Όταν είσαι πρόσφυγας 3ης γενιάς από την πόλη σύμβολο των λαών της γης ,την πόλη που ίδρυσε ο Βύζας ο Μεγαρεύς απέναντι από την χώρα των τυφλών και την έκανε ξακουστή στα πέρατα της οικουμένης ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας και Άγιος της Χριστιανοσύνης Μέγας Κωνσταντίνος, την πόλη με τα αλλεπάλληλα στρώματα πολλών διαφορετικών πόλεων που τη καλύπτουν και κρύβουν μέσα τους έναν εσωτερικό πυρήνα με την αληθινή της ταυτότητα, που αν θέλεις να τη γνωρίσεις πρέπει να ξεφλουδίσεις αυτά τα στρώματα, τότε θα αποκαλυφθούν μπροστά σου 2.700 χρόνια ιστορίας.
Όταν οι προ-παππούδες σου έζησαν πάνω από 800 χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και υποχρεώθηκαν από τα γεγονότα του 1922 να ξεριζωθούν απ τα σπίτια τους, τότε αισθάνεσαι μια κρυφή υπερηφάνεια, ότι δεν είσαι «ακαθορίστου υπηκοότητας».
Τη γλώσσα αυτών των Ρομά, τη «χάσι ρομανί» (την πιο καθαρή ρομανί) θα προσπαθήσω με πολύ σεβασμό και ταπεινότητα να κάνω γνωστή στον αναγνώστη της Ευρώπης και του κόσμου. Είναι η γλώσσα που μας κληροδότησαν στο πέρασμα των αιώνων, όλοι αυτοί που έζησαν στο περιθώριο της παγκόσμιας κοινωνίας ,όπως «Οι Άθλιοι» του Βίκτωρ Ουγκώ .
Οι ανησυχίες μου για την καταγραφή της ρομανί ξεκίνησαν πριν από 25 χρόνια περίπου , όταν ήμουν ακόμα μαθητής στο Εσπερινό λύκειο της Αμαλιάδας .Από τότε εως σήμερα με καθημερινές σχεδόν συζητήσεις – συνεντεύξεις με ανθρώπους μεγαλύτερων ηλικιών προσπαθούμε να ξαναθυμηθούμε τη γλώσσα μας.
Η ρομανί είναι πλήρως δομημένη με αυθεντική φωνολογία , εμπλουτισμένη από ξένες συνεισφορές λεξιλογικά , έχει όμως διατηρήσει και την Ινδική κληρονομιά της.
Οι λέξεις ντε – δώσε, ντίκ – κοίτα, κκχέλ – χόρεψε, ππιρ – περπάτα, τζζάα – περπάτα είναι μερικές από τις δεκάδες λέξεις που απαντούν τόσο στην Ινδική γλώσσα όσο και στη ρομανί.
Ασπάζομαι απόλυτα την άποψη του Ούγγρου Stephan Valyi (18ος αι.), ο οποίος πρώτος μίλησε για την ινδική καταγωγή των ρομά. Συγκρίνοντας τη ρομανί της περιοχής Gyor με αυτή τριών συμφοιτητών του απ΄ τη νοτιοδυτική Ινδία διαπίστωσε ότι υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία. Αρκετές λέξεις ήταν κοινές με αποτέλεσμα να επικοινωνήσουν μέσω της γλώσσας τους, όταν τους έφερε σε επαφή.
Σήμερα η θεωρία που μπορεί να αμφισβητηθεί λιγότερο είναι εκείνη που δέχεται ότι οι Ρομά με τα αδερφά και συγγενικά τους φύλα έχουν ινδική καταγωγή και ότι κατοικούσαν στο βορειοδυτικό τμήμα της Ινδίας σε μια έκταση που ακόμα και σήμερα υπάρχουν συγγενικοί τους πληθυσμοί και μιλούν παρόμοια γλωσσικά ιδιώματα.
Το «πείραμα» της Αμαλιάδας
Η πόλη της Αμαλιάδας είναι η πρώτη στον κόσμο στην οποία ένα κοινό 30 περίπου ανθρώπων μη Ρομά, για δύο εξάμηνα προσπάθησε να μάθει τη ρομανί τσιπ. Το όλο εγχείρημα έλαβε χώρα στη βιβλιοθήκη της πόλης στα πλαίσια της «Φιλοτεχνικής», μιας πρωτοβουλίας εθελοντών με επικεφαλής τον εμπνευστή της Νίκο Σαφαρή, με στόχο την δια βίου εκπαίδευση ενηλίκων.
Το μαθητευόμενο κοινό αποτελούνταν από καθηγητές, δάσκαλους, φοιτητές και απλούς πολίτες. Επειδή δεν είμαστε παιδαγωγοί, προσπαθήσαμε να κάνουμε με ένα πολύ απλό τρόπο το μάθημά μας: χρησιμοποιώντας τη δύναμη της εικόνας, προβάλλαμε στιγμές απ΄την καθημερινότητα των ρομά, ήθη και έθιμα. Ταυτόχρονα χρησιμοποιούσαμε διαλόγους βάζοντας τους μαθητές να επαναλαμβάνουν με προφορά τις λέξεις και τις προτάσεις. Το αποτέλεσμα; Εντυπωσιακό!!
Στο μοναδικό αυτό «πείραμα» συμμετείχαμε με τον συγγραφέα των τσιγγάνικων ιστοριών, Κωνσταντίνο Χηνά, ανοίγοντας την πόρτα, ώστε να γίνει γνωστή η κουλτούρα και η ζωή της γειτονιάς μας (κι όλων των ρομά), μέσω της εκμάθησης της ρομανί. Ήταν μια αξιόλογη προσπάθεια προκειμένου να καθαρίσει το θολό γυαλί που υπάρχει μπροστά από τους Ρομά.
Η πορεία των τσιγγάνων από την Πόλη στην Αμαλιάδα
(Από το Εντερλέζι την γιορτή των ρομά στην συνοικία Παπακαυκά Αμαλιάδας)
Το 1922 με την ανταλλαγή του πληθυσμού ένα μεγάλο κομμάτι των τσιγγάνων εκδιώχτηκαν από την Κωνσταντινούπολη ως Έλληνες εξαιτίας της άρνησης τους να ασπαστούν τον μουσουλμανισμό. Ήταν βλέπετε χριστιανοί τουλάχιστον για 3-4 γενιές. Όσοι αλλαξοπίστησαν έμειναν στα σπίτια τους.
Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου έδωσε στα Ρόμα σπίτια στην Θράκη . Ήταν τα σπίτια των τούρκων που εκδιώχθηκαν, άλλοι απ΄ αυτούς έμειναν, άλλοι έφυγαν. Οι Ρόμα συμμετείχαν στα συσσίτια που παρείχε η ελληνική κυβέρνηση από το 1922 έως και το 1928. Πριν εκδιωχθούν είχαν παρουσία στην πόλη πάνω από 800 χρόνια. Οι πιο πολλοί ήταν ενταγμένοι στον ιστό της βασιλεύουσας. Είχαν αποκτήσει τα δικά τους σπίτια και περιουσίες. Τα αρνήθηκαν και πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς όπως και χιλιάδες Έλληνες της Πόλης. Στην Ελλάδα όμως δεν αναγνωρίστηκαν ως Έλληνες ούτε ως πρόσφυγες ούτε και ως μειονότητα. Γιατί δεν τους διεκδίκησε κανένα κράτος. Οι γεροντότεροι πάντα μίλαγαν και έλεγαν για τα μέρη που ζούσαν.
Το Πασιμ κάσα, το Σουλουκουλε και η Σιλιβρια κατάφεραν πάνω από 15 αιώνες να κρατήσουν ζωντανά την προφορική και μουσική τους γλώσσα, μια γλώσσα που δεν γράφεται. Και αν γραφτεί με διάφορους χαρακτήρες χάνεται η ουσία αφού δεν προφέρεται σωστά. Για χάρη του χριστιανισμού πολλά έθιμα άφησαν πίσω τους και πολλά έχουν έως και σήμερα.
Πολλοί λαοί τους παρεξήγησαν για τα ήθη και τα έθιμα που κουβαλούσαν. Αλλά για να γνωρίσεις την κουλτούρα ενός λαού πρώτα πρέπει να μάθεις την γλώσσα του. Έτσι θα μπορέσεις να καταλάβεις τον τρόπο ζωής του.
Φεύγοντας το 1922 από την Κωνσταντινούπολη έως και το1925 έμειναν στην Θράκη. Πολλές οικογένειες όμως δεν διέκοψαν την πορεία τους καθώς είχαν προορισμό την Αθήνα. Το 1925 έγινε η πρώτη τους σύσκεψη στην οποία αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πολλές οικογένειες διαφώνησαν και εγκαταστάθηκαν στην Ξάνθη όπου ζουν έως και σήμερα. Αρκετά σόγια έμειναν στις Σέρρες άλλοι κατέβηκαν στην Θεσσαλονίκη, οι πιο πολλοί εξαπλώθηκαν σε διάφορες πόλεις της Μακεδονίας.
Το 1935 μετακινούνται προς το νότο λόγω των δυσχερών καιρικών συνθηκών που επικρατούν στην γη της Μακεδονίας. Θυμίζουμε το πόσο δύσκολη είναι η ζωή στην ύπαιθρο και στα τσαντίρια. Φτάνοντας στην Κατερίνη αρκετοί διέκοψαν την πορεία τους.
Τα χρόνια του πολέμου 1940 -1945, τους συναντάμε στην Λάρισα, την Λαμία, την Άμφισσα, την Ιτέα, την Ναύπακτο, την Πάτρα.
(Οι ΠΑΝΘΗΡΕΣ της Αμαλιάδας ξεχώρισαν με την παρουσία τους στα τοπικά πρωταθλήματα – η φωτο από το 2011)
Στην διάρκεια της περιπλάνησης τους το αντικείμενο εργασίας τους ήταν γανωτήδες και τεχνητές αντικειμένων, σμίλευαν τον χαλκό και το μπρούντζο. Κατασκεύαζαν διάφορα αντικείμενα προς χρήση της εποχής εκείνης: ροή – κουτάλια, πιροοια – πιρούνια, τζεσμπες – μπρίκια, τιντζιρες – τεντζερέδες, ναστραπες – μπρούτζινα κύπελλα.
Ήταν εργάτες της γης, δούλευαν στα καπνά και σε διάφορες γεωργικές εργασίες.
Αρκετές φορές κινδύνεψαν να κατασπαραχτούν από πεινασμένα και άγρια ζώα, όπως αρκούδες και λύκους διασχίζοντας με τα κάρα διάφορα δάση προκειμένου να φτάσουν κοντά σ΄ ένα χωριό ή μια πόλη.
Κατοικούσαν πάντα κοντά σε ποτάμια προκειμένου να έχουν νερό για τις ανάγκες τους. Και όταν πήγαιναν στα χωριά για να πουλήσουν την πραμάτεια τους και τους ρωτούσαν από που είσαστε. Αυτοί απαντούσαν με περηφάνια:«Είμαστε από την ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ . Μας έδιωξαν από εκεί μαζί με τους άλλους Έλληνες. Εκεί είχαμε τα δικά μας σπίτια εδώ δεν έχουμε τίποτα.»
Οι ιστορίες που αφηγούνται μοιάζουν με παραμύθι. Έχω την τύχη να τους καταλαβαίνω. Κουβαλώ το DNA ενός πρόσφυγα ΤΣΙΓΓΑΝΟΥ. Ο αναστεναγμός τους είναι και δικός μου. Θα προσπαθήσω να μοιραστούν μαζί σας κάτι που δεν έχει ξανά γίνει στο παρελθόν. Θα σας κάνω γνωστές πραγματικές ιστορίες που διαδραματίστηκαν στην πορεία των Ρομά. Από την έξοδο τους από την Κωνσταντινούπολη έως και την εγκατάστασή τους στη φιλόξενη Αμαλιάδα.
Υπάρχουν ιστορίες που έφτασαν από τους πατεράδες και τους παππούδες μας από 100 έως και 200 χρόνων. Επειδή ήταν αναλφάβητοι έβαζαν για ημερομηνία ένα σημάδι, για παράδειγμα ένα γάμο ή μια τραυματική τους εμπειρία. Οι ιστορίες περνούν από τον παππού στον εγγονό έτσι αχρονολόγητα.
Αγάπη, έρωτας, Παξοί, ένταση, φόβος, μαγείες, τρόμος από την ζωή τους στην ύπαιθρο. Πέρασαν από στοιχειωμένα μέρη. Είδαν τσιοχανε – φαντάσματα νεράιδες. Τον πνιγμό μικρών παιδιών και γυναικών στα ποτάμια καθώς έπλεναν τα ρούχα των παιδιών τους. Αυτοκτονίες ερωτευμένων και απογοητευμένων παιδιών.
Οι ιστορίες που θα αφηγηθώ δεν αντιπροσωπεύουν τον ευρύτερο λαό των τσιγγάνων. Αλλά μόνο αυτούς που γνωριζω. Οι Κωνσταντινοπολήτες Ρομά διαμένουν σε 4 Νόμους της Ελλάδας απ΄ ότι γνωρίζω: Ξάνθη, Αγία Βαρβάρα, Αθήνα Αττικής, Κάτω Αχαγιά Αχαΐας. Και τέλος Αμαλιάδα γειτονιά Παπακαυκά του δήμου Ήλιδας νόμος Ηλείας. Απ΄ όπου και γράφονται οι τσιγγάνικες ιστορίες αγάπης.
Τα βραδάκια άναβαν μια φωτιά και καθόντουσαν γύρω απ΄ αυτή, κουβέντιαζαν και αφηγούνταν διάφορες ιστορίες από την ζωή τους στο καραβάνι για την μεγάλη πορεία τους προς την ελευθερία. Έτσι περνάει ο καιρός των Ρομά.
Ο ΠΝΙΓΜΟΣ
Μια μέρα πήγαν πολλές γυναίκες στο ποτάμι να πλύνουν τα ρούχα των παιδιών τους. Καθώς έπλεναν , τραγουδούσαν και γελούσαν μεταξύ τους. Ξαφνικά μια ρομνη τσιγγάνα παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά του ποταμού. Οι άλλες άρχισαν να φωνάζουν, μη μπορώντας να την βοηθήσουν. Χτυπιόντουσαν και φώναζαν τόσο πολύ που οι φωνές τους ακούστηκαν μέχρι το καραβάνι. Όλοι κατάλαβαν πως κάτι κακό είχε συμβεί και άρχισαν να τρέχουν προς το ποτάμι.
Οι άνδρες έψαχναν να βρουν την γυναίκα, μάταια όμως καθώς είχε παρασυρθεί ήδη πολύ μακριά από το σημείο που την αναζητούσαν. Μετά από αρκετές ώρες ένας Ρομ άνδρας ξαφνικά άρχισε να φωνάζει: «Να την, να την» . Σε μια μακρινή απόσταση από εκεί που παρασύρθηκε είχε σκαλώσει η φούστα της σε έναν κορμό δένδρου. Έτρεξαν και την έβγαλαν από το ποτάμι, μα ήταν αργά πια. Η γυναίκα είχε πνιγεί. Και τότε ένας πανικός επικράτησε και άρχισαν να φωνάζουν:
«ΚΙΝΤΕΝ ΛΕ ΧΟΥΡΝΤΕΝ ΚΑΤΑΡ Ε ΛΕΝ ΤΑ ΚΕΡΕΝ ΠΑΛΠΑΛΕ.» – Μαζέψτε τα παιδιά απο το ποτάμι και κάντε πίσω.
Οι άνδρες έφεραν την νεκρή γυναίκα στο καραβάνι. Φωνές, πόνος, κλάματα και δυστυχία στο καραβάνι. Κλαίγοντας λέγανε: «ΣΟΣΚΕ ΝΤΕΒΛΑ ΜΟΥ ΣΟΣΚΕ» – γιατί θεέ μου γιατί. Σκοτείνιασε η μέρα, χάθηκε ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους.
Άφησε πίσω της η γυναίκα τέσσερα παιδιά έναν άνδρα και μια γριά πεθερά.
Το βράδυ ξενυχτούσαν για την γυναίκα που έφυγε ξαφνικά και τόσο νωρίς από τον κόσμο. Το καραβάνι την κλαίει και οι φίλες κλαίγοντας της τραγουδούν θλιβερά τραγούδια και μοιρολογούν την αγαπημένη τους φίλη. Οι άνδρες σιωπηλοί μη μπορώντας να πουν τίποτα για το κακό που τους βρήκε, σε μια άκρη κάθονται και κλαίνε.
Ρωτάει ο Γιώργος τον πατέρα του γεμάτος ανησυχία:
«Γιατί πατέρα να συμβαίνουν όλα αυτά την μια να πνίγεται ένα παιδί την άλλη μια γυναίκα ή ένας άνδρας; Γιατί να κατασκηνώνουμε πάντα κοντά σε ποτάμια;
«Αχ παιδί μου χρειαζόμαστε νερό, από που θα το πάρουμε παιδί μου; Δεν έχουμε πια κάτι δικό μας. Ο κόσμος το μόνο που θέλει από εμάς είναι κάτι που τους χρειάζεται.»
«Όχι πατέρα, δεν είναι έτσι.»
Αφού ξημέρωσε έθαψαν την γυναίκα και πενθούν πια την νεαρή τσιγγάνα που έφυγε ξαφνικά από το καραβάνι. Κανείς δεν εργάζεται για τρεις μέρες, την τέταρτη αρχίζει ξανά το έργο της επιβίωσης. Έχουν να θρέψουν και τα ορφανά που άφησε πίσω της η νεαρή γυναίκα.
Μια μέρα καθώς δούλευαν φτιάχνοντας τζεσμπες – μπρίκια για καφέ. ο ανήσυχος Γιώργος σταμάτησε για λίγο και λέει στον πατέρα του:
«Εγώ δεν συμφωνώ πατέρα με αυτά που μου έλεγες εκείνη την βραδιά. εγώ όταν μεγαλώσω θα αλλάξω πολλά πράγματα στην Φυλή μας.»
Και καθώς τον άκουγε ο πατέρας του, τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο στοργή και αγάπη. Μα ένα παράπονο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του και αμέσως του λέει ο Γιώργος:
«Πατέρα μη με κοιτάς έτσι, δεν αντέχω το παράπονο σου.»
Και συνέχισαν να δουλεύουν μέχρι που βασίλευσε ο ήλιος.
Κωνσταντίνος Χηνάς
/proini.news/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου