Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Η φτωχολογιά της Μάνδρας κρατά το κεφάλι ψηλά

Βασίλης Μαθιουδάκης

Συντάκτης: Ντίνα Δασκαλοπούλου

«Οποιος περνάει αυτήν την Πύλη, ας εγκαταλείψει κάθε ελπίδα». Ο Δάντης ασφαλώς δεν είχε δει τη Μάνδρα, αλλά ο στίχος του περιγράφει αυτό που νιώθεις μπαίνοντας στην πόλη.
Είναι μια κόλαση από τόνους λάσπης, γκρεμισμένα σπίτια, εκατοντάδες αυτοκίνητα όπου μπορείς να φανταστείς - ακόμα και μέσα σε σαλόνια.
«Δεν πάθαμε και τίποτα, δόξα τω θεώ» - αυτή είναι η φράση που ακούς περισσότερο σήμερα κι ηχεί παράξενα μέσα στα ερείπια, ανάμεσα σε δεκάδες γερανούς και εκσκαφείς, μπουλντόζες και φορτηγά.
Δεν πάθαμε και τίποτα – παρ’ όλο που το σπίτι ισοπεδώθηκε, το αμάξι καταστράφηκε, το εμπόρευμα χάθηκε.
Δεν πάθαμε και τίποτα, αφού το διπλανό σπίτι θρηνεί νεκρό κι ο γείτονάς μας ακόμα αγνοείται.
Δεν πάθαμε και τίποτα αφού είμαστε ακόμα ζωντανοί και το παλεύουμε.
Βασίλης Μαθιουδάκης
Η ζωή πάνω από τον θάνατο
Η πόλη παλεύει να σταθεί στα πόδια της: ο φούρνος βγάζει ζεστό ψωμί, το φαρμακείο είναι ανοιχτό, το σούπερ μάρκετ επίσης. Κι οι κάτοικοι προσπαθούν ακόμα να καταλάβουν τι έχει συμβεί: Hταν τσουνάμι; Είναι η κλιματική αλλαγή; Στα ελάχιστα καφενεία που δουλεύουν δεν υπάρχει καμία άλλη συζήτηση: τι έγινε και, κυρίως, ποιος φταίει που φτάσαμε ώς εδώ.
Για άλλον είναι η δήμαρχος, για άλλον η περιφερειάρχης, για άλλον όλες οι κυβερνήσεις όλων των ετών και για κάποιους λίγους όλοι μας: γιατί εκτός από εκείνον που μπάζωσε το ρέμα, υπάρχει κι εκείνος που έχτισε πάνω στο ρέμα κι ο τρίτος που αγόρασε σπίτι γνωρίζοντας ότι υπάρχει ρέμα.
Αλλά κι αυτές οι σκυθρωπές κουβέντες είναι λιγοστές κάτω από τη βροχή που πέφτει ασταμάτητα: η Μάνδρα πρέπει να επιβιώσει.
Κι αυτό σημαίνει να σταθεί στην ουρά για γαλότσες κι αδιάβροχα, να σταθεί σε άλλη ουρά για ένα πιάτο ζεστό φαγητό και νερό, να βρει ζεστά ρούχα και σλίπινγκ μπαγκ, να βρει τον τρόπο να πλύνει γερόντους, ασθενείς και μωρά, να πάει στην τουαλέτα – αφού χημικές τουαλέτες δεν υπάρχουν.
Η Μάνδρα είναι μια κατεστραμμένη πόλη, αλλά και το κράτος λειτουργεί και κλιμάκια μηχανικών καταγράφουν τις ζημιές και οι άνθρωποι του δήμου δεν στέκονται λεπτό και η Αστυνομία περιπολεί παντού και η Πυροσβεστική και οι διασώστες δουλεύουν αδιάκοπα και γιατροί και ασθενοφόρα σπεύδουν όπου χρειάζεται.
Και η αλληλεγγύη εκατοντάδων πολιτών και αλληλέγγυων δομών είναι εμφανής.
Δυστυχώς για την πραγματικότητα, ωστόσο, υπάρχει το τηλεοπτικό «ρεπορτάζ»: σαν να μη φτάνει ο θάνατος, σαν να μη φτάνει η απώλεια, είναι και οι τηλε-ρεπόρτερ που κυνηγάνε κάθε ατάκα που μπορεί να στηρίξει το διπλό αφήγημαδεν υπάρχει κράτος, η Μάνδρα είναι εμπόλεμη ζώνη.
Δεν ξέρω αν οι συνάδελφοι εζήλωσαν τη δόξα των πολεμικών ανταποκριτών, αλλά η ρημαγμένη από τη θεομηνία Μάνδρα –ακόμα κι όταν έχει ρεύμα- ευτυχώς δεν έχει χρόνο για να διαθέσει στον τηλεοπτικό άμβωνα: γιατί ίσως ακόμα πιο τρομακτική από το θρίλερ που έζησαν οι κάτοικοι, είναι η αφήγησή του (που σκά(ε)ι με αλλεπάλληλες διαφημίσεις τηλε-φιλανθρωπίας).

Παιδιά σε σοκ

Βασίλης Μαθιουδάκης
Είναι κυρίως τα μικρά παιδιά που έχουν σοκαριστεί περισσότερο: ούτε καταλαβαίνουν, ούτε μπορούν να ερμηνεύσουν, ούτε να εκλογικεύσουν – τα παιδιά απλώς φοβούνται. Τρυπώνουν στις αγκαλιές των γονιών τους και πετάγονται έντρομα στον ύπνο τους.
«Η μικρή μου ήθελε σήμερα να πάει στη γιορτή του σχολείου – θα έκανε την εκφωνήτρια. Προσπαθούσα να της εξηγήσω πως δεν θα λειτουργήσει το σχολείο σήμερα κι εκείνη επέμενε, επέμενε… Τι να της πω; Ημασταν μέχρι προχτές νοικοκυραίοι στα σπίτια μας και στις ζωές μας και σήμερα είμαστε πλημμυροπαθείς».
Αυτή η λέξη που χρησιμοποιεί η Μαρία υπονοεί κάμποσες ακόμα: νηστικοί, ξεπαγιασμένοι, ξάγρυπνοι, φοβισμένοι, εξαιρετικά ανασφαλείς ως προς το μέλλον.
Πότε θα δοθούν οι αποζημιώσεις; Πότε θα ξαναφτιαχτούν τα σπίτιαΠότε θα είναι έτοιμα τα μαγαζιά; Πότε η ζωή θα επιστρέψει στην πόληΠότε φεύγει ο φόβοςΠότε περνάει ο πόνος; Πότε κλείνει η πληγή;
Είναι παράξενες οι στιγμές εδώ, κι όλες τους ακραίες: αλληλεγγύη και πλιάτσικο, αλληλοβοήθεια και ρατσισμός – τα βλέπεις όλα μέσα σε λίγα λεπτά.
Ετσι, συγκεχυμένες και μπερδεμένες φτάνουν οι ειδήσεις στο καφενείο: άλλοι ευγνωμονούν τους «ήρωες πυροσβέστες», άλλοι βρίζουν τους «γύφτους που πλιατσικολογούν», άλλοι μιλάνε για τους εθελοντές που έρχονται από παντού, άλλοι τα βάζουν με «τους Αλβανούς που παίρνουν παραπάνω αδιάβροχα».
Ολοι, μα όλοι θρηνούν: 16 νεκροί σε μια πόλη ούτε 13.000 κατοίκων, 6 αγνοούμενοι.

Στοργή και αλληλεγγύη

Βασίλης Μαθιουδάκης
Η βροχή δεν σταματάει λεπτό - έχουμε γίνει όλοι μουσκίδι και τα μποτάκια πια έχουν γίνει ασήκωτα από τη λάσπη.
«Ελα από εδώ, έλα μέσα», μου λέει μέσα στον πανικό. Η κυρία Αννα δουλεύει στον δήμο, έχει να κοιμηθεί δυο μέρες, δεν στέκεται λεπτό – μα πού με πάει και πού θα βρει τις γαλότσες και πώς είναι δυνατόν να δεχτώ τις γαλότσες όταν υπάρχουν κάτοικοι που δεν έχουν;
Η κυρία Αννα απαντά με το πιο αυστηρό και τρυφερό βλέμμα που μου έχουν ρίξει ποτέ. Κι ύστερα με καθίζει σε μια καρέκλα, κάθεται στη διπλανή, βγάζει τις δικές της γαλότσες και μου τις δίνει.
Η κυρία Αννα πιστεύει ότι πρέπει όλοι να δουν, να ακούσουν και να διαβάσουν αυτό που συμβαίνει εδώ.
Η κυρία Αννα πιστεύει ότι οι δημοσιογράφοι είναι τα μάτια και τα αυτιά των ανθρώπων έξω από εδώ. Η κυρία Αννα δεν ακούει κουβέντα.
Με τις γαλότσες της κυρίας Αννας ξαναβγαίνω στον δρόμο.
Και με τις κάλτσες που μου αγόρασε η Μαρία και το μπουφάν που κάποτε φορούσε η κόρη της κυρίας Λίτσας και τον καφέ που κέρασε ο Γιώργος και το ζεστό ψωμί από το φούρνο του Δήμα.
Είμαστε απίθανη φάρα εμείς οι άνθρωποι γενικώς, αλλά το πραγματικό μας μπόι μετριέται μπροστά στον θάνατο: κι ο απίστευτος ηρωισμός (αφού κάποιοι έσωσαν γείτονες ρισκάροντας την ίδια τους τη ζωή) και η ασύλληπτη χυδαιότητα (αφού άλλοι περνούσαν από τα ρημαγμένα σπίτια για να κοζάρουν πράγματα αξίας και να τα ξαφρίσουν μετά – 4 συλλήψεις για πλιάτσικο έκανε η Αστυνομία).
Τέτοιοι ακριβώς είμαστε, κανονικοί Χερουβείμ Αρουραίοι.
Στην είσοδο της πόλης η Φύση δίνει το πιο ηχηρό από τα μαθήματά της. Εδώ συναντήθηκαν τα ρέματα που έγιναν χείμαρροι και σάρωσαν μάντρες, πανύψηλους τοίχους, σιδερένιες θύρες.
Κομματιασμένα μνήματα, ανοιχτοί τάφοι, κεριά, καντήλια, στεφάνια, φωτογραφίες κι αγάλματα σε ένα συνονθύλευμα από μπάζα, ξεριζωμένα δέντρα, χώμα – αυτό είναι ό,τι απέμεινε από το νεκροταφείο της Μάνδρας.
«Καταστρέψαμε τον πλανήτη, καταστρέψαμε τη φύση και μας εκδικείται», λέει η Μαρία καθώς δείχνει τον τάφο της ξαδέρφης της θαμμένο κάτω από τη λάσπη και τη μάσκα ενός φορτηγού.
Προφανώς ο Καρούζος δεν θα χρειαζόταν 1.000 λέξεις, το έχει περιγράψει μόλις με 15: «χειροκροτήματα η καταιγίδα / τιμά κι αυτή με τον τρόπο της/ τη μεγάλη καλλιτέχνιδα: τη Ματαιότητα».
http://www.efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: