Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, 14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1974 ΞΕΚΙΝΗΣΕ ο 2ος ΑΤΤΙΛΑΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΚΤΕΝΕΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑ.

Kύπρος ’74: Δεν Ξεχνώ 

(ούτε τους χουντικούς πραξικοπηματίες, ούτε τους Τούρκους εισβολείς)

Οι Τούρκοι στις 14 Αυγούστου 1974 δεν συνέχισαν την επιχείρηση «Αττίλας» χωρίς τη γνώση και έγκριση των σχεδίων τους από την κυβέρνηση των ΗΠΑ 

malkidis.blogspot.com

Η εισβολή της Τουρκίας και η αντίσταση των Ηρώων της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου. Κύπρος 1974 



Στις 14 Αυγούστου 1974 ο «Αττίλας 2» επιχειρούσε τη δεύτερη εισβολή. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της Κύπρου ήταν αποδεκατισμένες και είχαν μείνει σε πολύ λίγα μέρη, όπου πάλευαν προσπαθώντας να σώσουν ό,τι έμεινε. Στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ διεξήχθη μία από τις πιο άνισες, αλλά ηρωικές μάχες που διήρκησε τρεις ημέρες. Επί 60 ώρες οι 318 ήρωες, με επικεφαλής τον υποδιοικητή της μονάδας Αντισυνταγματάρχη ΠΖ Παναγιώτη Δ. Σταυρουλόπουλο, αντιμετώπιζαν 6.900 Τούρκους και Τουρκοκύπριους στρατιώτες.

Η αναλογία 1:22 είναι συγκλονιστική και δείχνει την άνιση προσπάθεια, με τους άνδρες στο ΕΛΔΥΚ να λυγίζουν μόνο όταν τους εγκατέλειψαν οι πάντες και οι δυνάμεις τους.

Το πρωί της 14ης Αυγούστου η τουρκική αεροπορία άρχισε να βάλει εναντίον του στρατοπέδου. Μέχρι το απόγευμα 700 και πλέον άνδρες της ΤΟΥΡΔΥΚ ξεκίνησαν την επίθεση εναντίον των στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ, οι οποίοι αγνοούσαν πως στη Μια Μηλιά, η αντίσταση είχε καταρρεύσει. Η επόμενη ημέρα συνεχίστηκε με μάχες, με τους άνδρες της ΕΛΔΥΚ να προβάλουν σθεναρή αντίσταση. Οι Τούρκοι στρατιώτες πλησίαζαν την ΕΛΔΥΚ αφύλακτοι και για αυτό και στις πρώτες μάχες είχαν μεγάλες απώλειες. Στις 16 Αυγούστου σημειώθηκε η τελευταία μέρα της μάχης, όταν αεροσκάφη, πυροβόλα, βόμβες Napalm και όλμοι του τουρκικού στρατού, αποτελείωσαν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ.


Τα σημάδια της σκληρής πολιορκίας στον εσωτερικό και τον γύρω χώρο της Σχολής Γρηγορίου που βομβαρδίστηκε 

Ο λοχίας Πλέσας περιέγραψε τις τελευταίες στιγμές της μάχης, με λόγια που συγκλονίζουν: «Για να γίνει η οπισθοχώρηση σωστά έπρεπε να φύγουν οι πρώτοι από τη μέση, να κρατάμε οι υπόλοιποι από τα πλάγια και σιγά-σιγά ένας-ένας να φεύγουμε, μέχρι να φύγουν και οι τελευταίοι. Διέταξα οπισθοχώρηση, αλλά δεν έφευγε κανείς. Είχαμε δεθεί μεταξύ μας. Και ήξεραν οι μεσαίοι που έπρεπε να φύγουν πρώτοι, ότι οι τελευταίοι θα σκοτωθούν. Φώναξα, έβρισα. Δεν έφευγαν. Κάποια στιγμή κάποιος ξεκίνησε. Οι περισσότεροι από εμάς φονεύθηκαν κατά την υποχώρηση. Φεύγοντας, είδα τον λοχαγό Σταυριανάκο σκοτωμένο. Όρθιο μέσα στο όρυγμα είδα τον Δημήτρη Λούρμπα.

– Δημήτρη, δεν υπάρχει άλλος, είμαι ο τελευταίος, φεύγουμε.
– Δεν φεύγω, μου απάντησε.

»Είχε μαζέψει 3-4 όπλα που παρατήθηκαν από νεκρούς ή τραυματίες και τα τοποθέτησε γύρω από το όρυγμα. Στεκόταν όρθιος και πυροβολούσε, πότε με το ένα και πότε με το άλλο… Δύο άλλα ορύγματα ήταν γεμάτα τραυματίες. Προχώρησα με πυρ και κίνηση, ενώ οι Τούρκοι γάζωναν τα πάντα. Είχαν εισέλθει εντός του στρατοπέδου και οι μάχες γίνονταν πια σώμα με σώμα».

Δεκάδες άνδρες της ΕΛΔΥΚ σκοτώθηκαν στο πεδίο μάχης. Κάποιοι έσπευσαν να κρυφτούν στη Σχολή Γρηγορίου όμως κι αυτή έγινε στόχος των βομβαρδισμών. Κάποιοι κρύφτηκαν στα ορύγματα, ενώ όσοι έπεσαν στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Ένας από τους στρατιώτες, ο Ιωάννης Παπαδόπουλος, βρέθηκε δεμένος με τα κορδόνια των αρβύλων του κι αργότερα εκτελεσμένος. Τα οστά του εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο 1,5 χιλιόμετρο από το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ.


Η ΤΟΥΡΔΥΚ αποκεφάλισε δέκα στρατιώτες και τοποθέτησε τα κεφάλια τους στην είσοδο του στρατοπέδου.

Κάποιους στρατιώτες, αφού τους έγδυσαν, τους τοποθέτησαν στο οδόστρωμα για μέρες. Οι απώλειες της ΕΛΔΥΚ ανήλθαν σε 83 νεκρούς και αγνοουμένους. Βαριές όμως ήταν και οι τουρκικές απώλειες, οι οποίες υπολογίζονται σε εκατοντάδες στρατιώτες, ωστόσο ποτέ δεν υπήρξε επίσημη ανακοίνωση από την τουρκική πλευρά, ενώ ο διοικητής της ΤΟΥΡΔΥΚ συνταγματάρχης Κορτίκογλου αντικαταστάθηκε.

Στη συγκλονιστική εξιστόρηση των γεγονότων από τον αείμνηστο Ταξίαρχο ε.α. Παναγιώτη Σταυρουλόπουλο, που υπήρξε ο τελευταίος Στρατοπεδάρχης της ΕΛΔΥΚ, γίνεται αναφορά στις τελευταίες ώρες της μάχης. «Όλα έχουν και τα όρια τους… Και αυτά τα όρια ξεπεράστηκαν προ πολλού! Και οι δυνάμεις των Τούρκων που έκαναν επίθεση, ήταν πλημμυρίδα… Έρχονταν όλο και περισσότεροι. Η πλημμυρίδα της Ασιατικής Στέππας! Και στην πιο κρίσιμη στιγμή, σταματούν οι βολές του πυροβολικού μας. Πιάνω στον ασύρματο τη διοίκηση της 187 ΜΠΠ και τους λέω: ‘Γιατί σταματήσατε;’ Η απάντηση από την άλλη γραμμή ήταν ‘τέλος τα βλήματα κύριε Συνταγματάρχα. Δεν έχουμε άλλα βλήματα!’», ανέφερε.

Στις 13:30 της 16ης Αυγούστου, ο Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος έδωσε εντολή να αρχίσει η σύμπτυξη για την υποχώρηση. Ο επιλοχίας Κέδρος, με μια ομάδα 12 ανδρών, έμεινε πίσω και θυσιάστηκε για να σωθούν όλοι οι υπόλοιποι καλύπτοντας την υποχώρηση τους.

Οι πεσόντες και οι αγνοούμενοι της ΕΛΔΥΚ είναι οι εξής: 

Οι 59 αγνοούμενοι υπαξιωματικοί και στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ είναι οι εξής:


ΑΝΘΥΠΑΣΠΙΣΤΕΣ

Κέντρας Κωνσταντίνος και

Παπαλάμπρου Νικόλαος από την Καστοριά,

ΑΡΧΙΛΟΧΙΑΣ

Γιαννακόπουλος Νικόλαος από την Καρδίτσα,

ΛΟΧΙΕΣ:

Βάης Ιάκωβος (Αττική),

Γλαρέντζος Χαράλαμπος (Αττική),

Ιγνατιάδης Ιωάννης (Κιλκίς),

Κρητικός Νικόλαος (Αττική),

Οικονόμου Ηλίας (Τρίκαλα),

Παυλούδης Παύλος (Χαλκιδική),

Πατσανάς Κωνσταντίνος (Λέσβος),

Χαραλαμπίδης Θεόδωρος (Εδεσσα),

Χαμμουριωτάκης Γεώργιος (Χαλκιδική)

και Χαιριτάκης Μιχαήλ (Χανιά),

οι δεκανείς Θανασόπουλος Δημήτριος (Ηλεία),

Τσιώνης Ηλίας (Θεσπρωτία),

Ξένος Θεόδωρος (Ηλεία),

Νικητόπουλος Λάμπρος (Τριφυλλία),

Μουρίκης Αθανάσιος (Καρυστία),

Μανάχος Βασίλειος (Θεσπρωτία),

Γρίβας Χρήστος (Πάτρα),

Γιαννάκης Μηνάς (Πυργιώτισσα)

και Αθανασόπουλος Δημήτριος (Καρδίτσα).

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ:

 Ανθής Ελευθέριος (Κέρκυρα),

Ανεμάς Δημήτριος (Καρδίτσα),

Αναλυτής Γεώργιος (Αττική),

Ανδριτσόπουλος Ελευθέριος (Αττική),

Βελώνας Δημήτριος (Ηλεία),

Δεδεβέσης Δημήτριος (Αττική),

Ζαχαρέας Ευάγγελος (Καλαμάτα),

Ζερβομανώλης Γεώργιος (Λέσβος),

Ηλιόπουλος Παναγιώτης (Τριφυλλία),

Καραγκούνης Χαράλαμπος (Ηλεία),

Κατρακάκης Θεοχάρης (Αττική),

Κωνσταντίνου Ευάγγελος (Σούλι),

Κουτρούλης Στέφανος (Χαλκιδική),

Κωνσταντακόπουλος Ιωάννης (Ηλεία),

Κρατημένος Αναστάσιος (Γορτυνία),

Καραγεώργιος Αθανάσιος (Τρίκαλα),

Λουρμπάς Δημήτριος (Ηλεία),

Λίγγος Θωμάς (Δομοκός),

Μπροδήμος Κων/νος (Ερμιόνη),

Ξυδιάς Ιωάννης (Πυλία),

Παπαδόπουλος Ιωάννης (Ηλεία),

Παπατσάνης Αθανάσιος (Γρεβενά),

Ρούσσης Σεραφείμ (Λοκρίδα),

Σίνης Αργύριος (Θήβα),

Σμυρλής Βασίλειος (Ναύπλιο),

Σούρλας Κων/νος (Χαλκιδική),

Σταματόπουλος Κων/νος (Ηλεία),

Σταθόπουλος Ανδρέας (Μεσσήνη),

Σκουρλής Δημήτριος (Μεσσήνη),

Τσιτιρίδης Κων/νος (Γιαννιτσά),

Τριανταφυλλίδης Μαν. (Ηράκλειο),

Τριάντης Βασίλειος (Νικόπολη),

Χ»Σταυρής Νικόλαος (Αττική),

Αυλωνίτης Σπυρίδων (Λευκάδα),

Γεροντής Σπυρίδων (Κόρινθος),

Παφιώλης Κων/νος (Ηλεία)


και Χουντάλας Προκόπιος (Ναύπλιο).



ΚΕΙΜΕΝΟ 1. ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr
Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 («Αττίλας 1»), οι εξελίξεις στο ελλαδικό και ελληνοκυπριακό στρατόπεδο υπήρξαν ραγδαίες. Κάτω από την πίεση των τραγικών γεγονότων, η δικτατορία στην Αθήνα κατέρρευσε και τα χαράματα της 24ης Ιουλίου σχηματίσθηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Νωρίτερα, ο δοτός πρόεδρος της Κύπρου, Νικόλαος Σαμψών, είχε υποβάλλει την παραίτησή του και είχε αντικατασταθεί από τον εκλεγμένο Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, Γλαύκο Κληρίδη

Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες

Στις 24 Ιουλίου 1974 έφθασε η ώρα της διπλωματίας. Οι εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, Κληρίδης και Ντενκτάς, συναντήθηκαν για να συζητήσουν την εφαρμογή της ανακωχής. Την ίδια ημέρα, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος έγινε δεκτός από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ, σε μία περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες ταλανίζονταν από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και ο πρόεδρος Νίξον βρισκόταν υπό παραίτηση. (Παραιτήθηκε τελικά στις 9 Αυγούστου 1974 και αντικαταστάθηκε από τον αντιπρόεδρό του Τζέραλντ Φορντ, πέντε ημέρες πριν από τον «Αττίλα 2»).
Την επόμενη ημέρα, 25 Ιουλίου, κατόπιν συστάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, συνήλθε στη Γενεύη «Τριμερής Διάσκεψη», με τη συμμετοχή των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών δυνάμεων, Ελλάδας Γεωργίου Μαύρου, Τουρκίας Τουράν Γκιουνές και Μεγάλης Βρετανίας Τζέιμς Κάλαχαν, προκειμένου να αναζητήσουν λύσεις για την άρση της διαμορφωθείσας κατάστασης στην Κύπρο, ερήμην των ενδιαφερομένων μερών της Μεγαλονήσου. Ύστερα από έντονες συζητήσεις, οι τρεις υπουργοί υιοθέτησαν στις 30 Ιουλίου έκθεση εμπειρογνωμόνων, αποτελούμενη από τέσσερα σημεία:
  • Ουδεμία στρατιωτική επέκταση πέραν των γραμμών της 30ης Ιουλίου (10 μ.μ.).
  • Δημιουργία ζώνης ασφαλείας γύρω από τις θέσεις που κατείχαν οι Τούρκοι.
  • Επιστροφή στους Τουρκοκυπρίους όλων των στρατιωτικών θυλάκων που είχαν καταληφθεί από ελληνικής πλευράς.
  • Βαθμιαία μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί.
Ταυτόχρονα, οι τρεις υπουργοί υιοθέτησαν Διακήρυξη, με την οποία αναγνωρίζεται η ύπαρξη δύο αυτόνομων διοικήσεων στο νησί, της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής και στην οποία αναφέρεται ότι «πρέπει το ταχύτερον να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις για να εξασφαλισθεί α) η αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και β) η επαναγκαθίδρυση της συνταγματικής κυβέρνησης στην Κύπρο». Τέλος, αποφάσισαν τη σύγκλιση στις 8 Αυγούστου νέας διάσκεψης, στην οποία θα συμμετείχαν εκτός από τις Εγγυήτριες  Δυνάμεις και ανά ένας εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Η νέα διάσκεψη συνήλθε πράγματι στη Γενεύη στις 8 Αυγούστου, με τη συμμετοχή των Υπουργών Εξωτερικών Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας και των εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων Γλαύκου Κληρίδη και των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντεκτάς. Οι Έλληνες διαπραγματευτές Γεώργιος Μαύρος και Γλαύκος Κληρίδης προσπάθησαν να οδηγήσουν τα πράγματα προς μια λογική και έντιμη διαπραγμάτευση, αλλά προσέκρουαν συνεχώς στην τουρκική αλαζονεία και αδιαλλαξία. Όλο το χρονικό διάστημα από την ανακωχή της 22ας Ιουλίου, οι Τούρκοι ενίσχυαν τον θύλακο της Κερύνειας και πραγματοποιούσαν μικρής κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τετραήμερο 22 - 26 Ιουλίου οι Τούρκοι παραβίασαν 55 φορές την εκεχειρία.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις υποστήριξε την επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 και επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, αλλά ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απέρριψε την εισήγηση Κληρίδη και αντιπρότεινε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος πολλών καντονίων, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι θα έλεγχαν το 34% του νησιού. Εξάλλου, ο Ντενκτάς πρότεινε διζωνική ομοσπονδία, στην οποία το τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος θα κάλυπτε επίσης το 34% της έκτασης της Δημοκρατίας.
Κάτω από την πίεση των περιστάσεων και μέσα σε έντονες αντεγκλήσεις, ο Γλαύκος Κληρίδης αντιπρότεινε το εξής σχέδιο:
  • Η συνταγματική δομή της Κύπρου να διατηρήσει το δικοινοτικό χαρακτήρα της.
  • Η συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων να επιτευχθεί με θεσμικά σύμφωνα.
  • Η ελληνική και τουρκική κοινοτική διοίκηση να ασκούν εξουσίες στις ζώνες που οι αντίστοιχοι πληθυσμοί έχουν πλειοψηφία.
Η τουρκική πλευρά αρνήθηκε να συζητήσει το σχέδιο Κληρίδη και ζήτησε τελεσιγραφικά να γίνουν αμέσως δεκτές οι τουρκικές προτάσεις. Ο Κληρίδης ζήτησε αναβολή 36 ή 48 ωρών για να μπορέσει να συνεννοηθεί με τον Μακάριο. Οι Τούρκοι απέρριψαν το αίτημά του και η δεύτερη διάσκεψη της Γενεύης έληξε χωρίς αποτέλεσμα στις 3:30 το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974. Ο Γεώργιος Μαύρος με δηλώσεις του κατήγγειλε διεθνώς την τουρκική στάση.

Ο «Αττίλας 2»

Εξήντα-πέντε λεπτά μετά το ναυάγιο της Διάσκεψης της Γενεύης, στις 4:35 π.μ., ο τουρκικός στρατός εξαπολύει σφοδρή επίθεση σε όλα τα μέτωπα της Κύπρου («Αττίλας 2»). Άρματα μάχης και ισχυρές μονάδες πεζικού κινούνται ανατολικά προς την κατεύθυνση της Αμμοχώστου και δυτικά προς τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λεύκας και την κωμόπολη Μόρφου. Οι μάχες μαίνονταν όλη την ημέρα, ιδιαίτερα στα βόρεια της Λευκωσίας και το αεροδρόμιό της. Οι Ελληνοκύπριοι αντιμετωπίζουν μόνοι τις ορδές των Τούρκων εισβολέων, αφού βοήθεια από την Ελλάδα δεν μπορούσε να σταλεί για αντικειμενικούς λόγους (μεγάλη απόσταση από την Κύπρο, μη αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων εκείνη την περίοδο, κίνδυνος αντιπερισπασμού της Τουρκίας σε περιοχή της ελλαδικής επικρατείας), όπως είχε διαβεβαιώσει τον πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Καραμανλή, η στρατιωτική ηγεσία.
Στις 15 Αυγούστου οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν χωρίς αντίσταση την πόλη της Αμμοχώστου και απέκοψαν ολόκληρη τη Χερσόνησο της Καρπασίας. Η κυπριακή Εθνοφρουρά, κάτω από την πίεση των πολύ ισχυρότερων τουρκικών δυνάμεων και τον απηνή αεροπορικό βομβαρδισμό, αναγκάστηκε να υποχωρήσει κάτω από την «πράσινη γραμμή» Λευκωσίας και νότια των οδών Λευκωσίας - Αμμοχώστου και Λευκωσίας – Μόρφου.
Έτσι, οι τουρκικές δυνάμεις, όταν στις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός, είχαν καταλάβει ολόκληρο το τμήμα που προνοούσε το Σχέδιο Ντενκτάς και επιπλέον την Αμμόχωστο, περιοχές των οποίων η έκταση αντιστοιχούσε στο 37% του κυπριακού εδάφους. Κατά την προέλασή τους, οι Τούρκοι στρατιώτες προέβησαν σε ανατριχιαστικές ωμότητες και πράξεις βίας. Χιλιάδες Κύπριοι εκδιώχτηκαν από τα σπίτια τους κι ένα κύμα 200.000 προσφύγων κινήθηκε από τις καταληφθείσες περιοχές στον Ελεύθερο Νότο. Την αντίθετη πορεία ακολούθησαν 51.000 Τουρκοκύπριοι. Η Κύπρος είχε διχοτομηθεί με δύο εθνοτικά συμπαγείς πληθυσμούς, μια κατάσταση που διαρκεί μέχρι της μέρες μας.
Στο διπλωματικό πεδίο, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συνήλθε στις 15 και 16 Αυγούστου, και με τέσσερα ψηφίσματά του (357-360) ζήτησε την άμεση κατάπαυση του πυρός, την αποχώρηση από την Κύπρο όλων των ξένων στρατευμάτων και την επανάληψη από τα ενδιαφερόμενα μέρη διαπραγματεύσεων για ειρηνική λύση του θέματος. Και τα τέσσερα ψηφίσματα αγνοήθηκαν προκλητικά από την Τουρκία. Στις 14 Αυγούστου 1974, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, διερμηνεύοντας τα αισθήματα αγανάκτησης του ελληνικού έθνους κατά της αδράνειας του αμερικανικού παράγοντα, ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Στις 28 ημέρες που κράτησαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κύπρο, οι απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν σε 4.500 - 6.000 νεκρούς και τραυματίες (στρατιωτικό προσωπικό και άμαχοι) και 2.000 - 3.000 αγνοούμενους. Οι Τουρκικές απώλειες ανήλθαν σε 1.500 νεκρούς και 2.000 τραυματίες.

 ΚΕΙΜΕΝΟ 2.    ΠΗΓΗ www.enet.gr

Η ΝΕΑ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΣΤΙΣ 14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1974, ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ, Η ΦΙΛΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ ΚΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΣΚΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΑΤΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ

Υπό τις ευλογίες του Κίσινγκερ και με οσμή πετρελαίου ο 2ος Αττίλας

Στις 14 Αυγούστου 1974 άρχισε η δεύτερη εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, ενώ είχαν ήδη αρχίσει οι διαπραγματεύσεις των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας στη Γενεύη. Την ίδια μέρα η οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αποφάσισε με δημόσια δήλωσή της ν' αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Οι Τούρκοι στις 14 Αυγούστου 1974 δεν συνέχισαν την επιχείρηση «Αττίλας» χωρίς τη γνώση και έγκριση των σχεδίων τους από την κυβέρνηση των ΗΠΑ Σύμφωνα με την ανακοίνωση της κυβέρνησης Καραμανλή, το ΝΑΤΟ είχε αποδειχθεί «ανίκανο να παρεμποδίσει την Τουρκία από την εξαπόλυση νέας βάρβαρης και απρόκλητης επίθεσης κατά της Κύπρου (...)
»Το ΝΑΤΟ, επομένως, δεν έχει λόγο ύπαρξης και δεν μπορεί να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο συνεστήθη, αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο μεταξύ δύο μελών του». Δεκαπέντε μέρες αργότερα η CIA, αναλύοντας την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, τόνισε ότι «οι Ελληνες είναι θυμωμένοι με τις ΗΠΑ γιατί οι εναλλακτικές λύσεις είναι είτε πολύ απογοητευτικές ή πολύ δυσάρεστες, αλλά δεν μπορούν ν' απαντήσουν στρατιωτικά στους Τούρκους γιατί πιθανώς γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να νικήσουν».
Η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ είχε ικανοποιήσει την Αριστερά, αλλά «αυτό δεν σήμαινε ότι ο Καραμανλής είχε υιοθετήσει μια αντι-αμερικανική πολιτική για να εξασφαλίσει ένα εσωτερικό πολιτικό πλεονέκτημα.
»Είναι ειλικρινά απογοητευμένος με την πολιτική των ΗΠΑ στην Κύπρο, αλλά επίσης αναγνωρίζει ότι η αντι-αμερικανική πολιτική που ακολουθεί τον κάνει δημοφιλή και θα του δώσει χρόνο να εδραιώσει την πολιτική του θέση».
Μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη τον Νοέμβριο του 1973, οι ΗΠΑ διέβλεπαν εξελίξεις στο Κυπριακό.
Βέβαια το Κυπριακό απασχολούσε τις αμερικανικές υπηρεσίες και επί Παπαδόπουλου.
Κατά Μακαρίου
HCIA σημείωνε τον Σεπτέμβριο του 1973 ότι «μια δωδεκάδα ή και περισσότερα έθνη έχουν ένα ενεργό ενδιαφέρον για το κυπριακό ζήτημα». Οι ΗΠΑ είχαν, αρκετό καιρό πριν, δείξει ενδιαφέρον για τη διχοτόμηση, όχι αναγκαστικά σε ίσα μέρη της Κύπρου, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που ανήκαν στο ΝΑΤΟ, και κατ' επέκταση υπέρ του τέλους της αδέσμευτης πολτικής του Μακαρίου.
«Οι ΗΠΑ -συνέχισε η έκθεση της CIA- συμμερίζεται τις ίδιες βασικές ανησυχίες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι άλλοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ σχετικά με την Κύπρο. Οι ΗΠΑ έχουν κάνει δύο μη επιτυχημένες προσπάθειες από τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου να μεσολαβήσουν για μια διευθέτηση της διακοινοτικής διαμάχης. Σε μια μεγάλη πρωτοβουλία το 1964, ο Ντ. Ατσεσον πρότεινε διαίρεση της νήσου σύμφωνα με τις εθνικές γραμμές, αλλά αυτό θα σήμαινε μετακίνηση πληθυσμών και ο Μακάριος απέρριψε την πρόταση».
«Το ΝΑΤΟ αποδείχθηκε ανίκανο να παρεμποδίσει την Τουρκία από την εξαπόλυση νέας βάρβαρης  και απρόκλητης επίθεσης κατά της Κύπρου» ήταν  η ανακοίνωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή «Το ΝΑΤΟ αποδείχθηκε ανίκανο να παρεμποδίσει την Τουρκία από την εξαπόλυση νέας βάρβαρης και απρόκλητης επίθεσης κατά της Κύπρου» ήταν η ανακοίνωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν συνείδηση ότι η επικράτηση του Ιωαννίδη δημιουργούσε ένα κλίμα περίπλοκο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
«Το καθεστώς Ιωαννίδη -σημείωνε αμερικανική έκθεση την άνοιξη του 1974- είναι περισσότερο ριψοκίνδυνο απ' ό,τι ο προκάτοχός του σε σχέση με την Κύπρο και την Τουρκία», αν και «η παρούσα κυβέρνηση» Ανδρουτσόπουλου «αποβλέπει στη συνεργασία με τις ΗΠΑ σαν τη βάση της εξωτερικής της πολιτικής».
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, «ο Ιωαννίδης, όπως πολλοί αξιωματικοί που έχουν υπηρετήσει στην Κύπρο, έχει ένα ειδικό ενδιαφέρον για την τύχη της νήσου», όπως και για την κομμουνιστική απειλή, και αν σταθεροποιήσει τη θέση του «θα μπορούσε σε κάποιο στάδιο να προσπαθήσει να ανατρέψει τον Μακάριο».
Πετρέλαιο
Η πρόσφατη ανακάλυψη πετρελαίου ανοιχτά της Θάσου (αρχές 1974) έδειχνε ότι «το Αιγαίο μπορεί να περικλείει πλούσια αποθέματα» και αυτό έκανε την ελληνοτουρκική διαφορά «εν δυνάμει πιο εκρηκτική».
Ορισμένοι Αμερικανοί επίσημοι, όπως ο πρεσβευτής στην Ελλάδα Χένρι Τάσκα, ανησυχούσαν από τις εξελίξεις, αλλά αυτό δεν συνέβαινε με την ανώτατη αμερικανική ηγεσία.
Στις 8 Μαρτίου 1974 ο Τάσκα τηλεγράφησε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ: «Είμαι όλο και πιο ανήσυχος σχετικά με την εξελισσόμενη σοβινιστική συμπεριφορά της χούντας του Ιωαννίδη, όπως διαφαίνεται από τις εκθέσεις των υπηρεσιών πληροφοριών», συμπεριφορά που θα μπορούσε να έλθει κάποια στιγμή «σε αντίθεση με τα συμφέροντά μας».
Αλλά οι υπηρεσίες πληροφοριών και ο Κίσινγκερ, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, έβλεπαν τα πράγματα τελείως διαφορετικά.
Ο Χένρι Κίσινγκερ συμφωνούσε με  το δικτάτορα Ιωαννίδη για την ανατροπή του Μακαρίου Ο Χένρι Κίσινγκερ συμφωνούσε με το δικτάτορα Ιωαννίδη για την ανατροπή του Μακαρίου Συμφωνούσαν με τον Ιωαννίδη για την ανατροπή του Μακαρίου, που άφηνε, σύμφωνα με τα λόγια του Ελληνα δικτάτορα, να εξελιχθεί η Κύπρος «σε Κούβα της Μεσογείου».
Η έκθεση της υπηρεσίας πληροφοριών (Απριλίου 1974) προέτρεπε σε συνεργασία με τον Ιωαννίδη γιατί «προσπάθειες από τις ΗΠΑ ν' αποστασιοποιηθούν από τους σημερινούς κυβερνήτες (της Ελλάδας) θα περιπλέξει τις διμερείς εργασιακές σχέσεις» και ένας «δημόσιος χαρακτηρισμός του παρόντος καθεστώτος ως καταπιεστικού» θα εθεωρείτο «μειωτικός» από τον Ιωαννίδη και θα τον έκανε «αδικαιολόγητα» να θυμώσει, «χωρίς όμως να πείσει τους πλέον επικριτικούς του καθεστώτος ότι οι ΗΠΑ είχαν εγκαταλείψει τον Ιωαννίδη».
Στις 20 Μαρτίου 1974 πραγματοποιήθηκε μια κλειστή σύσκεψη στην Ουάσιγκτον, στην οποία συμμετείχε και ο πρεσβευτής Τάσκα, όπου προήδρευσε ο υπουργός Εξωτερικών Κίσινγκερ.
Ο Τάσκα, στη διάρκεια της σύσκεψης, υποστήριξε ότι η δικτατορία Ιωαννίδη ήταν ένα καθεστώς με την πιο μικρή λαϊκή βάση από την επανάσταση του 1821 και είπε ότι η Αεροπορία ήταν στην καλύτερη περίπτωση «ουδέτερη» και ότι το Ναυτικό, όπως και ο αρχηγός του ναύαρχος Αραπάκης, «οριστικά εναντίον» του καθεστώτος Ιωαννίδη. Αλλά ο Κίσινγκερ με τη στάση του αντέκρουε σταθερά τον Τάσκα. Ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα υποστήριξε ότι «τώρα υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις» ότι το καθεστώς Ιωαννίδη «μπορούσε εύκολα να έρθει σε αντιπαράθεση με την Τουρκία στα ζητήματα του Αιγαίου και της Κύπρου».
Οι απαντήσεις του Κίσινγκερ ήταν σιβυλλικές, στο βάθος υπέρ του καθεστώτος Ιωαννίδη. Σε μία παρέβασή του ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών είπε, απαντώντας στον Τάσκα: «Το ερώτημά μου είναι: Γιατί είναι προς το συμφέρον των Αμερικανών να γίνει στην Ελλάδα ό,τι προφανώς εμείς δεν κάνουμε οπουδήποτε αλλού, δηλαδή να τους ζητήσουμε να δεσμευτούν προς τον πρόεδρο ότι θα κινηθούν προς αντιπροσωπευτική κυβέρνηση;».
Και σε άλλο σημείο της συνάντησης ο Κίσινγκερ τόνισε: «Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ καθοδηγεί την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Διαπραγματεύεται με κάθε κυβέρνηση -κομμουνιστική ή μη κομμουνιστική- μέσα στο πλαίσιο των στόχων της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ».
Για να κατευνάσει κάθε αντίρρηση του Τάσκα ο Κίσινγκερ τόνισε τελικά γιατί θα έπρεπε η κυβέρνηση των ΗΠΑ ν' αποδεχθεί τον Ιωαννίδη: «Πριν ακόμα κάνουμε αυτή την κρίση, ένα πράγμα θα πρέπει να ξέρουμε, ότι η πιθανή πολιτική εξέλιξη είναι μεταξύ του Παπανδρέου και αυτού του ανθρώπου (Ιωαννίδη). Δεν ξέρω αν είναι προς το συμφέρον μας να σπεύσουμε σε υπεράσπιση του Παπανδρέου. Τάσκα: Οχι, συμφωνώ, απολύτως».
Ο Κίσινγκερ ήταν κατηγορηματικός στο να μην κοπεί η αμερικανική βοήθεια προς τον παλιό του μαθητή και πρόεδρο της Τουρκίας, Μπουλέντ Ετσεβίτ Ο Κίσινγκερ ήταν κατηγορηματικός στο να μην κοπεί η αμερικανική βοήθεια προς τον παλιό του μαθητή και πρόεδρο της Τουρκίας, Μπουλέντ Ετσεβίτ Το καθεστώς Ιωαννίδη φαινόταν ν' ανταποκρίνεται, θεληματικά ή αθέλητα, στους στόχους της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Τον Ιούλιο του '74 έγινε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, ακολούθησε η τουρκική εισβολή, έγινε η μεταπολίτευση. Επήλθε μια ανακωχή και άρχισαν διαπραγματεύσεις στη Γενεύη για την επίτευξη μιας ειρηνικής διευθέτησης του Κυπριακού. Ομως ξαφνικά στις αρχές Αυγούστου φάνηκε καθαρά το τουρκικό σχέδιο, που έπρεπε να ολοκληρωθεί με τη δημιουργία ανεξάρτητου ενιαίου τουρκικού θυλάκου που θα περιελάμβανε περίπου το ένα τρίτο του νησιού. Αυτό έγινε με την πλήρη γνώση και τη συγκατάθεση των Αμερικανών, που καθόρισαν και το ποσοστό της τουρκικής αυτόνομης περιοχής.
Δηλαδή οι Τούρκοι στις 14 Αυγούστου 1974 δεν συνέχισαν την επιχείρηση «Αττίλας» χωρίς τη γνώση και έγκριση των σχεδίων τους από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Στις 9 Αυγούστου ο Αμερικανός υφυπουργός Αθρουρ Χάρτμαν, που παρακολουθούσε τις συνομιλίες στη διάσκεψη της Γενεύης, τηλεγράφησε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Κάλαχαν «κατανοεί τη δύναμη του τουρκικού αιτήματος για μια προηγούμενη κατ' αρχήν δέσμευση από την Ελλάδα (όπως επίσης και από τους Ελληνοκύπριους) της αντίληψης για μια αυτόνομη τουρκοκυπριακή διοίκηση σε μια διακριτή γεωγραφική περιοχή, μέσα σ' ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος.
Χωρίς μια προηγούμενη δέσμευση (γραπτή ή προφορική) η Τουρκία θ' αρνηθεί τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων και θα προστρέξει εκ νέου σύντομα στη στρατιωτική κατάκτηση πρόσθετων εδαφών». Ο Χάρτμαν ήθελε να συμβουλέψει τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Γκιουνέι να μη ζητήσει «εξαιρετική ακρίβεια» στη δήλωση των Ελλήνων ούτε στην τωρινή συγκυρία να τονιστούν τα ακριβή ποσοστά «της συνολικής γης» που διεκδικούσαν οι Τούρκοι, ούτε επίσης να επιδειχθούν χάρτες που θα περιελάμβαναν την τουρκική ζώνη. Το μεσημέρι της 9ης Αυγούστου, μετά την ξαφνική παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον, νέος πρόεδρος των ΗΠΑ ορκίστηκε ο Τζέραλντ Φορντ.
Το 30% της Κύπρου
Στις 10 Αυγούστου ο Κίσινγκερ ενημέρωσε τηλεφωνικά το νέο πρόεδρο για το Κυπριακό. «Οι Τούρκοι -ενημέρωσε ο Κίσινγκερ- θέλουν ένα σύντομο αποτέλεσμα που να οδηγεί στη διαίρεση του νησιού σε ελληνικό και τουρκικό μέρος με μια γενική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, που όμως θα είναι πολύ αδύναμη. Κατέχουν το 15% του νησιού και θέλουν το 30%. Μπορεί να προσπαθήσουν να το πάρουν».
Σύμφωνα με τον Κίσινγκερ, που έθεσε διπλωματικά το Κυπριακό στον Αμερικανό πρόεδρο, οι ΗΠΑ έπρεπε να πάρουν μια θέση μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής, «έτσι ώστε να μπορούμε να καλυτερέψουμε το τουρκικό αίτημα, αλλά να μην αφήσουμε τους Τούρκους να ισχυριστούν ότι ήμασταν εκείνοι που τους εμποδίσαμε». Οι Ελληνες έπρεπε να πιεστούν «να αποδεχτούν δύο ή τρεις αυτόνομες τουρκικές περιοχές, αλλά όχι μία συνεχόμενη περιοχή». Οσο πλησιάζει η μέρα της δεύτερης εισβολής όλο και περισσότερο ο Κίσινγκερ δείχνει να αποκλίνει προς την τουρκική πλευρά.
Στις 12 Αυγούστου γίνεται μια κλειστή συνάντηση στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Οι πληροφορίες μιλούν για επικείμενη τουρκική στρατιωτική προώθηση στην Κύπρο.
Οι Τούρκοι ζητούσαν να γίνουν αποδεκτοί οι όροι τους. Ενας εκ των παρισταμένων ρώτησε, τι έπρεπε να γίνει αποδεκτό; Ο Κίσινγκερ απάντησε «Μια βόρεια τουρκική ζώνη» και ο αναπληρωτής βοηθός υπουργός Εξωτερικών Γουέλς Στάμπλερ «έδειξε την περιοχή σ' έναν χάρτη». Ενας εκ των παρισταμένων, αφού κοίταξε το χάρτη, είπε ότι «η ευρύτερη ζώνη» που διεκδικούσαν οι Τούρκοι «σημαίνει το διπλασιασμό του τριγώνου που σήμερα κατέχουν».
Ο Κίσινγκερ απάντησε ότι «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα μέχρι να έχουμε νέα από τον Κάλαχαν. Θα μιλήσω στον Ετσεβίτ (που ήταν παλιός του μαθητής) και θα του πω να παρουσιάσει την πρότασή του».
Και σ' άλλο σημείο ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ αναρωτήθηκε «τι ακριβώς έχουν κάνει οι Τούρκοι; Ας υποθέσουμε ότι έχουν στείλει τελεσίγραφο (στους Ελληνες). Τι να κάνουμε; Να χρησιμοποιήσουμε τα 12 F-45; Μετά την αποτυχία του τηλεφωνήματός μου προς τον Ετσεβίτ, τι να κάνουμε;». Και ο συνεργάτης του Κίσινγκερ, Στάμπλερ, πρόσθεσε: «Αν είναι αποφασισμένος να προχωρήσει, δεν υπάρχουν πολλά που μπορούμε να κάνουμε». Η μόνη αμερικανική αντίδραση θα έπρεπε να εκδηλωθεί μετά την εισβολή, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ηθελαν διχοτόμηση
Οταν ένας τεκ ων παρισταμένων υποστήριξε ότι θα έπρεπε να εξεταστεί και η διακοπή της αμερικανικής βοήθειας προς την Τουρκία, ο Κίσινγκερ ήταν κατηγορηματικός: «Δεν θα το κάνουμε αυτό». Στο βάθος η αμερικανική ηγεσία δεν διαφωνούσε με τη διαίρεση του νησιού. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέτασε το Κυπριακό λίγο πριν από τη δεύτερη εισβολή και υπέδειξε ότι «το πρόβλημα είναι τι θα πρέπει να κάνουμε αν η διάσκεψη της Γενεύης διακοπεί λόγω της επιμονής των Τούρκων το βορειοανατολικό ένα τρίτο της Κύπρου να παραχωρηθεί στην Τουρκία ως προϋπόθεση για περαιτέρω συνομιλίες».
Σε περίπτωση τουρκικής πολεμικής προώθησης στην Κύπρο «πρακτικά, μια κατάπαυση του πυρός μπορούσε μόνο να επιτευχθεί με την άσκηση εξαιρετικής αμερικανικής πίεσης στην Τουρκία να περιορίσει τους στρατιωτικούς της στόχους. Ενώ θα πρέπει επίσης να προτρέψουμε σε αυτοπειθαρχία τους Ελληνες, θα πρέπει υπεράνω όλων να προτρέψουμε τους Τούρκους να σταματήσουν στη γραμμή Κερύνεια - Λευκωσία - Αμμόχωστος της Κύπρου». Ετσι κι έγινε.
Στις 13 Αυγούστου, την παραμονή της δεύτερης τουρκικής εισβολής, ο Κίσινγκερ είπε στον πρόεδρο Φορντ ότι «δεν υπάρχει αμερικανικός λόγος, γιατί οι Τούρκοι δεν θα πρέπει να έχουν το ένα τρίτο της Κύπρου».
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1974 ο Κίσινγκερ συναντήθηκε με τον Τούρκο υπουργό των Εξωτερικών Γκιουνέι, ενώ έχει πλέον ολοκληρωθεί η δεύτερη τουρκική εισβολή. Σε κάποια στιγμή της συνάντησης ο Κίσινγκερ αποκάλυψε στον Γκιουνέι: «Θα σου πω τι είπα στον Μαύρο σήμερα το πρωί, αφού είναι χρήσιμο να είμαστε ειλικρινείς σ' αυτά τα θέματα. Του είπα ότι δεν μπορεί να μας ζητηθεί να κάνουμε θαύματα. Στο εδαφικό, είπε ότι θα πρέπει να είναι σε αναλογία με τον τουρκικό πληθυσμό. Του είπα ότι κατά τη γνώμη μου αυτό δεν ήταν ρεαλιστικό, το έδαφος (τουρκικό) θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο αναλογικά με τον πληθυσμό, αλλά λιγότερο απ' ό,τι είναι τώρα κατεχόμενο. Αυτή φυσικά ήταν η δική μου άποψη. Γκιουνέι: Και η δική μου επίσης». Γι' αυτό άλλωστε περιφράχτηκε η Αμμόχωστος, ώστε να δοθεί κάποια στιγμή στους κατόχους της. Ας ελπίσουμε σύντομα, μετά κοντά 40 χρόνια. Ετσι ώστε οι Τούρκοι να κατέχουν περί το 1/3 του νησιού όπως είχε προβλεφθεί.

Μίσησα τον εαυτό μου". Η μαρτυρία ενός Τούρκου αξιωματικού

 
 
O Δρ. Κουτσιούκ ήταν Τούρκος αξιωματικός κατά την εισβολή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο και η αφήγησή του για τα όσα συνέβησαν στο μαρτυρικό νησί, προκαλεί ανατριχίλα
 
Το βιβλίο «Νταλγκά-Νταλγκά, η μαρτυρία ενός Τούρκου αξιωματικού για τη δεύτερη εισβολή», της δημοσιογράφου Σοφίας Ιορδανίδου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νέα Σύνορα - Α. Λιβάνη», περιλαμβάνει τη συγκλονιστική αφήγηση του Δρ. Κουτσιούκ για τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο. Ο οικονομολόγος Κιουτσιούκ, από τον οποίο πήρε συνέντευξη η κα. Ιορδανίδου, συμμετείχε στις επιχειρήσεις Αττίλας 2, τον Αύγουστο του ’74, ως έφεδρος αξιωματικός του τουρκικού στρατού.
«Τον τίτλο του βιβλίου Νταλγκά-Νταλγκά (Κύματα-κύματα) τον διαλέξαμε μαζί», αναφέρει στον πρόλογο η Σ. Ιορδανίδου. «Ελπίζω ότι το βιβλίο αυτό θα διαβαστεί και στην Κύπρο. Όχι για να μάθει κάτι στον κόσμο που δεν ξέρει ή δεν έζησε, αλλά για να κρατήσει, πλάι στ’ άλλα, που έχουν γραφτεί από Ελληνοκυπρίους, τις μνήμες ζωντανές και να συμβάλει στη νοηματοδότηση του αγώνα που συνεχίζουν όλα αυτά τα χρόνια για λύση του προβλήματος, με τρόπο που θα δικαιώσει το αίμα που έχυσαν. Θέλω, τελειώνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα “δίκην εισαγωγής”, να τους βεβαιώσω ότι όσο έγραφα “η μισή μου καρδιά στην Κύπρο βρισκόταν”...».
Ο Κουτσιούκ αναφέρεται τόσο στα γεγονότα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης το ’55 όσο και στη δράση της τουρκικής Αριστεράς. Ωστόσο, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι σελίδες που περιλαμβάνουν τις αφηγήσεις του για τα γεγονότα που σχετίζονται με την τουρκική εισβολή. Ο Δρ. Κουτσιούκ αναφέρεται σε συγκλονιστικές σκηνές, όπως τις σφαγές των συλληφθέντων Ε/κ από τους Τούρκους στρατιώτες, που σκοπό είχαν την εξάπλωση της τρομοκρατίας από τον Αττίλα, με απώτερο στόχο την εδραίωσή του στην Κύπρο και την κατάληψη των εδαφών της.

«Θα σου πω για τη δολοφονία μιας γυναίκας, μια κτηνώδη πράξη που όσο ζω δε θα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Ήμασταν σε κάποιο χωριό, δε θυμάμαι πια τ’ όνομά του, για εκκαθαριστική επιχείρηση, υπό τις διαταγές του λοχαγού Αλκατσόγλου. Σ’ ένα από αυτά τα χωριά της Κύπρου, τα γεμάτα κυπαρίσσια κι ευκάλυπτους. Ανταλλάσσονταν λίγοι πυροβολισμοί κι εγώ χώθηκα σ’ ένα κήπο γεμάτο άγουρα ακόμα σταφύλια, σε μια άκρη του οποίου υπήρχε μια μικρή στέρνα. Έκοψα ένα τσαμπί σταφύλι και, όπως γευόμουν τις ξινές ρώγες του, δίσταζα ν’ αποφασίσω αν έπρεπε να κάνω ένα μπάνιο όσο οι στρατιώτες θα λεηλατούσαν τα σπίτια.


  Ξαφνικά, άκουσα κοντά μου πυροβολισμούς και είδα δύο στρατιώτες, τον Σεφίκ και τον Σουλεϊμάν, να φωνάζουν περήφανοι: “Oldurdum, oldurdum, komutanim”, δηλαδή “σκότωσα, σκότωσα, αρχηγέ”. Τους ήξερα. Ήταν χουλιγκάνοι. Πλησίασα προς τα εκεί που έδειχναν χειρονομώντας ενθουσιασμένοι. Μια νέα ευτραφής γυναίκα κειτόταν σφαδάζοντας στο χώμα. Είχε τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και ανοιχτά τα σκέλια, απ’ όπου έτρεχαν άσπρα πηχτά υγρά και αίμα. Είχαν αδειάσει τα πιστόλια τους μεσ’ στον κόλπο της. Παρατηρούσα τα χέρια της και τα πόδια της. Μου φαίνονταν μικρότερα απ’ το υπόλοιπο σώμα της. Καθώς την κοίταγα που ξεψύχαγε με χυμένο έξω το σταφύλι των σπλάχνων της, με κόμπους λίπους κολλημένους στο ανοιχτό πληγωμένο φύλο της, με κυρίεψε μια αναγούλα. Ένα προϊστορικό θηλαστικό πιασμένο στα δίχτυα ενός αποτρόπαιου θανάτου.

Την κοίταζα και ένιωθα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει σαν φουσκωτή λαστιχένια κούκλα. Πέταξα πέρα τα σταφύλια. Έκανα μεταβολή κι ακριβώς απέναντι, παρατεταγμένοι στην ευθεία, διακόσιοι είκοσι πέντε στρατιώτες ετοιμάζονταν για την αναφορά, σαν να μην έτρεχε τίποτε. Ο ανθυπολοχαγός Τζεμάλ τους έδινε τις απαραίτητες εντολές παρουσίασης. Ο λοχαγός τους έδινε συγχαρητήρια, επισημαίνοντας ότι η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία. Στα τελευταία λόγια του λοχαγού, κάτι εξερράγη μέσα μου θρυμματίζοντας την απάθεια που το σοκ είχε δημιουργήσει, γυάλινο κλουβί γύρω μου. Δηλαδή θα ’φευγαν και θα τ’ άφηναν όλα “καθαρά” στο χωριό. Μαζί και τη γυναίκα άταφη, βορά στα όρνια. Πήδηξα με τ’ όπλο προτεταμένο προς τον λοχαγό και ρώτησα κοφτά: “Τι θα γίνει μ’ αυτή τη γυναίκα;”. Θυμήθηκα τα πτώματα που κινούνταν παραμορφωμένα απ’ τη ζέστη και τρελαινόμουν.
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη απευθύνθηκα στον Αλκατσόγλου σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. “Διέταξέ τους να τη θάψουν, αλλιώς σε σκοτώνω”. Είδα τον φόβο να πλημμυρίζει το βλέμμα του. Έδωσε εντολή να σκάψουν έναν τάφο και να τη ρίξουν μέσα. Υπό την απειλή του όπλου, εκτός εαυτού, τους ανάγκασα να τη σκεπάσουν με τις ματωμένες κουβέρτες της και να βάλουν φωτιά. Εξιλαστήριο πυρ, φλόγες αντί λουλούδια, ήταν ό,τι μπορούσα να προσφέρω μέσα στην κόλαση του πολέμου σ’ αυτή την άγνωστη. Καθώς ανέβαινα με τους άλλους στα καμιόνια να φύγω, με τράνταξε ένα υστερικό γέλιο. Μια σκέψη αταίριαστη στη σοβαρότητα της στιγμής σφήνωσε στο μυαλό μου. Τι μ’ έπιασε και το ’παιξα Αντιγόνη με όπλο και μουστάκια, ξαφνιάζοντας αυτούς τους σκληρούς κι ανυποψίαστους άνδρες;

Μήπως ήταν το πρώτο άταφο κουφάρι που αντίκριζα; Εκατοντάδες ήταν σπαρμένα στα χωράφια. Γιατί αντέδρασα έτσι ειδικά σ’ αυτή τη γυναίκα; Ήταν γιατί δεν μπόρεσα να αποτρέψω τη δολοφονία της, που έγινε μπροστά στα μάτια μου; Ήταν γιατί η στάση του θανάτου της της αφαιρούσε τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια του φύλου της; Λες κι οι νεκροί νοιάζονται να ’ναι αξιοπρεπείς! Ήταν γιατί ξεχείλισε το ποτήρι της αηδίας που ένιωθα μέσα μου για τις κτηνωδίες που αντίκριζα κάθε μέρα; Φαντάζομαι πως απάντηση δεν υπάρχει, όχι τουλάχιστον αρκετά λογική για ν’ αντέχει στην κριτική του μη-εμπόλεμου. Έκανα χρόνια να ξαναφάω σταφύλι. Για εβδομάδες είχα στα μάτια μου εναλλασσόμενες, σαν οπτικό εφφέ ταινίας τρόμου, τις εικόνες του σταφυλιού, των υγρών της νεκρής μήτρας, της νεκρής μήτρας, των σταφυλιών, και πάλι απ’ την αρχή.

Κι όμως, εκείνο το ίδιο βράδυ του φόνου κοιμήθηκα βαθιά.

Το πρωί μίσησα τον εαυτό μου για την αναισθησία μου. Πώς μπόρεσα; Θυμήθηκα τότε την παροιμία που λέει: “Να μη δώσει ο Θεός στον άνθρωπο όσα μπορεί ν’ αντέξει” και για πρώτη φορά πίστεψα στην αλήθεια της. Την είχαν βιάσει πρώτα; Ναι, φαντάζομαι ότι έτσι είναι. Εκείνη η άλλη γυναίκα, που ’λεγε ο Νετζατίν πως τη βιάσανε μπροστά στη μάνα και το παιδί της, ήταν στο Τύμπου. Δεν ήμουν εκεί, δεν ήμουν αυτόπτης μάρτυρας. Ο Νετζατίν έκλαιγε καθώς μου το περιέγραφε. Υπηρετούσε είκοσι χρόνια στο στρατό, μόνιμος υπαξιωματικός, είχε γυναίκα και παιδιά. Δεν το χωρούσε ο νους του πως το ’χαν κάνει. Ήτανε αξιωματικοί συνάδελφοί του. Πίναν καφέ μαζί και κάναν χοντροκομμένες πλάκες. Είχε κολλήσει το μυαλό του στο περιστατικό. Σαν χαλασμένος δίσκος γραμμοφώνου. Κάθε φορά που μ’ έβρισκε, έπιανε να μου το διηγείται ξανά και ξανά. Πρόσθετε νέες λεπτομέρειες σε κάθε αφήγηση, λες και φοβόταν μην του διαφύγει τίποτε. Τη βιάζανε δύο, ο ένας από μπρος κι ο άλλος από πίσω. Κι εκείνη σφάδαζε. Από πόνο. Λες και μπορούσε να σφαδάζει απ’ την ηδονή! Μπροστά στη μάνα της και στο παιδί της. Ακούς! Τρεις γενιές κακοποιημένες».



Οι δολοφονίες που έκανε ο τουρκικός στρατός στη διάρκεια της δεύτερης επίθεσης (2ος Αττίλας) στην Κύπρο ήταν πάρα πολλές.

Ο Κιουτσούκ δίνει μια εικόνα αυτής της σφαγής όπως την έζησε, συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού, ενώ παράλληλα διατυπώνει την άποψη ότι «συναντώντας τόσους πολλούς νεκρούς Ελληνοκύπριους, θα πρέπει πλέον να ψάχνουν για τα οστά των αγνοουμένων, παρά για τους ίδιους».

«Για τις μαζικές εκτελέσεις, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε μια απ’ αυτές. Φαντάσου έναν τοίχο. Έναν τοίχο φρεσκοασβεστωμένο, εκτυφλωτικά λευκό κάτω απ’ το σκληρό φως του μεσημεριού, που καταπίνει κάθε σκιά. Κόντρα στον τοίχο, αραδιασμένοι άνδρες, οι πιο πολλοί ώριμης ηλικίας, ηλιοκαμένοι, με σκούρα ρούχα, που από μακριά φάνταζαν τεράστιοι λεκέδες στην αψεγάδιαστη λευκότητα της πέτρας. Ήμουν στο τζιπ, περαστικός από εκεί. Σταμάτησα ένα λεπτό για να κοιτάξω καλύτερα, σαν να μην πίστευα σ’ αυτό που έβλεπα, σ’ αυτό που καταλάβαινα πως το απόσπασμα απέναντι ήταν έτοιμο να κάνει. Ανάμεσα στους άνδρες ξεχώρισα κάποια παιδιά αμούστακα ακόμα. Ύστερα, απροσδόκητα, το πρόσωπο ενός άνδρα παγίδεψε το βλέμμα μου.
Πρόσωπο ερημωμένο από ελπίδα, τοπίο σεληνιακό. Τα μάτια του δυο σχισμές και μέσα τους λεπίδι η γνώση. Το ’βλεπα, ήξερε! Ήξερε πως πεθαίνει. Κρατούσε ίσιο το σώμα του. Ήταν ψηλός και μυώδης. Φορούσε μπλε πουκάμισο. Τα μάτια του δεν τα ’δα καθαρά τι χρώμα είχαν. Είδα μόνο την απελπισία να φωσφορίζει στους βολβούς του, που γύριζαν τρελά μέσα στις σάρκινες θήκες τους. Έμοιαζε κιόλας φευγάτος από κει. Δεν ξέρω αν έλπιζε ακόμα στον “από μηχανής Θεό”. Έτσι δεν έλεγαν οι δικοί σας κλασικοί; Ένα μπλε πουκάμισο στημένο στον τοίχο, που ιδρώνει απ’ τη ζέστη και το φόβο του θανάτου, μπορεί, πού ξέρεις, να ελπίζει ως την ύστατη στιγμή. Έβαλα μπρος κι απομακρύνθηκα. Στα εκατόν πενήντα μέτρα περίπου, οι ριπές με πρόλαβαν.

Πριν προλάβω να το σκάσω απ’ το χώρο. Επαναλαμβανόμενες σαν εφιάλτης. Δε γύρισα να κοιτάξω. Το πρόσωπο του άνδρα μ’ ακολούθησε, σφηνωμένο στον αμφιβληστροειδή μου, ημέρες πολλές, μέχρι που σβήστηκε από φρέσκια, πιότερο νωπή φρίκη. Ήθελα να ελπίζω, μου ’γινε σχεδόν εμμονή, πως οι ριπές που άκουσα δεν είχαν σχέση με τον τοίχο, με τους ανθρώπους εκεί πέρα. Ήθελα να μην έχω παραστεί στη σκηνή. Ήθελα να ’μουν αλλού. Ήταν πάρα πολλοί για να ’ναι ο θάνατός τους πραγματικότητα. “Πόσοι θάνατοι χρειάζονται μέχρι να καταλάβει κανείς πόσοι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί;”, ρωτούσε ο Ντύλαν το ’70. Εγώ, πάντως, δεν ξέρω ν’ απαντήσω...

... Με είχαν στείλει να περισυλλέξω ένα κανόνι που είχε πάθει βλάβη κι είχε μείνει σε κάποιο σημείο του δρόμου. Η διαδικασία αυτή λέγεται στη γλώσσα του στρατού περισυλλογή. Νομίζω ότι είχα πάει μαζί με τον αρχιλοχία τον Νετζατίν, το μάγο των αυτοκινούμενων οβιδοβόλων. Θυμάμαι ότι περάσαμε μέσα από ένα πολύ φτωχό χωριό. Υπήρχαν παντού πτώματα που βρίσκονταν ήδη σε αποσύνθεση και μύριζαν φρικτά. Τα μόνα ζωντανά όντα που συναντούσαμε ήταν οι μύγες. Κοπάδια ολόκληρα, σμήνη, πάνω στα πτώματα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και το θέαμα μόνο, χωρίς τη βρώμα, θα έπρεπε να μας είχε τρέψει σε φυγή. Όμως πεινούσαμε. Έπρεπε να βρούμε επειγόντως κάτι να φάμε. Η πείνα, βλέπεις, και το αίσθημα αυτοσυντήρησης ήταν πιο δυνατό από τη φρίκη και την αηδία που νιώθαμε.
Ας γυρίσουμε, όμως, πάλι στο ανοικτό νεκροταφείο που σου ’λεγα πριν. Εγώ, μαζί μ’ ένα λοχία, μπήκα σ’ ένα σπίτι. Ανακαλύψαμε μερικά κομμάτια χαλούμι, κυπριακό τυρί. Τα πήραμε και βγήκαμε έξω. Σε δευτερόλεπτα οι μύγες άφησαν τα πτώματα και πέσαν στο τυρί μας. Κόβαμε με το χέρι ένα κομμάτι και ως να φτάσει στο στόμα μας άλλαζε χρώμα. Γινόταν μαύρο...».

«Ο τουρκικός στρατός επιβίωσε στο κυπριακό έδαφος από την πρώτη μέρα της εισβολής μέχρι το τέλος του Αυγούστου με τις λεηλασίες. Ο ανεφοδιασμός δε λειτούργησε ποτέ. Σιτιζόμασταν με τ’ αποθέματα που είχαν εγκαταλείψει στα σπίτια τους οι Ελληνοκύπριοι και με όσα μας έδιναν οι Τουρκοκύπριοι».

Ο Δρ. Κιουτσούκ, μέσα από την αφήγησή του, υποστηρίζει πως τις ομαδικές εκτελέσεις τις έκανε ο τουρκικός στρατός και τις δολοφονίες οι Τουρκοκύπριοι.

«Μίλησα για τους νεκρούς Ελληνοκύπριους που είδα στην πορεία μας μέσα απ’ την κυπριακή ύπαιθρο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ζωντανοί αγνοούμενοι... Η παράδοση της διεξαγωγής του πολέμου στην Τουρκία είναι πολύ ισχυρή. Προσπαθούσα να πείσω τους στρατιώτες μου να μη σκοτώνουν αιχμαλώτους, με το επιχείρημα ότι θα μπορούσαμε να τους ανταλλάξουμε με δικούς μας. Είχαμε τόσους πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. Τους έβλεπα στοιβαγμένους κατά δεκάδες μέσα στα λεωφορεία. Άκουγα ότι τους πηγαίναν στις φυλακές στα Άδανα και στο Ισκεντερούν. Ήξερα ότι αυτό δε συμβάδιζε με την τουρκική πρακτική. Εδώ ο Εβρέν, το ’80, όταν άρχισαν οι δολοφονίες των αριστερών, απευθυνόταν αφελέστατα στο λαό και ρωτούσε: “Τι θέλετε να τους κάνω; Να τους βάλω φυλακή για να τους ταΐζω;”. Πόσο μάλλον τους αιχμαλώτους. Εγώ προσωπικά έσωσα πολλούς. Τους άφηνα ελεύθερους να φύγουν. Έρχεται στο νου μου ο Γιώργος. Ήταν μια άγρια τίγρις. Νόμιζα ότι θα μας σκοτώσει. Έφυγε, γλίτωσε. Ομαδικές εκτελέσεις έγιναν από τον τουρκικό στρατό. Όμως, να ξέρεις, τις περισσότερες δολοφονίες τις διέπραξαν οι Τουρκοκύπριοι, οι γνωστοί mukavement mucahit (μουκαβεμέτ μουτζαχίντ). Όταν άρχισε ο πόλεμος, τους συμπεριέλαβαν σε κανονικές μονάδες. Ήταν όμως δειλοί και από τις πρώτες μέρες δραπέτευσαν. Οι μουτζαχίντ ανήκαν στην παραστρατιωτική δύναμη που λειτουργούσε μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, τη γνωστή Οργάνωση Τουρκικής Αντίστασης (ΤΜΤ). Διατηρούσαν στενές σχέσεις με τον αντίστοιχο μηχανισμό που είχε στήσει το ΝΑΤΟ στην Τουρκία, αυτόν που στη Δύση είναι γνωστός ως Gladio και, στην Ελλάδα, αν δεν κάνω λάθος, ως Κόκκινη Προβιά. Αρχηγός τους ήταν ο σημερινός πρόεδρος της “Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου”, ο Ντενκτάς. Αυτός υπήρξε, πράγματι, εγκληματίας πολέμου και όχι ο Κάρατζιτς».

Ο “Αττίλας ΙΙ” και η κορύφωση της κυπριακής τραγωδίας – 14 Αυγούστου 1974

Ατίλλας ΙΙ: Οι Τούρκοι ολοκληρώνουν την εισβολή στην Κύπρο

Ατίλλας ΙΙ: Οι Τούρκοι ολοκληρώνουν την εισβολή στην Κύπρο | Έθνος (ethnos.gr)



Δεν υπάρχουν σχόλια: