Γρηγόρης Αυξεντίου
1928 – 1957
Ήρωας του ελληνοκυπριακού αγώνα κατά των άγγλων δυναστών στη μεγαλόνησο.
Γεννήθηκε στο χωριό Λύση Αμμοχώστου στις 22 Φεβρουαρίου 1928. Με την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο μετέβη στην Ελλάδα για να σπουδάσει στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Μπήκε τελικά στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών και παράλληλα μελετούσε για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική. Υπηρέτησε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα ως Ανθυπολοχαγός πεζικού και μετά επέστρεψε στην Κύπρο, όπου εργάστηκε ως οδηγός ταξί.
Στις 20 Ιανουαρίου 1955 έγινε η πρώτη συνάντηση του Αυξεντίου με τον Γεώργιο Διγενή - Γρίβα, που ήταν αρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) και μπήκε στον αγώνα κατά των Άγγλων. Την άνοιξη του ιδίου χρόνου συμμετείχε στις επιθέσεις κατά της Ηλεκτρικής Εταιρείας και του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Λευκωσίας.
Πολύ γρήγορα διακρίθηκε για τις ηγετικές του ικανότητες και του δόθηκε η θέση του υπαρχηγού της Ε.Ο.Κ.Α, της μεγαλύτερης απελευθερωτικής οργάνωσης στο νησί, με κύριο στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της σύντομης αντιστασιακής του δράσης έλαβε τα ψευδώνυμα «Ζήδρος», «Ρήγας», «Αίαντας», «Άρης», «Μάστρος» και «Ζώτος».
Οι Άγγλοι κατακτητές έκαναν πολλές προσπάθειες για να τον συλλάβουν και τον επικήρυξαν με 5.000 λίρες. Ο Αυξεντίου πάντα τους ξέφευγε και ποτέ δεν έχασε το κουράγιο του. Μια φορά μεταμφιέστηκε σε καλόγερο και κέρασε τους άγγλους διώκτες του χωρίς να τον αναγνωρίσουν. Στις 10 Ιουνίου του 1955 βρήκε την ευκαιρία να παντρευτεί την αγαπημένη του Βασιλική στο μοναστήρι του Αχειροποιήτου.
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1957 οι αγγλικές δυνάμεις ασφαλείας έλαβαν την πληροφορία από ένα βοσκό ότι ο Αυξεντίου και η ομάδα του κρύβονται σε μια σπηλιά πλησίον της Μονής Μαχαιρά στο όρος Τρόοδος. Αμέσως, απόσπασμα από 60 στρατιώτες έφθασε εκεί το απόγευμα της 2ας Μαρτίου. Περικύκλωσε τη σπηλιά και κάλεσε τον Αυξεντίου να παραδοθεί. Ο επικεφαλής του βρετανικού αποσπάσματος, ανθυπολοχαγός Μίντλετον, πλησίασε την είσοδο της σπηλιάς και φώναξε: «Ρίξε τα όπλα σου και παραδώσου, αλλιώς θα επιτεθούμε». Κάποιος απάντησε: «Καλά παραδινόμαστε». Τέσσερις άνδρες βγήκαν έξω, όχι και ο Αυξεντίου. Ο Μίντλετον τον κάλεσε και πάλι να παραδοθεί, αλλά έλαβε την υπερήφανη απάντηση «Μολών λαβέ».
Αμέσως, τέσσερις στρατιώτες όρμησαν μέσα στην σπηλιά. Ο Αυξεντίου τους υποδέχτηκε με καταιγιστικά πυρά. Οι τρεις Βρετανοί οπισθοχώρησαν έντρομοι, ο τέταρτος, ένας δεκανέας, έπεσε νεκρός. Ο Μίντλετον ζήτησε ενισχύσεις, οι οποίες κατέφθασαν αμέσως με ελικόπτερα. Η μάχη συνεχίσθηκε για 10 ώρες, χωρίς αποτέλεσμα για τους επιτιθέμενους. Μπροστά στο αλύγιστο θάρρος του Αυξεντίου και αφού χρησιμοποίησαν όλων των ειδών τα όπλα, οι Βρετανοί έρριψαν στη σπηλιά βόμβες πετρελαίου. Τεράστιες φλόγες κάλυψαν το σπήλαιο, για να τυλίξουν σε λίγο το κορμί του Αυξεντίου.
Η μάχη τελείωσε στις 2 το βράδυ της 3ης Μαρτίου 1957. Το πτώμα του ηρωικού πατριώτη βρέθηκε απανθρακωμένο και τάφηκε την επομένη στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, στο χώρο που είναι γνωστός σήμερα ως «Τα Φυλακισμένα Μνήματα». Ο Γρηγόρης Αυξεντίου ήταν μόλις 29 ετών.
Κατίνα Παξινού
1900 – 1973
1900 – 1973
Η Κατίνα Παξινού υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα ηθοποιός που κατάφερε να σταθεί στο Χόλιγουντ και μάλιστα με δικούς της όρους, να διαπρέψει θεατρικά και κινηματογραφικά στην Ευρώπη, να ξεχωρίσει ως τραγωδός παγκοσμίου βεληνεκούς.
Η Αικατερίνη Κωνσταντοπούλου, όπως ήταν το πατρικό της επώνυμο, γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1900 στον Πειραιά και ήταν κόρη του αλευροβιομήχανου Βασίλη Κωνσταντόπουλου. Σπούδασε μουσική και κλασικό τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης, καθώς και σε ανάλογες σχολές του Βερολίνου και της Βιέννης. Πρωτοεμφανίστηκε στη Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά το 1920, ερμηνεύοντας τον βασικό ρόλο στην όπερα «Αδελφή Βεατρίκη» του Δημήτρη Μητρόπουλου.
Είχε ήδη παντρευτεί τον βιομήχανο Γιάννη Παξινό, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, η μία εκ των οποίων πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία. Οι προσπάθειές της για καριέρα στον χώρο του λυρικού θεάτρου δεν θα ευοδωθούν και έτσι το 1929 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο πρόζας ως μέλος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ «Η Γυμνή Γυναίκα». Εκεί γνωρίζει τον Αλέξη Μινωτή, τον ερωτεύεται και τον παντρεύεται, έχοντας χωρίσει με τον Παξινό, του οποίου θα κρατήσει το επίθετο για το υπόλοιπο της καλλιτεχνικής της πορείας.
Το 1931, προσχωρεί μαζί με τον Αλέξη Μινωτή, στον Συνεταιρικό Θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, που παρουσιάζει σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως: «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο' Νιλ, «Ο Πατέρας του Αυγούστου» του Στρίντμπεργκ, «Ο θείος Βάνιας» του Τσέχωφ.
Από το 1932 έως το 1940, εμφανίζεται στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμηνεύει ρόλους που την καταξιώνουν ως κορυφαία ηθοποιό της ελληνικής σκηνής. Με τη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου θα εμφανιστεί στο Λονδίνο, τη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο, ερμηνεύοντας το ρόλο της Ηλέκτρας στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, την Γερτρούδη στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, την Κυρία Άλβινγκ στους «Βρικόλακες» του Ίψεν. Την περίοδο του πολέμου εγκαθίσταται στις ΗΠΑ, όπου εμφανίζεται στο Μπρόντγουεϊ και ερμηνεύει σπουδαίους ρόλους στον κινηματογράφο, με τους οποίους κερδίζει τη διεθνή αναγνώριση.
Το 1950 επιστρέφει στην Ελλάδα και εμφανίζεται πάλι μαζί με τον Αλέξη Μινωτή στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με το οποίο περιοδεύει στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ξαναπαίζει στη Νέα Υόρκη στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, έργο που επαναλαμβάνει στην Αθήνα στο Θέατρο Κοτοπούλη. Μετά το 1957, εμφανίζεται μόνιμα στη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας έργα του αρχαίου Θεάτρου και του σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου. Ανάμεσα σ' αυτά, η «Εκάβη», η «Μήδεια», οι «Φοίνισσες» και οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, ο «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, «Η επίσκεψις της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ, «Το Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο' Νιλ, «Η τρελή του Σαγιό» του Ζαν Ζιροντού, ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ.
Αλέξης Μινωτής, συγκροτούν θίασο που εμφανίζεται στο Θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης, και στο Θέατρο «Διάνα» της οδού Ιπποκράτους. Στο «Σινεάκ», το κινηματοθέατρο που αργότερα θα μετονομαστεί σε «Θέατρο Παξινού», παίζει στα έργα «Η Ήρα και το παγώνι» του Σον Ο' Κέιζι, «Οι παλαιστές» του Στρατή Καρρά, οι «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα, ενώ την περίοδο 1971 - 1972 ερμηνεύει στο Θέατρο «Πάνθεον», την τελευταία μεγάλη επιτυχία της, ως «Μάνα Κουράγιο» στο ομώνυμο έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ.
Το 1968 η Κατίνα Παξινού και ο
Στις κινηματογραφικές επιλογές της υπήρξε εκλεκτική, εξ ου και οι μόλις 11 ταινίες της. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τον Όρσον Γουέλς («Ο κύριος Αρκάντιν», 1955), τον Λουκίνο Βισκόντι («Ο Ρόκο και τ' αδέλφια του», 1960) και φυσικά τον Σαμ Γουντ ( «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα»), όπου έπαιξε τη δυναμική αντάρτισσα του ισπανικού εμφυλίου που μπορούσε να προβλέπει το μέλλον. Για την ερμηνεία της τιμήθηκε το 1944 με το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου, ενώ το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπιαρίτς για την ερμηνεία της στην ταινία του Ντάντλεϊ Νίκολς «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».
Η Παξινού έπαιξε σε μια και μόνο ταινία ελληνικής παραγωγής, το 1969, στο «Νησί της Αφροδίτης» του Γιώργου Σκαλενάκη, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλέξη Πάρνη. Ο Αλέκος Σακελλάριος ήθελε πολύ να παίξει η Παξινού τον ρόλο της θείας Καλλιόπης στη ταινία του « Η Θεία από το Σικάγο», αλλά αντέδρασε ο Φίνος, που πίστευε ότι η ταινία δεν θα έχει επιτυχία, επειδή έχουν μάθει να τη βλέπουν σε τραγωδίες στην Επίδαυρο και όχι σε ελαφρές κωμωδίες στο σινεμά.
Εκτός από τις αξέχαστες ερμηνείες της στο Θέατρο και τον κινηματογράφο, η Κατίνα Παξινού έκανε μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο' Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη το 1933 και σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή το 1952.
Παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α' και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλα Ντ' Εστέ».
Η Κατίνα Παξινού πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 1973 στην Αθήνα, σε ηλικία 72 ετών.
Νίκος Κούνδουρος
1926 – 2017
1926 – 2017
Σκηνοθέτης και σεναριογράφος, από τους κορυφαίους έλληνες κινηματογραφιστές. Ιδιαίτερα με τις ταινίες του «Μαγική Πόλις» (1954) και «Ο Δράκος» (1956), έφερε ένα φρέσκο αέρα στο κλίμα της γενικής μετριότητας που επικρατούσε στο χώρο του ελληνικού κινηματογράφου, κατορθώνοντας ν’ αναδείξει την «κρυμμένη» από το επίσημο κάδρο ελληνική πραγματικότητα, μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο. Σκηνοθέτησε συνολικά 11 ταινίες μυθοπλασίας, που κατέκτησαν πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926. Ο πατέρας του, ο δικηγόρος και πολιτικός Ιωσήφ Κούνδουρος (1885-1942), κρητικός από ατέλειωτες γενιές, δεν ανέχονταν ο γιος του να πολιτογραφηθεί Αθηναίος. Τον μετέφερε στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου, στις 15 Δεκεμβρίου 1926.
Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία αποφοίτησε το 1948. Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε στη Μακρόνησο, λόγω των αριστερών φρονημάτων του.
Μετά την αποφυλάκισή του αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τον κινηματογράφο και το 1954 σκηνοθέτησε την ταινία «Μαγική πόλις», με την οποία επιβλήθηκε αμέσως ως ένας ταλαντούχος και πρωτότυπος σκηνοθέτης. Η ταινία, που εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, καταπιάνεται με τη ζοφερή πραγματικότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων τού λαού.
Με το νεορεαλιστικό της ύφος, προαναγγέλλει την επόμενη ταινία του με τίτλο «Ο δράκος» (1956), η οποία μέχρι και σήμερα παραμένει μία από τις πιο σημαντικές δημιουργίες του ελληνικού κινηματογράφου. Ο ήρωάς του, ένας απλός υπαλληλάκος που η ομοιότητά του με έναν επικίνδυνο καταζητούμενο της αστυνομίας τον σπρώχνει στο να ζήσει μία σύντομη, αλλά έντονη εμπειρία, εκφράζει τη μοναξιά και την αποξένωση του μικροαστού σε μία καταπιεστική, χωρίς κανένα διέξοδο, κοινωνία, που ο σκηνοθέτης καταγράφει με ένα στυλ που ισορροπεί με επιτυχία τα νεορεαλιστικά στοιχεία με εκείνα του εξπρεσιονισμού.
Με τις δύο αυτές ταινίες του ο Κούνδουρος είναι ο πρώτος έλληνας σκηνοθέτης που «μπολιάζει τον κινηματογράφο με την εικαστική αντίληψη του πλάνου», όπως επισημαίνει ο συγγραφέας Γιάννης Σολδάτος και σηματοδοτεί την έναρξη της καλλιτεχνικής ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου.
Το 1958 ακολουθούν «Οι παράνομοι», που περιγράφουν τη φυγή μιας ομάδας ανταρτών στο τέλος του εμφυλίου πολέμου. Η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1959, όπου έλαβε εξαιρετικά θετικά σχόλια από κριτικούς και κοινό, ενώ την επόμενη χρονιά προβλήθηκε από το BBC.
Το 1959 γυρίζει την τέταρτη ταινία του «Στο Ποτάμι», όπου αφηγείται διάφορες ιστορίες με επίκεντρο ένα ποτάμι των βόρειων συνόρων της χώρας και με στόχο την καταγγελία τού πολέμου και της παράλογης καταστροφής. Η προσπάθειά του, όμως, να αφηγηθεί τις ιστορίες του αυτές με ένα παράλληλο μοντάζ αντιμετωπίζει την αντίδραση του αμερικανού συμπαραγωγού του, που επεμβαίνει και ξαναμοντάρει την ταινία σύμφωνα με τις δικές του απαιτήσεις, καταστρέφοντας έτσι την αρχική σύλληψη του σκηνοθέτη.
Το 1963 υπογράφει τις «Μικρές Αφροδίτες» σε σενάριο του Βασίλη Βασιλικού, μία ταινία με κύρια χαρακτηριστικά τον έντονο ερωτισμό και την πλαστική ομορφιά των εικόνων. Τον ίδιο χρόνο, η ταινία κατακτά το βραβείο σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου, βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, μουσικής και κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.
Το 1967 γυρίζει την τολμηρή ταινία «Πρόσωπο της Μέδουσας», η οποία έμεινε ημιτελής λόγω της αναχώρησης του Κούνδουρου από την Ελλάδα, την επομένη του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών. Αργότερα, η ταινία ολοκληρώθηκε στην Ιταλία και παρουσιάστηκε με τον τίτλο «Vortex».
Μετά την πτώση της δικτατορίας και την επιστροφή του στην Ελλάδα, υπογράφει το μουσικοπολιτικό ντοκιμαντέρ «Τα Τραγούδια της Φωτιάς» (1975) για την πτώση της χούντας και το 1978 το «1922», μία ταινία με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη «Το νούμερο 31328».
Η ενασχόλησή του με θέματα της ελληνικής ιστορίας συνεχίζεται και στις δύο επόμενες ταινίες του: Το «Μπορντέλο» (1984) αφηγείται την ιστορία της Ρόζας Βοναπάρτη (της περιβόητης «Μαντάμ Ορντάνς» του Αλέξη Ζορμπά) και των «κοριτσιών» της, στην Κρήτη την περίοδο του αγώνα για την απελευθέρωσή της και ο «Μπάιρον: Μπαλάντα για έναν δαίμονα» (1992) εκτυλίσσεται στο επαναστατημένο Μεσολόγγι του 1824, όταν καταφθάνει εκεί ο Λόρδος Βύρων.
Το 1998 παρουσιάζει την ταινία «Οι Φωτογράφοι», μία σύγχρονη αφήγηση της τραγωδίας του Σοφοκλή «Αντιγόνη» και το 2012 την τελευταία του δημιουργία «Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη», μία ταινία πολιτική και επίκαιρη, αγγλικής παραγωγής, σε δικό του σενάριο. Είχε, επίσης, σκηνοθετήσει τα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ: «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Αντιγόνη» και «Ελληνιστί Κύπρος».
Το 1998 εκδόθηκε το βιβλίο του «Stop Carré», με μακέτες, σχέδια και φωτογραφίες από τα πρόσωπα, τα σκηνικά και τα κοστούμια των ταινιών του. Το 2009 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Ονειρεύτηκα πως πέθανα».
Ο Νίκος Κούνδουρος πέθανε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 2017, σε ηλικία 90 ετών.
Λάκης Σάντας
1922 – 2011
1922 – 2011
Εμβληματική μορφή της Εθνικής Αντίστασης. Μαζί με τον φίλο του Μανώλη Γλέζο κατέβασαν τη χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη τη νύχτα της 30ής Μαΐου 1941, στην πρώτη αντιστασιακή ενέργεια των υπόδουλων Ελλήνων.
Ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας, με καταγωγή από τη Λευκάδα, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1922 στη Πάτρα, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Το 1934 η οικογένεια Σάντα εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου ο Λάκης Σάντας θα ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές το 1940. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία θα αποφοιτήσει μετά την Κατοχή.
Τη νύχτα της 30ής Μαΐου 1941 κατεβάζει, μαζί με το φίλο του Μανόλη Γλέζο, τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης. Το 1942, κυνηγημένος από τους Γερμανούς, εντάσσεται στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στην ΕΠΟΝ. Με τον ΕΛΑΣ θα πάρει μέρος σε αρκετές μάχες εναντίον των κατακτητών στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και την Αττικοβοιωτία και θα τραυματισθεί το 1944.
Μετά την απελευθέρωση θα κυνηγηθεί για τα αριστερά του φρονήματα από το επίσημο κράτος. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία και τον επόμενο χρόνο, ενώ υπηρετεί τη θητεία του στο Ναυτικό, φυλακίζεται στην Ψυττάλεια, απ’ όπου το 1948 στέλνεται στη Μακρόνησο. Αποφυλακίζεται το 1950 και διαφεύγει στην Ιταλία. Τελικά, θα εγκατασταθεί στον Καναδά, όπου θα ζητήσει πολιτικό άσυλο.
Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα, με προτροπή του πατέρα του, αλλά συνελήφθη και πάλι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Μέχρι τη συνταξιοδότησή του έκανε διάφορες δουλειές για να συμπληρώσει τα απαραίτητα ένσημα.
Τον Σεπτέμβριο του 2010 εκδόθηκε το βιβλίο του «Μια νύχτα στην Ακρόπολη: Μνήμες από μία σπουδαία εποχή» («Βιβλιόραμα»), στο οποίο εκφράζει τις σκέψεις του για εκείνη τη νύχτα που καθόρισε την υπόλοιπη ζωή του.
Πάντοτε ιδεολόγος και σεμνός, έλεγε: «Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα, γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες».
Με την πολιτική δεν ασχολήθηκε, όπως ο φίλος του Μανώλης Γλέζος, γιατί δεν ήταν του χαρακτήρα του. «Δεν μ’αρέσει η πολιτική. Εδώ στην Ελλάδα, εγώ τους πολιτικούς τους αποκαλώ πολιτικάντηδες. Δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους. Ειδικά μετά την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας που έλεγε πως μου αφαιρούν στην ουσία το δικαίωμα να λέω ότι αγωνίστηκα για τον ελληνικό λαό. Όταν δε διάβασα το κατάπτυστο έγγραφο που είχαν υπογράψει δικοί μας αρχηγοί του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, που αγωνίστηκαν εναντίον των καταπατητών για ειρήνη, είπα ότι δεν είναι δυνατόν να υπέγραψαν αυτό το έγγραφο» είπε σε μία συνέντευξή του. Ξεχώριζε, πάντως, τον Μανώλη Γλέζο, για τον οποίο έλεγε ότι είναι ένας άνθρωπος και πολιτικός με αρχές και ιδεώδη.
Ο Λάκης Σάντας πέθανε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2011, σε ηλικία 89 ετών.
https://www.sansimera.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου