Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Το "μακεδονικό" ως γεωπολιτισμικό ζήτημα (ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ!!!

Η Ηηνοποι«Αντιγόνη» του Σοφοκλή
του Δημήτρη Μάρτου  
                                         

Email: martosdim@yahoo.gr


Το γερμανικό περιοδικό Spiegel, προσεγγίζοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών υπό το πρίσμα των γεωπολιτικών και γεωπολιτισμικών αντιπαραθέσεων, τη χαρακτήρισε «νίκη για τη Δύση, καταστροφή για τη Ρωσία... η Μόσχα θα πρέπει να φοβάται για την επιρροή της στην περιοχή». Οι New York Times θεώρησαν ότι η μάχη για το ονοματολογικό «εξελίχθηκε σε μια δοκιμασία γεωπολιτικής εξουσίας μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ από τη μία και της Ρωσίας από την άλλη στα αιωνίως ασταθή Βαλκάνια». Ο ρόλος του πολιτισμού αυξάνεται θεαματικά στις γεωπολιτικές συγκρούσεις. Στα Βαλκάνια βέβαια οι συγκρούσεις των ισχυρών γεωπολιτικών συνασπισμών πάντοτε ενδύονταν με πολιτισμικές αναφορές. Τα έθνη -κράτη και τα σύνορα τους διαμορφώθηκαν ως παρεπόμενο της σύγκρουσης μεταξύ δυτικού κόσμου-πολιτισμού και ανατολικού ρώσικου-σλαβικού.

Τα Βαλκάνια και ιδιαίτερα η Μακεδονία, αποτέλεσαν το έδαφος του καθορισμού του ορίου των δύο ισχυρών κόσμων-πολιτισμών. Ο φιλελληνισμός και των δύο αναπτύχθηκε σε συνάρτηση με την αμφισβήτηση μιας εμβόλιμης εξουσίας (τουρκικής -ισλαμικής) στον ιστορικό χώρο από τον οποίον αντλούσαν τα πρότυπα και τις επίκτητες παραδόσεις τους. Το Βυζάντιο - Ορθοδοξία ενσωμάτωνε την Ελλάδα στον πολιτιστικό χώρο της Ρωσίας, όπως αντίστοιχα η αρχαιοελληνική παράδοση την ενσωμάτωνε, μέσω του νεοκλασικισμού-αθηναϊσμού, στη Δύση. 
Το πολιτισμικό όριο ανάμεσα στη δυτική και ανατολική Ευρώπη οριζόταν από την πρόσληψη και τη διχοτόμηση της ελληνικής συνέχειας και του ιστορικού χώρου του ελληνισμού. 
Ακόμη και σήμερα η πολιτισμική και ακαδημαϊκή σύγκρουση αρχαίας Ελλάδας και Βυζαντίου προέρχεται από τη μετάθεση της αξιολόγησης του ιστορικού δρομολογίου του ελληνισμού στο έδαφος της αντιπαράθεσης δυτικής Ευρώπης και Ρωσίας. Γι’ αυτό το "μακεδονικό" θα πρέπει αρχικά να εξετάζεται ως συνέπεια αυτής της γεωπολιτισμικής σύγκρουσης.

Το "μακεδονικό" ως υπόλειμμα του Ανατολικού Ζητήματος.


Ο Ντανιλέφσκι(1), ο θεωρητικός του επιθετικού πανσλαβισμού, που επεξεργάστηκε τη σύγκρουση μεταξύ δύο διαφορετικών ιστορικών τύπων, του υπερώριμου ευρωπαϊκού και του νεαρού σλαβικού, θεωρούσε ότι το Ανατολικό Ζήτημα είχε μεγαλύτερο ιστορικό βάθος και πλανητικό εύρος απ’ αυτό που συνήθως του αποδιδόταν, ως ζήτημα διευθέτησης της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κατ’ αυτόν οι ρίζες του βρίσκονταν στην αρχαιότητα, στην αντίθεση του ρωμαϊκού και του ελληνικού πολιτισμικού τύπου και των κληρονομιών τους, δηλαδή, τη γερμανική αυτοκρατορία και τη βυζαντινή αντίστοιχα και ότι απ’ αυτήν την αντίθεση προέκυψε η σύγχρονη μεταξύ δυτικής Ευρώπης (λατινικοί, καθολικοί και προτεσταντικοί κόσμοι) και ανατολικής (Ορθόδοξοι, σλαβικοί και ελληνικοί κόσμοι). Πίστευε ότι οι Σλάβοι, ως νεότερος πολιτισμικά τύπος, θα επικρατούσαν των Δυτικοευρωπαίων. Ο δυτικός οικονομισμός, αστικός και μαρξιστικός, θα μεταθέσει το ζήτημα της παγκόσμιας υπεροχής από τις έννοιες της ζωτικότητας των πολιτισμικών χαρακτηριστικών στις έννοιες της παραγωγικής απόδοσης και τα οικονομικά μεγέθη, προδιαγράφοντας έτσι την υπεροχή των δυτικοευρωπαίων. 
Στη συνέχεια, ο ρώσικος μαρξισμός (λενινισμός-σταλινισμός) "σήκωσε το γάντι" του Δυτικού μαρξισμού, προσπαθώντας να ταυτιστεί με το πρόκριμά του, ότι η πολιτιστική ηγεμονία θα κρινόταν στο επίπεδο της οικονομίας και όχι της ζωτικότητας των πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Γι’ αυτό και έχασε, επειδή έθεσε το θέμα της ηγεμονίας σ’ ένα πεδίο που πλεονεκτούσε η Δύση.

Υπό τη δυναμική αυτών των συγκρούσεων το Ανατολικό Ζήτημα μεταλλάχθηκε από ζήτημα των δικαιωμάτων των λαών της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε πρόβλημα ασφάλειας των Δυτικών και των Ρώσων και καθορισμού των ορίων ανάμεσά τους. Και οι δύο κατασκεύαζαν, για να προωθήσουν την επιρροή τους στους λαούς, διάφορες φοβίες, αδυναμίες και ανικανότητες, που υπονοούσαν ακριβώς την ανάγκη επιτήρησής τους από τους Δυτικούς ή τους Ρώσους. Στην πραγματικότητα, αμφισβητούσαν τη διατήρηση της «ισορροπίας δυνάμεων» και το «εθνικό συμφέρον» γινόταν μια δικαιολογία για να αναθεωρηθεί ο ευρωπαϊκός χάρτης. Η εχθρότητα και η αστάθεια στα Βαλκάνια δεν δημιουργήθηκαν ως εσωτερικό φαινόμενο αλλά ως εξωτερική απαίτηση.

Η σύγκρουση θα εκδηλωθεί εδαφικά κυρίως στη Μακεδονία, που αποτελεί τον ενδιάμεσο (γεωγραφικά και ιστορικά) χώρο ανάμεσα στην κλασική αρχαιότητα και το Βυζάντιο και θα διαμελισθεί σε βόρεια και νότια Μακεδονία και κατ’ επέκταση σε βόρεια και νότια Ήπειρο, βόρεια και νότια Ρούμελη κλπ. Το εργαλείο των Ρώσων θα γίνει η Βουλγαρία ενώ των Δυτικών το ελληνικό κράτος. Ανάλογη θα είναι και η διαλεκτική των διχοτομήσεων και πολιτισμοκτονιών στη Μικρά Ασία, όπου εκεί οι γεωπολιτικές αντιθέσεις των αυτοκρατοριών (Δυτικών, Ρωσικής και Οθωμανικής) θα αμβλυνθούν και θα συγκλίνουν στην αντιμετώπιση μιας επιστρέφουσας γεωπολιτικής και γεωπολιτισμικής δυναμικής, αυτήν της Μεγάλης Ιδέας του ελληνισμού. 

Στην πραγματικότητα, ο ελληνισμός θα "τελειώσει" όταν θα διεκδικήσει την επιστροφή του στην ιστορία της ανθρωπότητας, ως αυτόνομου γεωπολιτικού παίχτη και ενδιάμεσης στη Δύση, τη Ρωσία και τον οθωμανισμό, πολιτισμικής οντότητας. Τότε θα συντριβεί από τη “συνεννόηση” Δυτικών, Ρώσων και Τούρκων γιατί απορρύθμιζε την ιμπεριαλιστικότητα του γεωπολιτισμού τους.

Σκοπιανικός μακεδονισμός: μια μορφή αρχαιοκαπηλίας


Είναι γνωστό ότι η μορφοποίηση της Δυτικής κυριαρχίας στους κόσμους της ανατολικής Μεσογείου συνυφαινόταν με τον αρχαιολογικό και ιστορικό ιμπεριαλισμό. Ο τελευταίος διατεινόταν ότι ο ιστορικός χώρος του ελληνισμού ήταν διαχειρίσιμος μόνον από τους Δυτικούς γιατί αυτοί μόνον κατάλαβαν την αξία του και τον ενσωμάτωσαν στις εθνοποιητικές τους δομές. Αντίστοιχα, οι Ρώσοι θεωρούσαν ότι η βυζαντινορθόδοξη κληρονομιά ήταν διαχειρίσιμη μόνον από αυτούς, γι’ αυτό το 19ο αιώνα είχαν αναπτύξει θεαματικά μαζί με τις σλάβικες και τις βυζαντινές σπουδές. 

Και οι δύο αντλούσαν αυτήν τη βεβαιότητα επειδή νόμιζαν ότι οι φυσικοί κληρονόμοι του «υψηλού πολιτισμού» είτε είχαν εκφυλιστεί και έχασαν την ιστορική τους συνέχεια με τους αρχαίους (Δυτικοί) είτε ήταν αδύναμοι πολιτικοστρατιωτικά και ολιγάριθμοι για να διαχειριστούν την «υψηλή κληρονομιά» (Ρώσοι). Υπό αυτήν την οπτική οι μεν Δυτικοί διεκδίκησαν την ιδιοποίηση των ελληνικών κληρονομιών μέσα από την ιδανικοποίησή τους και τον έλεγχο του ελληνικού κράτους, οι δε Ρώσοι, εκμεταλλευόμενοι την κάθοδο των Σλάβων τον 6ο μΧ αιώνα, διεκδικήσαν, μέσω της φυλετικής συγγένειας (ελληνοσλαβισμού), την προσάρτηση τουλάχιστον της Μακεδονίας στο γεωπολιτισμικό τους χώρο. Το ‘’μακεδονικό’’ γεννιέται ως αμφισβήτηση στους ιθαγενείς του δικαιώματος να διαχειριστούν τη μεγάλη κληρονομιά τους. 

Μια μορφή ιδιοποίησης από τους Δυτικούς ήταν η αρπαγή των αρχαιοτήτων. Η εμβληματικότερη ήταν αυτή των γλυπτών του Παρθενώνα από τον Άγγλο πρεσβευτή στην Κπολη Έλγιν. Η απόσπασή τους από τον τόπο που τα φιλοτέχνησε ο Φειδίας, δηλαδή από το φυσικό (κλίμα, φωτεινότητα, ανάγλυφο) και ανθρωπολογικό περιβάλλον, χαρακτηρίστηκε από έναν εμβληματικό τότε φιλέλληνα, τον Μπάιρον, πράξη βαρβάρων. Άλλοι πολιτισμένοι άνθρωποι θεωρούσαν ότι τα μνημεία μακριά από τον τόπο τους είναι ακατανόητα και προκαλούν σύγχυση. Ο Άγγλος αρχαιολόγος Leake σημείωνε στα 1806: «Τα μνημεία απεικονίζουν την ιστορία ενός συγκεκριμένου τόπου, οι αρχαιότητες χωρίς ταυτότητα καταντούν άχρηστες… το κάθε ελληνικό έργο τέχνης έχει άμεση σχέση με την τοπική ιστορία και μυθολογία». Η δικαιολογία που προβλήθηκε από την Αγγλική Βουλή ήταν ότι τ’ απέσπασαν «νόμιμα», με φιρμάνι του Σουλτάνου. Την ώρα που διαμέλιζαν το μνημείο ακόμη και ο Τούρκος καϊμακάμης της Αθήνας δάκρυσε μαζί με τους Αθηναίους, εκτός βέβαια από κάποιους καιροσκόπους και αφελείς, που νόμιζαν ότι θα ωφεληθούν από το διαμελισμό-φυγάδευση των μνημείων. Από τότε, για πολλούς, η επιστροφή των γλυπτών στον τόπο τους θα σηματοδοτήσει τη στιγμή που ο Δυτικός κόσμος θα περάσει από το στάδιο της βαρβαρότητας στον πολιτισμό.

Η γλώσσα και το πλέγμα των σημείων που εμπεριέχεται στην έννοια της Μακεδονίας συνιστούν πρωτίστως ένα ιστορικό μνημείο του κόσμου. Γιατί, το όνομα και η γλώσσα δεν είναι απλά μέσα επικοινωνίας αλλά αποδίδουν και εκφράζουν μια ιστορική περίοδο και έναν πολιτισμό και ως τέτοια είναι η ύψιστη μνημειακή του έκφραση. 

Η "συμφωνία των Πρεσπών" συνιστά, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, μια πράξη ανάλογη της κλοπής των γλυπτών του Παρθενώνα, γιατί αποσυνδέει από τον ιστορικό της χώρο και χρόνο τη γλωσσική και ονοματολογική του έκφραση-απόδοση. Με το να μετονομάζει κανείς με το όνομα και τη γλώσσα των Μακεδόνων αλλότριες ιστορικές πολιτιστικές δομές και εμπειρίες, αποτελεί μια μορφή ιστορικής παραχάραξης, ιστοριοκαπηλείας και ονοματοκαπηλείας και παραπέμπει σε καταστάσεις πολιτισμικής βαρβαρότητας(2).
Η ελληνική κυβέρνηση που είχε ως πρώτιστο καθήκον να φυλάει αυτές τις κληρονομιές, πάνω στις οποίες θεμελιώνεται και η ύπαρξη του ελληνικού έθνους, δεν στάθηκε καν στο ύψος του Τούρκου διοικητή. Περισσότερο λειτούργησε σαν εκείνους τους αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι εμπορεύονταν τα μνημεία του ελληνισμού για να ενισχύσουν την οικονομική ή πολιτική τους θέση. Τα Διευθυντήρια της Δύσης, που στόχος τους είναι ν’ αποσπάσουν τη γειτονική χώρα από την πολιτισμική και πολιτική επιρροή της Ρωσίας(3), διέκριναν στη σημερινή κυβερνητική ομάδα την κερκόπορτα, έναν αδύναμο και καιροσκοπικό πατριωτισμό-ελληνισμό. Τη γνώριζαν από τότε που κινούνταν ανάμεσα στην τριτοδιεθνιστική θέση «ενιαία, ανεξάρτητη Μακεδονία» και την κεμαλική «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του».

Το "μακεδονικό" στοιχειώνει την Αριστερά


Είναι ορατό πλέον ότι ο ιμπεριαλισμός της Δύσης, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, χρησιμοποιεί ως υποκείμενα εκφυλισμού των εθνικών παραδόσεων και δομών κάποιους «Αριστερούς» που έχουν θητεύσει σ’ ένα δυτικοκεντρικό μαρξισμό, του οποίου η στόχευση ήταν πάντοτε η αποεθνικοποίηση, δηλαδή, η προπέτεια στις παραδοσιακές αξίες και στις αρχεγονικές δομές. Η Αριστερά, στην τριτοδιεθνιστική της εκδοχή, στήριζε συνήθως, στην ψυχροπολεμική περίοδο και ανεξάρτητα από τα κίνητρά της, τα εθνικά κινήματα. Σήμερα όμως οι περισσότερες εκδοχές της έχουν γίνει τα τάγματα εφόδου του δυτικού ιμπεριαλισμού και οι διώκτες των εθνικών αντανακλαστικών. 

Με τη ρητορική των "συνταγματικών τόξων" και του "εθνικιστικού κινδύνου" προσπαθούν να τιθασεύσουν-εκφυλίσουν αυτό που ήταν πάντοτε οι αντίπαλοι του ιμπεριαλισμού: τα εθνικά κινήματα, τα πατριωτικά μέτωπα.

Η σχέση της Αριστεράς με το "μακεδονικό" ήταν πάντοτε προβληματική, την στοίχειωνε. Η λανθάνουσα σχέση οφειλόταν στις εξαρτήσεις της από τη ρωσοκεντρική Γ’ Διεθνή (1920) της Μόσχας. Το ‘’μακεδονικό’’ ως ζήτημα εθνικής οντότητας το ανέδειξε η Ρωσία στα πλαίσια της θεμελιώδους σύγκρουσης μεταξύ καπιταλιστικού-δυτικού κόσμου και σοσιαλιστικού-ανατολικού(4). Οι τριτοδιεθνιστές, χρησιμοποιώντας Δυτικά εργαλεία, όπως την Αρχή των Εθνικοτήτων, κατασκεύαζαν έθνη για να μεταβάλλουν τις ισορροπίες δυνάμεων σε μια περιοχή που ήθελαν να ελέγξουν. Ήταν η εκ των έσω αποδυνάμωση των ιστορικών δικαιωμάτων του ελληνικού κράτους επειδή αυτό υπάκουε στα διευθυντήρια της Δύσης. Ήταν τότε που η απόσπαση του μακεδονικού ελληνισμού από τη "δικαιοδοσία" της Δύσης, συνυφαίνονταν με την ανάγκη του σοβιετικού συστήματος για έξοδο στο Αιγαίο και τότε που τα συμφέροντα της ‘’πρωτοπορίας του προλεταριάτου’’ είχαν μεγαλύτερη ισχύ από τα εθνικά δικαιώματα. 

Όταν αμέσως μετά τον πόλεμο οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές, που ήταν ακόμη υπό την επιρροή της Ρωσίας, διατύπωναν, στα πλαίσια των θέσεων της Γ΄ Διεθνούς, τη θεωρία της «Μακεδονίας του Αιγαίου», το ΚΚΕ συντάχθηκε στα πλαίσια της κομμουνιστικής αλληλεγγύης. Μετά το 1948, η Γιουγκοσλαβία αποδεσμεύτηκε από τον έλεγχο της Μόσχας - Κομιντέρν και ο Τίτο, για να αποβουλγαροποιήσει - σερβοποιήσει την εθνική ταυτότητα αυτών των πληθυσμών, τόνισε τη γεωγραφική διάσταση της εθνικής ταυτότητας, μετονομάζοντας την ιστορική Παιονία (σύγχρονη Vardaska) σε περιοχή της Μακεδονίας, γκριζάροντας έτσι και τη γεωγραφική ονοματολογία. Υποστήριζε δε ότι υπάρχει «μακεδονική εθνότητα» στα πλαίσια όμως της Γιουγκοσλαβίας, που ένα τμήμα της καταπιέζονταν από τους Έλληνες. Η ελληνική τριτοδιεθνιστική Αριστερά αντέδρασε στην γιουγκοσλαβοποίηση της Μακεδονίας, διατηρώντας όμως τη θέση της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας» (5η Ολομέλεια του ΚΚΕ, 1949), παρ’ όλες τις αντιδράσεις μελών που γνώριζαν ιστορία.

Η Γιουγκοσλαβία δημιούργησε ένα νέο πολιτισμικό υβρίδιο που ανταποκρινόταν στη γεωπολιτική της θέση, αυτήν ανάμεσα στη δυτική Ευρώπη και τη Ρωσία. Η έννοια της Μακεδονίας εμπεριείχε τη σημειολογία που μπορούσε να δώσει το διαφορετικό στίγμα και όχι η σλαβικότητα ή η Ορθοδοξία που ήταν κοινές με τους Βουλγάρους και εχθρικές στη Δύση. Αυτό το υβρίδιο της επίκτητης μακεδονικότητας χρησιμοποιεί σήμερα η Δύση για να εξουδετερώσει τις επιρροές που ασκεί η Ρωσία μέσω του σλαβισμού και της Ορθοδοξίας και να δορυφοροποιήσει το κρατίδιο στη δική της αυτοκρατορία. 

Αν σήμερα η τριτοδιεθνιστική Αριστερά (ΚΚΕ) αντιμετωπίζει το ‘’μακεδονικό’’ στα πλαίσια μιας αντίστασης στους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς της Δύσης (ΝΑΤΟ, ΕΕ) αλλά όχι ακόμη εθνικών δικαιωμάτων, η νατοϊκή Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) δέχεται το ξαναγράψιμο της ιστορίας της Μακεδονίας με σλαβικό ειρμό, επειδή την πολιτική της ιδεολογία τη διαπερνάει ένας αχαλίνωτος καιροσκοπισμός.

Αλλά, όπως η Αριστερά ιεραρχούσε το εθνικό ζήτημα ως δευτερεύον σε σχέση με το ταξικό, σύμφωνα με τη μαρξιστική εμμονή ότι το εθνικό θα λυθεί όταν πάρει την εξουσία το προλεταριάτο της Δύσης, η Δεξιά ιεραρχούσε το εθνικό ζήτημα σύμφωνα με τον επαρχιώτικο εκδυτικισμό που διατύπωσε από το 1842 ο τραπεζίτης Μάρκος Ρενιέρης με τη φράση «Η Ελλάς είναι Δύση… γιατί έτσι μας συμφέρει να είμαστε», που ενέπνευσε και την ψυχροπολεμική εθνική στρατηγική του «Ανήκομεν εις την Δύσιν».

Η διαχειριστική απερισκεψία από τη συνθήκη Καφλώφ–Πολίτη (1924), με βάση την οποία η Ελλάδα αποδεχόταν ότι οι σλαβόφωνοι της Μα­κεδονίας συνιστούσαν βουλγαρική μειονότητα, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι οι περισσότεροι είχαν επιλέξει οικειοθελώς την ελληνική εθνική ταυτότητα και είχαν συμμετάσχει στο μακεδονικό Αγώνα, έως την εθνική γραμμή της «σύνθετης ονομασίας», οφειλόταν στις εξαρτήσεις των κυβερνήσεων της Δεξιάς από τα δυτικοευρωπαϊκά διευθυντήρια. Η διαφορά με το μακεδονισμό της νατοϊκής Αριστεράς ήταν σ’ ένα… δάκρυ.

Ο νόθος "αυτοπροσδιορισμός"


Αν ο αυτοπροσδιορισμός είναι «αναφαίρετο ανθρώπινο και μειονοτικό δικαίωμα», τότε προς τι η συμμετοχή της Ελλάδας σε μια διαδικασία για τον καθορισμό του ονόματος-ταυτότητας των γειτόνων; Και προς τί η συμφωνία των Πρεσπών; Πώς μπορεί να θεωρείται αυτοπροσδιορισμός μια «συμφωνία» που δεν έχει τη συγκατάθεση των ίδιων των λαών; Γιατί δεν συμμετείχαν και τ’ άλλα κοινοβούλια της Βαλκανικής που έχουν σχέση με τον ονοματολογικό και εθνολογικό προσδιορισμό των γειτόνων; Προφανώς η ελληνική κυβέρνηση καλέστηκε για να συναποφασίσει με βάσει την παγκόσμια αναγνώριση ότι η Ελλάδα είναι ο ιστορικός κληρονόμος-δικαιούχος των συμφραζόμενων της έννοιας «Μακεδονία», αλλά και γιατί βρέθηκε η κατάλληλη κυβερνητική ομάδα για να ικανοποιήσει τα Διευθυντήρια της Δύσης. Υπό το πρίσμα των ιμπεριαλιστικών πιέσεων θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να αποποιηθεί τη συμμετοχή της σε μια δοτή διαδικασία "αυτοπροσδιορισμού", υποδεικνύοντας μια πιο δημοκρατική εσωτερικά διαδικασία (δημοψήφισμα) και πιο επιστημονική (ιστορικών, εθνολόγων, βαλκανιολόγων κλπ) εξωτερικά, όπως, πχ, μια διεθνή διάσκεψη στα πλαίσια της UNESCO-ΟΗΕ. Ταυτόχρονα μπορούσε να υποστηρίξει στα διεθνή φόρα ένα "όνομα" πιο συνθετικό για τη βαλκανική πραγματικότητα και πιο ορθολογικό ως προς τη γεωγραφία, την πολιτική και τον πολιτισμό, για τη γείτονα, όπως αυτήν που επεξεργάστηκε ο Μ. Χαραλαμπίδης(5) και υιοθετείται σήμερα από πολλούς διανοούμενους, πολιτικούς και κληρικούς: Δημοκρατία της Κεντρικής Βαλκανικής. Παράλληλα θα μπορούσε να προωθήσει σε διμερές επίπεδο, μια αντιμπεριαλιστική στρατηγική με ιστορικές αναφορές (πχ στο Ρήγα), στοχεύοντας στην πολιτισμική και πολιτική ενοποίηση του ελληνικού και του γειτονικού κράτους(6).

Υπάρχει μια αλήθεια που καθορίζει τη μακεδονικότητα. Ότι αυτή συνιστά ιστορικά μια ενιαία πολιτικά και πολιτισμικά κίνηση με τον ελληνισμό. Η μόνη στιγμή διάκρισης μπορεί να θεωρηθεί η προ-Χαιρώνεια περίοδος (338πΧ), αλλά και τότε αποτελούσε τμήμα του ελληνόφωνου κόσμου των αυτόνομων πόλεων-κρατών. Αν οι γείτονες είναι γηγενείς Μακεδόνες που εκσλαβίστηκαν(7) ή είναι Σλάβοι που θέλουν να συνδεθούν με την «υψηλή παράδοση», τότε θα πρέπει να υιοθετήσουν την μακεδονοποίησή τους, που μπορεί πρωτίστως να διακριθεί γλωσσικά. Δεν μπορεί να βαυκαλίζεσαι ότι είσαι απόγονος των Μακεδόνων, του Μεγαλέξανδρου, του Αριστοτέλη και να μην ανα-γνωρίζεις τη γλώσσα τους. Και επειδή η διαδικασία μακεδονοποίησης δεν είναι παρά μια διαδικασία ελληνοποίησης, επόμενα και το πολιτικό ζήτημα μπορεί να λυθεί μόνο σε συνάρτηση με το ελληνικό κράτος, είτε με μια λογική ένωσης, όπως παλιότερα τα Ιόνια, η Κρήτη ή τα Δωδεκάνησα, είτε με μια λογική ομοσπονδοποίησης, όπου θα διατηρηθούν τα επιμέρους τοπικά εθνικά χαρακτηριστικά της σλαβικότητας ή της αλβανικότητας (βλ. πολιτικό σχέδιο του Ρήγα), είτε με μια λογική κυπροποίησης, δηλαδή, ανεξάρτητου κράτους εντός του πολιτισμικού πλαισίου του ελληνισμού.

Ένα παράδειγμα ελληνοποίησης είναι η εμπειρία των βλάχικων βαλκανικών κοινοτήτων (Αρωμούνων), πριν βέβαια η εμπειρία τους εκφυλιστεί από τις εθνικιστικές μισαλλοδοξίες που ανέδειξαν οι παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων μετά τον κριμαϊκό πόλεμο (1854). Στις αρχές του 18ου αιώνα οι Βλάχοι θα διακρίνουν στην ελληνική γλώσσα και όχι στη μητρική τους το όχημα της εθνικοποίησης-εκσυγχρονισμού τους. Στο κατ’ εξοχήν αστικό τους κέντρο, τη Μοσχόπολη (σημ. Αλβανία), δημιουργήθηκε, το 1716, με δαπάνη απόδημων Μοσχοπολιτών, το «Ελληνικόν Φροντιστήριον», που το 1745 μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία». Το πρώτο κοσμικό Σχολείο στα Βαλκάνια αποδεικνύει ότι η τότε εγγράμματη τάξη, ως συνέπεια των οικονομικών μετασχηματισμών (αστικοποίηση, βιοτεχνία, εμπόριο μεγάλων αποστάσεων) και πριν την εμφάνιση του νεοκλασικισμού και φιλελληνισμού, έδωσε μια πληρέστερη δυναμική ελληνοπρέπειας απ’ ό,τι οι Δυτικοί, αφού ενσωμάτωνε και το βασικότερο εργαλείο συνάρθρωσης με την ελληνική αρχαιότητα- Βυζάντιο: την ελληνική γλώσσα. Κατά κάποιον τρόπο το «Φροντιστήριο-Ακαδημία» της Μοσχόπολης θα μπορούσε ν’ αποτελέσει πρότυπο μακεδονοποίησης της εθνικής ταυτότητας των αλβανόφωνων και σλαβόφωνων της Γείτονος και εφόσον θα ήθελαν να είναι συνδιαχειριστές της «υψηλής παράδοσης», όπως αυτή σηματοδοτείται από τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, το Βυζάντιο και την Επανάσταση του 1821.

Η «Μακεδονία» στα πλαίσια των αναθεωρήσεων του καπιταλιμπεριαλισμού


Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή, της παγκόσμιας κυριαρχίας του Δυτικού καπιταλιμπεριαλισμού, έγινε μια μεγάλη μεταβολή στην ουσία των οικονομιών της αγοράς: μετατοπίστηκε και μεταποιήθηκε το νόημα της διαδικασίας της υλικής παραγωγής, τόσο γεωγραφικά (ανατολικά προς την Κίνα και τις Ινδίες) όσο και σε σχέση με τον κώδικα της παραγωγής, τα σημεία. Ως προς το δεύτερο, ο έλεγχος των παραγωγικών μηχανισμών μετατοπίζεται στην κατανάλωση, στη διαμόρφωση του πολιτισμικού μοντέλου. Από το χρήμα και το εργοστάσιο ο ιμπεριαλισμός μεταβαίνει στο νόημα, στη διαμόρφωση καταψυγμένων εθνικών ιδεολογιών, με υπόστρωμα εθνοποιητικά στοιχεία ορισμένων κυρίαρχων εθνών του Δυτικού κόσμου, που συνήθως περιλαμβάνουν την εκμάθηση μιας γλώσσας της Δυτικής Ευρώπης, καταναλωτικά πρότυπα και πολιτιστικούς θεσμούς (ολιγοεθνισμός). Δηλαδή, οι ταυτότητες εξαρτώνται από τις ιμπεριαλιστικές σχέσεις. 

Ο ολιγοεθνισμός είναι η μορφή διεμβόλισης και επανελέγχου του κόσμου από τα ισχυρά έθνη-κράτη της Δύσης, ενώ ο πολυεθνισμός θεωρείται, μετά και την εμπειρία των μεταπολεμικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, επικίνδυνη επιλογή.

Η «σύγκρουση των πολιτισμών»(8), δηλώνει ευθαρσώς ότι η έγνοια της Δύσης, μετατοπίστηκε στο τελείωμα της ιστορίας και των πολιτισμών. Τα έθνη και οι πολιτισμοί θεωρούνται καθυστερημένες οντότητες, που δεν διευκολύνουν την ανάπτυξη των πολιτικών δικαιωμάτων και την πλήρη αξιοποίηση των ικανοτήτων τους, γιατί παγιδευμένοι στις παραδόσεις τους δεν μπορούν να παρακολουθήσουν το δρομολόγιο της Δύσης. Οι γλώσσες και οι θρησκείες, ως θεμελιώδεις μηχανισμοί σφυρηλάτησης αντιμπεριαλιστικού πνεύματος, είναι στο στόχαστρο. Η Γαλλία έχει εξαπολύσει ένα γλωσσικό ιμπεριαλισμό στις υποσαχάριες χώρες, μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Γαλλομάθειας. Η Αγγλία ανασυσταίνει τους παλαιούς αποικιοκρατικούς θεσμούς της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η Γερμανία ανασυγκροτεί το επόμενο της Ράιχ, με φιλοδοξίες στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο. Ακόμη και η Τουρκία, φιλοδοξώντας να μπει στο παιχνίδι του ολιγοεθνισμού, σχεδιάζει μια αυτοκρατορική Τουρκία. 

Στα Βαλκάνια, μια ισχυρή γλωσσική και πολιτισμική παράδοση (εναλλακτική ως προς την ουσία του δυτικού πολιτισμού), ο ελληνισμός, αποελληνοποιείται και ακρωτηριάζεται συνεχώς. Όσο πιο αδύναμοι είναι πολιτιστικά οι κοινωνικοί σχηματισμοί τόσο ευκολότερα ενσωματώνονται στους φιλόδοξους ιμπεριαλισμούς. Από την άλλη πολλοί Αριστεροί αδυνατούν να παρακολουθήσουν τα γεωπολιτισμικά παιχνίδια γιατί έμαθαν να οργανώνουν τη σκέψη τους μόνο γύρω από τους «μισθούς των εργαζομένων».

Η παραγωγή καθορίζεται πλέον από το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο στις χαμηλές βαθμίδες παράγει απλώς καταναλωτές που μαθαίνουν τις νέες χρήσεις των προϊόντων, ενός εδάφους, ενός κλάδου κλπ, ενώ στις ανώτερες βαθμίδες διαμορφώνει τους επεξεργαστές των αξιών χρήσης. Αυτοί, αποεδαφοποιούν και αποϊστορικοποιούν τα σημεία-μύθους, αλέθοντάς τα όλα στο μύλο της κατανάλωσής τους και τελικά εκφυλίζοντάς τα, όπως, εκφυλίζουν, πχ, τον Άγιο Βασίλειο μ’ ένα άλλο σημείο: το Santa Claus. Ολόκληρη η πραγματικότητα του Αϊ Βασίλη, ιστορική και μυθική, γίνεται τόπος μιας σημειολογικής χειραγώγησης και μιας ολιστικής προσομοίωσης του Santa Claus από τη Φιλανδία. Έτσι, τα παιδιά στην Ελλάδα δεν αντιλαμβάνονται τον Αϊ Βασίλη με το ιστορικό του υπόστρωμα, του επισκόπου Καππαδοκίας της Μικρασίας, αλλά τον προσομοιωτικό της Coca Cola. Και σ’ αυτό συμβάλλει τόσο ο αμερικάνικος κινηματογράφος, που έχει αναλάβει να κάνει το μονοπωλιακό μύθο της Coca Cola μια παγκόσμια θεότητα, δηλαδή, ένα σύστημα συμπεριφορών που ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες της καταναλωτικής επέκτασης, όσο και η εννοιολογική διαστρέβλωση, η οποία επιμένει να μεταφράζει την έννοια-κουλτούρα του Santa Claus μ’ αυτήν του Αϊ Βασίλη.
Ανάλογο φαινόμενο εκφυλιστικής προσομοίωσης είναι ο σκοπιανικός μακεδονισμός. Έτσι, αν ο Αϊ Βασίλης επαναδημιουργείται ερχόμενος από τη Φινλανδία, ο Αριστοτέλης, ο Μεγαλέξανδρος και οι Μακεδόνες αποκτούν ένα νέο ιστορικό υπόστρωμα, προερχόμενοι τώρα από τους Σλάβους, κάτι σαν εκείνα τα κεμαλικά κόμπλεξ χαμηλής κουλτούρας, που έλεγαν ότι οι αρχαίοι Έλληνες προέρχονται από τους Τούρκους, ότι ο Όμηρος λεγόταν Ομέρ κλπ. Αυτή βέβαια η προσομοίωση μπορεί να ικανοποιεί και τον κρυφό καημό κάποιων αθηναϊστών(9) για τον «αποκαθαρισμό του ελληνισμού» από προσμίξεις που τον αλλοιώνουν, όπως από τον ενδιάμεσο χρόνο και χώρο ανάμεσα στη Χαιρώνεια (338 πΧ) και το νέο ελληνικό κράτος με κέντρο την Αθήνα (1833)(10).

Η «Μακεδονία» λειτουργεί ως ετικέτα που προσδίδει ένα πολιτικό κύρος και δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης σ’ αυτόν που τη διαχειρίζεται, έστω και ψευδεπίγραφα, νομικίστικα. Και η Συμφωνία των Πρεσπών μεταφέρει το κέντρο βάρος της εθνικής ταυτότητας των γειτόνων από μια άβολη σλαβικότητα σε μια καιροσκοπική, ψευδεπίγραφη, αλλά "πιασάρικη" διεθνώς μακεδονικότητα. Αποσταθεροποιεί την ιστορική και πολιτική ενότητα-συνέχεια του ελληνισμού και των νομικών και πνευματικών δικαιωμάτων του ελληνικού κράτους στην υψηλή κληρονομιά του κόσμου. Και τελικά, γκριζάρει την περιοχή εθνολογικά καθιστώντας την ικανή να τροφοδοτεί έναν αυθάδη-ασυνάρτητο μικροϊμπεριαλισμό, από τη μια και τις απερισκεψίες-καιροσκοπισμό του ελληνικού πολιτικού συστήματος, από την άλλη.

…στο πνεύμα της Αντιγόνης


Οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες είχαν πάντοτε έναν αντίπαλο: το αντιγόνειο πνεύμα, το πάθος των λαών για την κοινωνική συγκρότηση τους με βάση την ιστορική τους μνήμη. το "γαμώτο" των ανθρώπων, την αξιοπρέπειά τους. 
Η Αντιγόνη, η θεά αυτή του πολιτισμού, υπενθύμισε σε όλους τους λαούς ότι όσο θα τιμούν τους νεκρούς τους τόσο η βαρβαρότητα θα είναι ακόμη μια αναποτελεσματική πολιορκητική δύναμη. Υπενθύμισε ότι ο πολιτισμός παράγεται πρώτα απ’ όλα στα μνημόσυνα υπέρ των νεκρών.
Ανάμεσα στη Βεργίνα, την Πέλλα και το Δίον, τα κέντρα του μακεδονικού πολιτισμού, θα βρει κανείς τα σύμβολα, τις παρακαταθήκες, τους συνδετικούς κρίκους με τους αρχαίους Μακεδόνες: τους μακεδονικούς τάφους. Τάφοι, παντού τάφοι, που αναμένουν και αυτοί πλέον την επιστροφή της «ψυχής» τους, όπως οι κόρες του Ερεχθείου αναμένουν την «αδελφή» τους από την Αγγλία, η Μήλος την «Αφροδίτη» της από τη Γαλλία, η Βέροια την «κόρη» της από τη Γερμανία… τα συλλαλητήρια όμως έδειξαν ότι οι Έλληνες δεν πιστεύουν άλλο στα δάκρυα…

Σημειώσεις


1. Ντανιλέφσκι, Νικολάι, Γιακόβλεβιτς, (1822-1885). Το έργο του Η Ρωσία και η Ευρώπη είναι μια θεωρία της παγκόσμιας ιστορίας. Επηρέασε το Ντοστογιέφσκι και τον κύκλο της «Γενέθλιας Γης».
2. Στο άρθρο 7 της Συμφωνίας σημειώνεται το ανιστόρητο ότι «η Μακεδονική γλώσσα ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών».
3. Αρχιτέκτονας της στρατηγικής της απόσπασης της δυτικής Βαλκανικής από την πολιτισμική εξάρτηση της Ρωσίας είναι η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ. Βλ. σχ. Βασιλειάδου, Μαρία, «Πως γεννήθηκε η Βόρεια Μακεδονία», εφ. Τα Νέα, 3-2-2019.
4. Η ιδέα της «μακεδονικής γλώσσας» ανήκει στον Kriste Miriskov από τον α’ππ και απέβλεπε να στοιχειοθετήσει μια «μακεδονική εθνική ταυτότητα».
5. Χαραλαμπίδης, Μιχάλης, Μακεδονικότητα, Ελληνικότητα, Οικουμενικότητα, Κεντρική Βαλκανική Δημοκρατία, Στράβων, 2018
6. Ο ισχυρισμός ότι και άλλες περιοχές διεκδικούν κοινό όνομα και εθνολογικά στοιχεία, όπως Μολδαβία - Ρουμανία, Ιρλανδία - Βόρεια Ιρλανδία, Ιρανικό Αζερμπαϊτζάν - ανεξάρτητο Αζερμπαϊτζάν κλπ, παραβλέπει ότι αυτές έχουν κοινή γλωσσική βάση.
7. Το «Ίδρυμα Εθνικής Ιστορίας» της ΠΓΔΜ εξέδωσε βιβλίο με τίτλο «Ιστορία του Μακεδονικού Λαού», το οποίο ισχυρίζεται ότι πρόκειται για απόγονους των αρχαίων Μακεδόνων, οι οποίοι κατακτήθηκαν από τους Σλάβους και εκσλαβίστηκαν.
8. H γνωστή Δυτική επιθετική θεωρία-στρατηγική που διατύπωσε ο Σάμιουελ Χάντιγκτον στο Η σύγκρουση των πολιτισμών και η αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης, Terzo Books, 1996.
9. Βλ. σχ. Δημήτρης Μάρτος, Αθηναϊσμός, Γόρδιος, 2015, σ. 17
10. Είναι χαρακτηριστική η άποψη του Αλ. Πολίτη στο Ρομαντικά χρόνια, 1998, σ. 76. «Το νήμα της ιστορίας ξαναπιανόταν στα 338πΧ, η Ελλάδα γινόταν πάλι ελεύθερη… η Κπολη υποβαθμιζόταν. Η νέα Ελλάδα θέλει να είναι η συνέχεια της αρχαίας όχι της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας».

Ο Δημήτρης Μάρτος σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία και Πολεοδομικό Σχεδιασμό στη Ρώμη. Ζει και εργάζεται στη Βέροια ως Αρχιτέκτων Μηχανικός. Η συγγραφική του δραστηριότητα περιστράφηκε κυρίως γύρω από το φαινόμενο του γιγαντισμού της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους και των επιπτώσεών του στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική συγκρότηση και εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Με τη μελέτη του, πάνω στο φαινόμενο των μηχανισμών ανάδειξης, επιλογής και επιβολής της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους και ως νέου πολιτικού, γεωγραφικού και ιδεολογικού κέντρου του ελληνισμού, ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίού Θεσσαλονίκης.

Βιβλία του Δημήτρη Μάρτου

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΜΟΡΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: