Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Πόσο πάει μια αξιολόγηση;

Μιχάλης Γιαννεσκής, Επίτιμος καθηγητής του University College London και ομότιμος καθηγητής του King’s College London
Οι αξιολογήσεις των πανεπιστημίων διαχρονικά έχουν αποτελέσει ένα επίμαχο θέμα. Οι ευάλωτες και πολύπλοκες διαδικασίες διεξαγωγής τους, το σημαντικό οικονομικό, ακαδημαϊκό και κοινωνικό τους κόστος και οι μάλλον αδιαφανείς σκοποί που εξυπηρετούν, θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία τους και το ρόλο τους ως προπύργιο αξιοκρατίας.
Το θέμα της αξιολόγησης των ΑΕΙ είναι πολύπλευρο και εκτενές. Τα σχόλια που ακολουθούν αφορούν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, την αξιολόγηση του ερευνητικού έργου των ΑΕΙ.
Πώς αξιολογείται ένα πανεπιστήμιο ή τα τμήματά του; Πριν μερικές δεκαετίες φοιτητές και φοιτήτριες, όπως και καθηγητές και καθηγήτριες, διάλεγαν τα πανεπιστήμια στα οποία θα φοιτούσαν ή θα εργάζονταν βασιζόμενοι στη φήμη αριστείας που αυτά είχαν αποκτήσει διαχρονικά.
Τότε δεν είχε στη διάθεσή του κανείς κριτήρια πιο αντικειμενικά ή μετρήσιμα πέρα από την αρχαιότητα του ιδρύματος και την προβολή του μέσα από το έργο διαπρεπών στοχαστών και επιστημόνων του. Σήμερα, μετά από πάμπολλες πανεπιστημιακές μεταρρυθμίσεις, αυτή η έλλειψη «αντικειμενικότητας» και ποσοτικοποίησης έφτασε να αντιμετωπίζεται διεθνώς με μία πληθώρα αξιολογήσεων και πινάκων κατατάξεως των πανεπιστημίων.
Πολλά κράτη έχουν διαμορφώσει μεθόδους αξιολόγησης που διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους. Το πιο κοινό στοιχείο τους είναι η αξιολόγηση της έρευνας, μάλλον διότι αποτελεί την πιο μετρήσιμη ένδειξη του έργου ενός πανεπιστημίου. Ίσως η πιο μεθοδική αξιολόγηση πανεπιστημιακής έρευνας -επιφανειακά τουλάχιστον- είναι αυτή που εφαρμόζεται, με συνεχείς παραλλαγές, στη Βρετανία από το 1986.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αξιολόγηση των πανεπιστημίων θεσπίστηκε το 2005 μετά από πιέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο υπεύθυνος φορέας είναι η Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας (ΑΔΙΠ) που μέχρι τώρα έχει αξιολογήσει όλα τα τμήματα ΑΕΙ (εκτός εκείνων που επηρεάστηκαν από το σχέδιο ΑΘΗΝΑ).
Σε τι βασίζεται μία αξιολόγηση; Ένας πρώην πρόεδρος βρετανικής επιτροπής αξιολόγησης, όταν του ετέθη ανεπίσημα αυτή η ερώτηση, απάντησε λακωνικά «σε ενημερωμένη προκατάληψη». Συμμερίζομαι τη γνώμη του και, έχοντας εμπειρία από αξιολογήσεις πανεπιστημιακών τμημάτων στη Βρετανία και σε άλλα κράτη, από την Ελλάδα μέχρι την Αυστραλία, διατηρώ αμφιβολίες για το πόσο αποτελεσματικές μπορεί να είναι οι διαδικασίες αξιολόγησης.
Πάνω από όλα, μπορεί μια αξιολόγηση να προσφέρει, όποια διαδικασία και αν ακολουθεί, κάτι που δεν θα μπορούσαν να δώσουν ήδη διαθέσιμα στοιχεία; Ακόμη και η πολυσύνθετη βρετανική μεθοδολογία χρησιμοποιεί ως βασικά στοιχεία το μέγεθος των κονδυλίων που διατίθενται στο πανεπιστήμιο από κρατικά συμβούλια έρευνας και επιχειρήσεις και τις δημοσιεύσεις του ακαδημαϊκού προσωπικού.
Αρκούν μερικές ώρες στο ίντερνετ για να συλλέξει κανείς από βάσεις δεδομένων στοιχεία για τα κονδύλια από φορείς χρηματοδότησης και για τις δημοσιεύσεις από πηγές όπως το Leiden Ranking. Χρησιμοποιώντας τέτοιες πηγές, μπορεί να καταρτιστεί σε μικρό χρονικό διάστημα μια ιεράρχηση των πρώτων 10 βρετανικών πανεπιστημίων που έχει λίγες διαφορές από αυτήν της εφαρμοζόμενης μακροσκελούς διαδικασίας αξιολόγησης. Με αυτόν τον τρόπο, σε μερικές εβδομάδες θα μπορούσαν να αξιολογηθούν τα 154 βρετανικά πανεπιστήμια και όλα τα τμήματά τους, και, τηρουμένων των αναλογιών, τα 36 ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ, με σχετικά μηδαμινό κόστος.
Πόσο κοστίζει όμως μια αξιολόγηση; Ακριβή στοιχεία δεν υπάρχουν, αλλά έχει εκτιμηθεί από διαφόρους καθηγητές ότι η αξιολόγηση του 2014 στη Βρετανία στοίχισε, για τα 154 ιδρύματα συνολικά, από 150 μέχρι και 1500 εκατομμύρια ευρώ. Εάν συμπεριληφθούν όλα τα έξοδα (εργασία γραμματέων, ακαδημαϊκού προσωπικού, αξιολογητών κ.τ.λ.), η κοστολόγηση των 150 εκατομμυρίων φαίνεται μάλλον αισιόδοξη.
Κατά μέσο όρο, προκύπτει ότι το κόστος της αξιολόγησης βάσει της οποίας θα γίνει ο καταμερισμός των κρατικών κονδυλίων έρευνας στα βρετανικά πανεπιστήμια κυμαίνεται από 5-9% του συνολικού ποσού θα διανεμηθεί βάσει της αξιολόγησης. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Research Fortnight, τα ποσά που αναμένεται να λάβουν για την υποστήριξη του ερευνητικού τους έργου όλα τα βρετανικά πανεπιστήμια που έλαβαν τις τελευταίες 73 και 90 θέσεις στην αξιολόγηση, είναι ίσα με το 5 και 9%, αντίστοιχα, του συνόλου των κονδυλίων που θα διανεμηθούν.
Συνεπώς μια τέτοια διαδικασία αξιολόγησης κοστίζει στο βρετανικό κράτος περίπου όσο και η χρηματοδότηση της έρευνας 47-58% των ιδρυμάτων. Κοστολογικά τουλάχιστον, μοντέλα αξιολόγησης σαν το βρετανικό μάλλον αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγή.
Συνεπώς, ποιος είναι ο λόγος μιας δαπανηρής αξιολόγησης όταν το αποτέλεσμά της είναι, σε μεγάλο βαθμό, προβλέψιμο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω; Μήπως απλώς θεσμοθετεί την κατανομή του μεγαλύτερου μέρους των κονδυλίων στα εξέχοντα πανεπιστήμια;
Οπωσδήποτε συνεισφέρει στην ταξινόμηση της πανεπιστημιακής «αγοράς» που έχει δημιουργηθεί σε διεθνές επίπεδο. Όμως στον βωμό της ιεράρχησης των εξεχόντων πανεπιστημίων, διότι κυρίως αυτά επηρεάζονται από την αξιολόγηση, θυσιάζονται κονδύλια που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν πολλά άλλα πανεπιστήμια, όπως έχει ήδη αναφερθεί.
Επίσης οι αξιολογήσεις καλλιεργούν την ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Διότι δεν αποβλέπουν απλώς στον καθορισμό της στάθμης ενός πανεπιστημίου, αλλά σε μεγάλο βαθμό στην εξασφάλιση μεγαλύτερης χρηματοδότησής του, μέσω της προσέλκυσης κονδυλίων για ερευνητικά προγράμματα, φοιτητών από όλο τον κόσμο, και επενδύσεων από εταιρείες και επιχειρήσεις, που αναμένεται να παρακινήσει η καλή ιεράρχηση ενός ακαδημαϊκού ιδρύματος στους πίνακες κατάταξης. Ο σιωπηρός νεοφιλελεύθερος στόχος της αξιολόγησης είναι η υφέρπουσα διείσδυση του ιδιωτικού τομέα σε αντικατάσταση του δημοσίου.
Μια φαινομενικά εύλογη ερώτηση είναι τι αντίκτυπο μπορεί να έχουν τα προαναφερθέντα στη ελληνική πραγματικότητα, όταν το κράτος διανέμει απειροελάχιστα ποσά για έρευνα σε σχέση με αυτά της Βρετανίας; Μήπως οι προσπάθειες για την αναδιοργάνωση των ελληνικών ΑΕΙ τα τελευταία χρόνια, όπως ο νόμος 4009/2011, αποτελούσαν την κορυφή του παγόβουνου που αναμένετο να αναδυθεί σε βάθος χρόνου; Η ΑΔΙΠ τονίζει ότι δεν αποτελεί ελεγκτικό ή παρεμβατικό μηχανισμό στη λειτουργία ή στην αποστολή της Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Πώς αξιοποιήθηκαν λοιπόν οι αξιολογήσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα; Παρά τις διατυπωμένες αρμοδιότητες της ΑΔΙΠ, δεν προσφέρει κάθε είδους αξιολόγηση στις διοικήσεις των πανεπιστημίων ή στην πολιτική ηγεσία εργαλεία με τα οποία μπορούν να δικαιολογήσουν ακαδημαϊκές ή πολιτικές επιλογές ή παρεμβάσεις, οι οποίες έχουν όχι μόνον οικονομικό, αλλά ακαδημαϊκό και κοινωνικό κόστος;
Το θέμα του ακαδημαϊκού κόστους της αξιολόγησης είναι πολύπλευρο. Πώς αντιμετωπίζει μια αξιολόγηση τις ανθρωπιστικές επιστήμες οι οποίες σε οποιαδήποτε «μέτρηση» έχουν χάσει εξ ορισμού; Γιατί είναι γεγονός ότι η εστίαση πανεπιστημίων και κρατικών φορέων στην προσέλκυση ερευνητικών κονδυλίων περιθωριοποιεί πολλά τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών, εφόσον το θεωρητικό έργο τους δεν δύναται να προσελκύσει μεγάλα κονδύλια.
Αλλά ακόμη και στις θετικές επιστήμες, πώς υποστηρίζει μια αξιολόγηση σημαντικές έρευνες που φέρνουν αποτελέσματα σε βάθος χρόνου πολύ μεγαλύτερου της περιόδου αξιολόγησης, σαν αυτή του Peter Higgs που το 1964 απέδειξε θεωρητικά την ύπαρξη του σωματιδίου για το οποίο έλαβε το βραβείο Νόμπελ 49 χρόνια αργότερα; Δεν καθυποτάσσει το μέλλον και την αναζήτηση νέων ιδεών, ένα βασικό ρόλο του πανεπιστημίου, χρησιμοποιώντας την αξιολογηθείσα «απόδοση» του παρελθόντος;
Δεν συντηρεί μια «παραοικονομία» αξιολογήσεων, της οποίας το κόστος, όπως προαναφέρθηκε, θα μπορούσε να στηρίξει την έρευνα αρκετών πανεπιστημίων; Στο ελληνικό πλαίσιο, τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής των 1580 εμπειρογνώμων του εξωτερικού που συνετέλεσαν στο έργο της ΑΔΙΠ, είναι συγκρίσιμα με το κόστος ισαρίθμων συμμετοχών Ελλήνων επιστημόνων σε διεθνή συνέδρια.
Αλλά και το κοινωνικό κόστος κάθε αξιολόγησης ή διαδικασίας επιλογής πανεπιστημίων είναι σημαντικό. Ο νόμος 4009/2011 και το σχέδιο ΑΘΗΝΑ του 2013 για την αναδιάρθρωση των πανεπιστημίων και ΤΕΙ προκάλεσαν όχι μόνο ακαδημαϊκή, αλλά και κοινωνική αναστάτωση. Μπορεί ο επίσημος στόχος τους να ήταν ο ορθολογισμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όμως οι παλινδρομήσεις κατά την εφαρμογή τους υποδεικνύουν υπαναχωρήσεις λόγω πιέσεων από ομάδες συμφερόντων. Η διαδικασία επιλογής των ιδρυμάτων δεν ήταν προφανής. Επιπλέον, η κατάργηση ακαδημαϊκών μονάδων μερικά χρόνια μετά από τη δημιουργία τους δείχνει έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας για τις κοινότητες και τις οικογένειες που επηρεάζονται.
Παρά όλες τις επιφυλάξεις που έχουν εκφραστεί παραπάνω, δεν αμφιβάλλω ότι μια αξιολόγηση μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση του έργου ενός πανεπιστημίου. Αλλά ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Τα κίνητρα της αξιολόγησης είναι σπανίως αυτά που προβάλλονται διεθνώς. Τα σιωπηρά κίνητρα είναι οικονομικά και πολιτικά, ενώ οι διαδικασίες αξιολόγησης είναι άσκοπα σπάταλες και πολύπλοκες. Τροφοδοτούν μια βιομηχανία αξιολόγησης και καταναλώνουν χρόνο που θα μπορούσε να επενδυθεί σε καθαρά ακαδημαϊκό έργο.
Βέβαια, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα βρίθει προβλημάτων. Εύλογα ερωτήματα έχουν διατυπωθεί δημοσίως σχετικά με τον νεποτισμό που διέπει μερικά πανεπιστημιακά τμήματα και τις διαδικασίες διορισμού ορισμένων πανεπιστημιακών στελεχών, συμβουλίων κοκ. Η ίδρυση και ο καταμερισμός μερικών μονάδων πανεπιστημίων και ΤΕΙ στο παρελθόν έγινε με μάλλον νεφελώδη κριτήρια, κυρίως για να εξυπηρετηθούν τοπικά συμφέροντα.
Αλλά ποιες ήταν οι «λύσεις» που προτάθηκαν; Η συγχώνευση/κατάργηση τμημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του σχεδίου ΑΘΗΝΑ μάλλον δημιούργησε νέα, αντί να λύσει παλιά, προβλήματα. Οι σιωπηρές διαβεβαιώσεις των αρμόδιων αρχών στο παρελθόν ότι η αξιολόγηση και ο «ορθολογισμός» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αποτελούν προοίμιο για μια μελλοντική επιλεκτική χρηματοδότηση ορισμένων τμημάτων και ιδρυμάτων στερούνται αξιοπιστίας και δεν συμβάλλουν στη διασφάλιση της εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινωνίας προς το σύστημά της ανώτατης εκπαίδευσης.
Οι εξελίξεις στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης που προαναφέρθηκαν οδηγούν σε τρεις βασικές διαπιστώσεις σχετικά με τις αξιολογήσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα. Πρώτον, ο τρόπος με τον οποίο έχουν εφαρμοστεί, δεν προσφέρει τίποτε άλλο παρά μάλλον αμφιβόλου αξίας κατατάξεις των πανεπιστημιακών τμημάτων. Δεύτερον, τα μη διατυπωμένα κίνητρά τους είναι οικονομικά και πολιτικά. Τρίτον, η βελτίωση της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης δεν θα επιτευχθεί χωρίς ειλικρινά διατυπωμένους στόχους και αδιάβλητες διαδικασίες οι οποίες χαίρουν κοινωνικής εμπιστοσύνης.
Συνεπώς η ακαδημαϊκή κοινότητα, η κοινωνία και η πολιτική ηγεσία πρέπει από κοινού να θέσουν τις αρχές για μια αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απελευθερωμένης από οικονομικά και αλλότρια συμφέροντα. Αλλά ως ένα «εργαστήριο ιδεών» το πανεπιστήμιο θα πρέπει να έχει τον πρωταρχικό ρόλο. Ίσως πρέπει να επαναδιατυπώσουμε το αρχαίο ρητό ως «συν ΑΘΗΝΑ και χείρα κίνει», γιατί τα πανεπιστήμια δεν μπορούν να βελτιωθούν μόνο με εκ των άνωθεν παρεμβάσεις.
 
* Επίτιμος καθηγητής του University College London και ομότιμος καθηγητής του King’s College London. Τέως κοσμήτορας του King’s College, μέλος του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (αντιστοίχου του ΔΟΑΤΑΠ), της Επιτροπής Αξιολόγησης Ιδιωτικών Πανεπιστημίων του Υπ. Παιδείας της Κύπρου και της Διοικούσας Επιτροπής του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: