που έφτασα και πήγα στο Κονάκι είχαν παρουσιάσει στον Γιουσούφ Μπέη ένα μεσόκοπο άπιστο, τον Μεστανέ Εφέντη, γιατί -λένε- δίδασκε στα παιδιά ένα τραγούδι γραμμένο από έναν άπιστο από τη Θεσσαλία, που η Μεγαλοσύνη Σου το είχε καταδικάσει μ’ ένα προηγούμενο φιρμάνι και απαγορεύσει». [Αυτό ήταν σχεδόν σίγουρα ο επαναστατικός Θούριος του Έλληνα προπαγανδιστή Ρήγα Φεραίου, που λόγω της εκτέλεσής του από τους Αυστριακούς είχε γίνει δημοφιλής στους Ορθοδόξους.]
Εξίσου κακό, αν όχι χειρότερο, συνέχιζε, ήταν το ότι οι Έλληνες της πόλης χτυπούσαν τις καμπάνες τους, κυκλοφορούσαν στους δρόμους καβάλα στ’ άλογα, φορούσαν ωραία ρούχα και δεν κατέβαιναν από το πεζοδρόμιο όταν διασταυρώνονταν με Μουσουλμάνο. Σ’ εμάς αυτό δείχνει πόση μη μουσουλμανική επιρροή υπήρχε εκεί- για τον Χαϊρουλάχ αποτελούσε σοκαριστικά τολμηρή συμπεριφορά, που στην Κωνσταντινούπολη δε θα γινόταν ανεκτή· δεδομένου ότι υπήρχε σχετικό αυτοκρατορικό διάταγμα, μπορούσε να εξηγηθεί μόνο με βάση τη διαφθορά των τοπικών αστυνομικών αρχών.
Παρά την έντονη ωστόσο δυσαρέσκειά του από την αλαζονεία των απίστων ο Χαϊρουλάχ δε θεωρούσε τον εαυτό του «πολέμιο των γκιαούρηδων»· τον όρο αυτό τον κρατούσε για τον σπάταλο βοηθό του πασά, τον διαβόητο Γιουσούφ Μπέη, που τον χαρακτήρισε και ως «τραχύ και τυραννικό», έναν άντρα ο οποίος ενέπνεε τέτοιο φόβο στο μουφτή και στον γενιτσαρί αγά ώστε, όταν ήταν παρών, αυτοί κάθονταν ήσυχα-ήσυχα με τα δάχτυλα πλεγμένα. Τον πατέρα του Γιουσούφ Μπέη, τον Ισμαήλ Μπέη των Σερρών, ο Λίικ τον είχε περιγράφει σαν «έναν από τους πλουσιότερους και ισχυρότερους υπηκόους του σουλτάνου, αν μπορούμε να τον αποκαλέσουμε υπήκοο, αφού είναι απόλυτος εδώ και υπακούει μόνο σε όσες διαταγές του σουλτάνου νομίζει αυτός καλές, πάντα με μια μεγάλη υπόκλιση υποταγής». Ο Ισμαήλ Μπέης είχε πλουτίσει χάρη στο ανθηρότατο εμπόριο μπαμπακιού- τώρα είχε αποσυρθεί και ζούσε ήσυχα, με το γιο του να ασκεί σχεδόν ανεξέλεγκτη εξουσία στην πόλη. Ο Χαϊρουλάχ -σύμφωνα με τη δική του αφήγηση- τόλμησε να του αντιβγεί στην πρώτη τους συνάντηση. Όταν ο Γιουσούφ Μπέης προειδοποίησε ότι οι Έλληνες ετοιμάζονταν να ξεσηκωθούν κι ότι έπρεπε να τους χτυπήσουν χωρίς έλεος, ο Χαϊρουλάχ διαμαρτυρήθηκε: «Θεέ μου! Ποιος θα τολμούσε να στραφεί ενάντια στη δίκαιη εξουσία και δύναμή Σου; Αντί να τους τυραννάμε καλύτερα ας τους φερθούμε σαν σε φίλους, ώστε να νιώσουν ευγνωμοσύνη απέναντι μας και να μην παραπονιούνται».
Ο Χαϊρουλάχ έβλεπε καθαρά μπροστά του τα σύννεφα της καταιγίδας. Αφού συμβουλεύτηκε το Κοράνι, συναντήθηκε με τον Έλληνα αρχιεπίσκοπο και τον συμβούλεψε να κρατήσει τα ηνία του ποιμνίου του, «ώστε να είναι πιο πιστοί στους νόμους της σαρίας και να υπακούουν στις διαταγές του κυβερνήτη». Οι δύο άντρες κάθισαν και ήπιαν καφέ μαζί «σαν παλιοί φίλοι», κάτι που οι κατάσκοποι το ανέφεραν στον Γιουσούφ Μπέη. Οι υποψίες ετούτου για τα αισθήματα του μουλά ενισχύθηκαν όταν έμαθε πως μια μέρα ο Χαϊρουλάχ, ενώ καθόταν σ’ ένα μεγάλο καφενέ έξω από το Καζαντζιλάρ τζαμί, αναστατώθηκε βλέποντας τη σορό ενός Χριστιανού να μεταφέρεται και να περνά από μπροστά του και αναφώνησε «Ο Θεός ας τους συχωρέσει!» Ο Γιουσούφ Μπέης τον κατηγόρησε πως είχε γίνει γκιαούρης -μονάχα ένας Χριστιανός, ισχυρίστηκε, θα ί ϊειχνε τέτοια αλληλεγγύη με αυτά που τραβούσαν άλλοι Χριστιανοί- και στις 27 Φεβρουάριου 1821, ακριβώς πάνω που ήταν να ξεκινήσει η ελληνική εξέγερση. ο Χαϊρουλάχ Εφέντης φυλακίστηκε στο Λευκό Πύργο. Από αυτή τη στρατηγική, αν και δυσάρεστη, θέση -η ζωή εκεί ήταν τρομακτική, έγραφε, «αν κάποιον δεν τον συνοδεύει η σκέψη του παντοδύναμου Θεού»- παρακολούθησε τα φοβερά γεγονότα που συνέβησαν τους επόμενους μήνες στη Θεσσαλονίκη.
Οι συγκρατούμενοί του ήταν Χριστιανοί που το μοναδικό τους έγκλημα ήταν ότι δεν είχαν χαιρετίσει τον Γιουσούφ Μπέη στο δρόμο ή ότι συναντιόνταν στη μητρόπολη και συζητούσαν για το Πατριαρχείο, ή απλώς ότι ήταν εξέχοντες πρόκριτοι της κοινότητας. Πολλοί υπέφεραν από πείνα και δίψα. Έναν απεσταλμένο των επαναστατών ονόματι Αριστείδη Παππά τον έφεραν μέσα, τον έδειραν άσχημα και μετά τον παρέδωσαν στον γενιτσαρί αγά για εκτέλεση.
- Προτού φύγει», γράφει ο Χαϊρουλάχ, «συγχώρεσέ με γι’ αυτό, Μεγαλειότατε, τον αγκάλιασα και τον φίλησα, γιατί στ’ αλήθεια ήταν ένας αξιότιμος άνθρωπος και αν είχε κάτι νατού ψέξεις, ήταν αποτέλεσμα της καλής του καρδιάς».
Λίγες μέρες αργότερα έφεραν έναν άλλον Έλληνα, τον Νικόλα Εφέντη. Αυτός είχε συγκλονιστικά νέα: ο Μοριάς είχε ξεσηκωθεί και οι κατάσκοποι έλεγαν πως οι Έλληνες εντός και εκτός Θεσσαλονίκης σχέδιαζαν να κάνουν το ίδιο. Ο Γιουσούφ Μπέης είχε απαιτήσει ομήρους, και περισσότεροι από τετρακόσιοι Χριστιανοί -από τους οποίους οι εκατό ήταν Αγιορείτες μοναχοί- κρατούνταν στο παλάτι του. Όλους, φυσικά, τους έδερναν και τους κακομεταχειρίζονταν- ορισμένους μάλιστα τους σκότωναν.
Λίγο μετά ήρθε διαταγή από την Πύλη να αφεθεί ελεύθερος ο Χαϊρουλάχ. Ο Γιουσούφ Μπέης άλλαξε τώρα τελείως στάση κι έγινε η προσωποποίηση της γλυκύτητας· παρ’ όλα αυτά, δεν τον άφησε να φύγει αμέσως από την πόλη: η ύπαιθρος δεν ήταν ασφαλής και οι χωριάτες ήταν έτοιμοι να ξεσηκωθούν. Ο Χαϊρουλάχ έμαθε με φρίκη ότι ο Γιουσούφ Μπέης σκόπευε να θανατώσει τους ομήρους, και δεν κατάφερε να τον μεταπείθει: «Το ίδιο βράδυ οι μισοί όμηροι σφάχτηκαν μπροστά στα μάτια του άξεστου μουτεσελίμη. Κλείστηκα στην κά-μαρή μου και προσευχήθηκα για την ασφάλεια των ψυχών τους».
«Κι από κείνη τη νύχτα άρχισε το κακό. Η Θεσσαλονίκη, η όμορφη αυτή πόλη, που λάμπει σαν το σμαράγδι πάνω στο τιμημένο Σου στέμμα, μετατράπηκε σ’ ένα απέραντο σφαγείο». Ο Γιουσούφ Μπέης πρόσταξε τους άντρες του να σκοτώνουν όποιο Χριστιανό έβρισκαν στο δρόμο, και για μερόνυχτα ο αέρας ήταν γεμάτος «φωνές, θρήνους, στριγκλιές». Είχανε τρελαθεί όλοι- σκότωναν ως και τα παιδιά και τις έγκυες γυναίκες. «Τι δεν είδανε τα μάτια μου, Παντοδύναμε Σάχη των Σάχηδων;» Ο ίδιος ο μητροπολίτης ρίχτηκε στα σίδερα μαζί με άλλους κορυφαίους προκρίτους· τους βασάνισαν και τους εκτέλεσαν στην πλατεία του αλευροπάζαρου. Κάποιους τους κρέμασαν από τα πλατάνια γύρω από τη Ροτόντα. Άλλους τους σκότωσαν στη μητρόπολη, όπου είχαν καταφύγει, και τα κεφάλια τους τα μάζεψαν να τα πάνε δώρο στον Γιουσούφ Μπέη. Μονάχα ο δερβίσικος τεκές -που οι μύστες του διατηρούσαν ανέκαθεν στενούς δεσμούς με τους Έλληνες μοναχούς- πρόσφερε άσυλο στους Χριστιανούς. «Αυτά τα πράγματα και άλλα πολλά, που δεν μπορώ να τα περιγράψω γιατί και μόνο η θύμησή τους μου φέρνει ανατριχίλα, συνέβησαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης το Μάιο του 1821».
Ήταν σαφώς η χειρότερη σφαγή που είχαν ζήσει οι Έλληνες της πόλης επί Τουρκοκρατίας: σε άλλες στιγμές μεγάλης έντασης μέσα στους αιώνες το φονικό πλανιόταν στον αέρα ή είχε πράγματι συμβεί όχι πολύ μακριά, στη Λάρισα, στις Σέρρες και στη Νις, για παράδειγμα. Αλλά δεν είχε ξανασυμβεί να σκοτωθούν ίσως και αρκετές χιλιάδες Χριστιανοί στο ίδιο επεισόδιο. Ερχόταν σε αντίθεση με τις βασικές παραδοχές της οθωμανικής διακυβέρνησης, που όριζαν ότι το κράτος μεριμνά για όλους όσοι βρίσκονται υπό το σκήπτρο του, και έδειχνε πόσο βαθιά είχε συνταράξει τις αρχές ο ξεσηκωμός. Την άνοιξη εκείνη ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' είχε στείλει ένα φιρμάνι που ενημέρωνε τις αρχές της Θεσσαλονίκης για το ξέσπασμα της επανάστασης στη Βλαχία, και ο σεϊχουλι-σλάμης είχε εκδώσει φετφά ο οποίος έλεγε πως η εξέγερση μπορούσε να συντρίβει με όλα τα αναγκαία μέσα. Κατά τον Χαϊρουλάχ Εφέντη, οι Έλληνες «πλήρωσαν τα σφάλματα των απίστων της Ρωσίας».
Ο Λευκός Πύργος 1912
Στη Θεσσαλονίκη, εκείνο που ενδιέφερε περισσότερο τους προϊσταμένους του Γιουσούφ Μπέη ήταν πώς θα ασφαλίσουν την πόλη. Ταυτόχρονα, είχαν εμπλακεί σε μια απαιτητική εκστρατεία πίσω από την Πίνδο με στόχο την εξόντωση του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος φάνταζε τότε σαν πολύ σοβαρότερος εχθρός. Ακόμα και μετά τις σφαγές η ελληνική απειλή τούς ανησυχούσε, κι έτσι στάλθηκαν στην πόλη ενισχύσεις από την πρωτεύουσα και τη Μικρά Ασία. Το Μάρτη του 1822 ένας άλλος πασάς, ο Μεχμέτ Εμίν Αμπντούλ Αμπούντ -ένας Σύριος με «ενεργητικό και κάποτε βίαιο» χαρακτήρα- διέταξε νέα κινητοποίηση: τα οχυρά της πόλης επιθεωρήθηκαν και κάποιοι σύντομοι σηκωμοί στη Χαλκιδική και στη Θάσο καταπνίγηκαν αμέσως. Στα βουνά του Ολύμπου και στη θάλασσα ο αγώνας βάστηξε περισσότερο- μα ο Αλή Πασάς νικήθηκε τελικά και σκοτώθηκε, και οι δυνάμεις του Αμπντούλ Αμπούντ ξαναπήραν την πόλη της Νάουσας, που την κρατούσαν ως τότε οι Έλληνες εξεγερμένοι. Όταν τελείωσαν όλα, τα λάφυρα που είχαν διαρπαγεί από τα σπίτια των Ελλήνων πουλήθηκαν και τα κομμένα κεφάλια των έγκριτων Χριστιανών στόλισαν τα κονάκια των κυριότερων μπέηδων και τις δυτικές πύλες της πόλης. Καραβάνια Ελλήνων αιχμαλώτων βγήκαν στο σφυρί στο Μπόσνακ Χάνι, ενώ άλλοι στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης, της Τρίπολης και της Βεγγάζης: δέκα χρόνια αργότερα Βρετανοί αξιωματούχοι προσπαθούσαν ακόμη να τους εντοπίσουν και να πετύχουν την απελευθέρωσή τους. Δεν είναι περίεργο που όσοι Έλληνες επέζησαν πίστευαν πραγματικά πως οι Τούρκοι σχέδιαζαν να τους σκοτώσουν ή να τους φέρουν σε κατάσταση «δουλείας μέσ’ εττό την ολοκληρωτική καταστροφή της περιουσίας τους». Σύμφωνα με τον Γάλλο πρόξενο Μποτί, το «σύστημα καταλήστευσης» του Αμπντούλ Αμπούντ αντανακλούσε τη θεωρία του ότι οι Έλληνες είχαν εμπνευστεί τον αγώνα τους για ελευθερία από «την αύξηση του πλούτου και την προκοπή τους και από την εξαιρετική επιρροή που είχαν αρχίσει ν’ ασκούν στις τουρκικές υποθέσεις».
Αλλά το οθωμανικό κράτος δεν είχε κανένα μακροπρόθεσμο συμφέρον να εξοντώσει τους Έλληνες ή να τους κάνει φτωχούς. Αντιθέτως, χρειαζόταν το εμπορικό τους δαιμόνιο καθώς και τη στήριξή τους κάθε φορά που αποφάσιζε να δαμάσει τους πάντοτε ταραξίες Αλβανούς. Η πολιτική του τρόμου γινόταν όλο και πιο αναπαραγωγική, σταματώντας την οικονομική ζωή και αλαφιάζοντας επίσης τους μη Έλληνες, καθώς απλωνόταν προς τα έξω. Μουσουλμάνοι κι Εβραίοι είχαν περιέλθει σε «βαθύτατη εξαθλίωση, αγανάκτηση και απόγνωση». «Ο πιο ζωηρός και γενικευμένος αναβρασμός υπάρχει στις τάξεις των Τούρκων της πόλης», έγραφε ο Γάλλος πρόξενος, «οι οποίοι είδαν τον Μεχμέτ Πασά και τους Άραβες να ξεφτιλίζουν καθημερινά την αυτοεκτίμησή τους και να καταστρέφουν το βιοπορισμό τους». Βλέπουμε εδώ κάποια ψήγματα αντιπάθειας μεταξύ Τούρκων και Αράβων που σπάνια αποτυπώνονται στα γραπτά τεκμήρια. Η είδηση, τον Αύγουστο του 1823, ότι ο Αμπντούλ Αμπούντ διορίστηκε, αλλού χαιρετίστηκε με «έκπληξη και υπέρτατη χαρά». Ο αντικαταστάτης του, ο Ιμπράίμ Πασάς, χαιρέτισε τους Έλληνες προκρίτους με «αβρότητα». «Θα νόμιζε κανείς πως έχουμε μεταφερθεί σε άλλη χώρα και περιτριγυριζόμαστε από άλλους ανθρώπους», σημείωσε ο Μποτί. Με δεδομένο ότι τη στιγμή εκείνη ο πόλεμος με τους Έλληνες εξεγερμένους βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ότι Έλληνες πειρατές είχαν αποκλείσει την πρόσβαση στον Κόλπο και ότι η ενδοχώρα ήταν και αυτή μη ασφαλής, η συμπεριφορά του αυτή πρόδιδε εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση. Το Γενάρη του 1824 όλοι οι μη κάτοικοι διατάχθηκαν να φύγουν μέσα σε τρεις μέρες, μετά από αναφορές ότι ένοπλοι επαναστάτες είχαν διεισδύσει στην πόλη· δυο χρόνια αργότερα, πειρατές κατάφεραν σχεδόν να χτυπήσουν με τα κανόνια τους την αποθήκη πυρομαχικών του Τοπ Χανέ, που, αν είχε τιναχτεί στον αέρα, θα ’χε πάρει μαζί της μεγάλο μέρος του Φραγκομαχαλά. Οι μνήμες όμως των σφαγών του 1821 ήταν ακόμα ζωηρές, κι έτσι τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Έλληνες της πόλης δεν έδειξαν διάθεση να προκαλέσουν κι άλλες συγκρούσεις.
Τα αιματηρά αυτά γεγονότα υπήρξαν σταθμός στην ιστορία της Θεσσαλονίκης. Κατ’ αρχήν, οδήγησαν στη συρρίκνωση και στην επιδείνωση της φτώχιας του ελληνικού πληθυσμού της πόλης. Η απώλεια χιλιάδων ζωών, πολλών περιουσιών και οι εκατοντάδες εξορίες άφησαν το σημάδι τους για ολόκληρες γενιές. Το τίμημα της καταστολής της εξέγερσης το κατέβαλε η ίδια η κοινότητα, οικονομικό βάρος ασήκωτο, που η Πύλη ακόμα πάσχιζε το 1827 να το επιμερίσει. Για πέντε χρόνια τα σπίτια παρέμειναν άδεια, αν κρίνουμε τουλάχιστον από ένα αυτοκρατορικό διάταγμα που επέτρεψε την πώληση εγκαταλειμμένων ιδιοκτησιών που ανήκαν σε Έλληνες, ώστε να μη λιθολογηθοΰν. Η πόλη γενικά δε συνήλθε πριν από την πάροδο μιας δεκαετίας.
Η δεύτερη κεφαλαιώδης εξέλιξη ήταν η εμφάνιση για πρώτη φορά στην οθωμανική ιστορία ενός ανεξάρτητου χριστιανικού διάδοχου κράτους, που απείχε το πολύ μιας μέρας δρόμο από τη Θεσσαλονίκη. Και μόνο σαν σκέψη το γεγονός αυτό αποτελούσε ράπισμα για τη μουσουλμανική ευαισθησία και την οθωμανική περηφάνια. Ένα αυτοκρατορικό φιρμάνι του 1828 -μόλις δύο χρόνια πριν από την ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας- είχε προειδοποιήσει τους υπηκόους του σουλτάνου για το μέγεθος της διεθνούς υποστήριξης υπέρ «των Ελλήνων επαναστατών του Μόριά και των άλλων νησιών της Λευκής Θάλασσας» και είχε τονίσει ότι αποκλειόταν να τους παραχωρηθεί ποτέ αυτό που ζητούσαν «γιατί αυτό θα σήμαινε» -μη γένοιτο!- ότι θα φέρουμε τους Μουσουλμάνους στη θέση των ραγιάδων και τους ραγιάδες στη θέση των Μουσουλμάνων, κάτι που θα έθιγε ολόκληρο τον μουσουλμανικό λαό και που, από τη σκοπιά του ιερού νόμου, είναι αδύνατο να το δεχτούμε πολιτικά και θρησκευτικά, ή ακόμα και να το ανεχθούμε». Και όμως, αυτό ακριβώς συνέβη, και η Αθήνα -μια κωμόπολη με λιγότερο από τον μισό πληθυσμό της Θεσσαλονίκης- έγινε τελικά η πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους.
Το Βασίλειο της Ελλάδας ήταν πολύ αδύναμο ώστε ν’ αποτελέσει σοβαρή απειλή για την αυτοκρατορία για πολλά χρόνια ακόμα. Ωστόσο, η ίδια η ύπαρξή του αποτελούσε σαφές σημάδι αποτυχίας των Οθωμανών και δείκτη της δύναμης ενός νέου παράγοντα στην ανατολική Μεσόγειο -του εθνικισμού-, ιδίως όποτε αυτός είχε τη στήριξη των χριστιανικών κρατών της Ευρώπης. Το 1835 ο πρώτος Έλληνας πρόξενος εγκαταστάθηκε στην πόλη, θέτοντας τους Χριστιανούς σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Στο εξής οι Έλληνες θα διχάζονταν ανάμεσα στη νομιμοφροσύνη τους προς την αυτοκρατορία, η οποία εξακολουθούσε να περιλαμβάνει στους κόλπους της τη συντριπτική πλειονότητα των Ορθόδοξων Χριστιανών του Λεβάντε, και τη συνοδοιπορία με το μικρό Βασίλειο· οι σλαβόφωνοι Χριστιανοί, πάλι, θα ’πρεπε ν’ αποφασίσουν αν ήταν απλώς Ορθόδοξοι ή και Έλληνες, επιλογή που βάραινε πολύ πάνω τους, καθώς ο αιώνας έγερνε προς το τέλος του και άρχιζαν να εμφανίζονται νέα σλαβικά κράτη. Οι Εβραίοι και βεβαίως οι Μουσουλμάνοι δεν ένιωθαν τέτοια πίεση, και μάλιστα η πρόσδεσή τους στην αυτοκρατορία μπορούσε πια να προσλάβει μια ανθελληνική χροιά.
Πάντως ο ασθενής της Ευρώπης δεν είχε πεθάνει ακόμα, και ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ήταν από τους πρώτους που άντλησαν διδάγματα απ’ τις ήττες του. Το 1826 διέταξε να διαλυθούν οι γενίτσαροι και κατάφερε με την ανελέητη στάση του να πετύχει, εκεί όπου είχαν αποτύχει πολλοί προκάτοχοί του. Στη Θεσσαλονίκη οι γενίτσαροι, λίγες εβδομάδες αφότου έκαψαν το παλάτι του πασά, κυνηγήθηκαν συστηματικά και πολλοί φυλακίστηκαν στον Πύργο του Αίματος [γνωστότερο σήμερα ως Λευκό Πύργο] και φονεύτηκαν. Μέσα σε μια νύχτα έπαψαν να υπάρχουν ως δύναμη. Μερικοί κατέφυγαν στα ίδια εκείνα δερβίσικα μοναστήρια, στα οποία είχαν καταφύγει οι Έλληνες πέντε χρόνια νωρίτερα. Άλλοι έκαψαν τις στολές και τα σημειώματα πληρωμής τους. Μονάχα περιστασιακά, στα μετέπειτα χρόνια, θα άφηνε ένας Οθωμανός αξιωματούχος, ίσως για να δικαιολογήσει το συντηρητισμό του, να διαφανεί η θλίψη του για την εξαφάνισή τους, ή ίσως και θ’ αναφερόταν στο προσωπικό του γενιτσαρικό παρελθόν. Με τον αφανισμό τους, ο Μαχμούτ μπόρεσε πια να ξεκινήσει το δύσκολο έργο της διοικητικής μεταρρύθμισης - να βελτιώσει την εσωτερική ασφάλεια, να παλινορθώσει την κεντρική εξουσία και ν’ αποδιώξει την ανάμνηση του χάους και της αναρχίας που είχαν ταλαιπωρήσει την πόλη όλο τον δέκατο όγδοο αιώνα.
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: