Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

6 MΑΡΤΙΟΥ. ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ...!

Η Εξέγερση του Κιλελέρ
6 ΜΑΡΤΙΟΥ 1910
Αιματηρά επεισόδια, που συνέβησαν στις 6 Μαρτίου 1910
και εντάσσονται στη μακρά ιστορία του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία. Παρότι έλαβαν χώρα κατά κύριο λόγο στην Λάρισα, πήραν το όνομά τους από το χωριό Κιλελέρ (σήμερα Κυψέλη), από το οποίο δόθηκε το έναυσμα. Η επέτειος αυτή τιμάται κάθε χρόνο και αποτελεί την κορυφαία εκδήλωση της ελληνικής αγροτιάς, που έχει την ευκαιρία να προβάλει τα αιτήματά της.


Το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία εμφανίζεται οξυμένο από την επαύριο της ένταξης της περιοχής στην ελληνική επικράτεια το 1881. Οι κολίγοι υπήρξαν οι χαμένοι της ενσωμάτωσης και οι τσιφλικάδες οι μεγάλοι κερδισμένοι. Το λάθος των κυβερνήσεων εκείνης της εποχής ήταν ότι εφάρμοσαν το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε στην Παλαιά Ελλάδα, παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα των κολίγων, βάσει του οθωμανικού δικαίου.
Επί Τουρκοκρατίας, οι τσιφλικάδες είχαν μόνο το δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων που κατείχαν, ενώ οι κολίγοι είχαν πατροπαράδοτα δικαιώματα επί των κοινόχρηστων χώρων του τσιφλικιού (επί της γης, των οικιών, των δασών και των βοσκοτόπων). Με τη νέα κατάσταση, οι έλληνες πλέον τσιφλικάδες, που διαδέχθηκαν τους οθωμανούς, είχαν δικαιώματα απόλυτης κυριότητας σε όλη την ιδιοκτησία τους, ενώ οι κολίγοι είχαν περιπέσει σε καθεστώς δουλοπαροίκου.
Οι κολίγοι διεκδίκησαν μαχητικά την επαναφορά των πραγμάτων στο προηγούμενο καθεστώς, ενώ έθεταν και θέμα απαλλοτριώσεων. Ο εκσυγχρονιστής Χαρίλαος Τρικούπης, που κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή, ήταν αντίθετος με τη διανομή της γης στους κολίγους, γιατί δεν ήθελε να χάσει τους ξένους επενδυτές και την εισροή νέων κεφαλαίων στην Ελλάδα.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά στην αυγή του 20ου αιώνα, με την ίδρυση των πρώτων αγροτικών συλλόγων σε Λάρισα, Καρδίτσα και Τρίκαλα. Με τη βοήθεια φωτισμένων αστών της εποχής, οι κολίγοι υιοθέτησαν σύγχρονες μορφές πάλης (μαζικές κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια στις μεγάλες πόλεις, ψηφίσματα σε Κυβέρνηση, Βουλή και Βασιλιά κ.ά.). Η δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα από όργανο των τσιφλικάδων το 1907 χαλύβδωσε το αγωνιστικό τους φρόνημα.
Στις αρχές του 1910, κύριο αίτημα των κολίγων ήταν η απαλλοτρίωση της γης και η διανομή των τσιφλικιών στους καλλιεργητές της, πάνω στη βάση της μικρής οικογενειακής ιδιοκτησίας. Η χώρα βρισκόταν υπό τον αστερισμό του Στρατιωτικού Συνδέσμου και πρωθυπουργός ήταν ο «υπηρεσιακός» Στέφανος Δραγούμης.
Οι κολίγοι είχαν προγραμματίσει το Σάββατο 6 Μαρτίου πανθεσσαλικό συλλαλητήριο στη Λάρισα, με αφορμή τη συζήτηση του αγροτικού νομοσχεδίου στη Βουλή. Από νωρίς το πρωί άρχισαν να συρρέουν στην πόλη διαδηλωτές από τα γύρω χωριά. Στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κιλελέρ, κάπου 200 χωρικοί θέλησαν να επιβιβασθούν σε τρένο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Ο διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, Πολίτης, που επέβαινε στο τρένο, τους το αρνήθηκε. Οι χωρικοί οργίστηκαν κι άρχισαν να λιθοβολούν το συρμό, σπάζοντας τα τζάμια των βαγονιών.

Οι πρωτεργάτες των αγροτικών κινητοποιήσεων επιβιβάζονται στο τρένο για να προσαχθούν σε δίκη
Το τρένο απομακρύνθηκε, αλλά σε απόσταση ενός χιλιομέτρου επαναλαμβάνονται οι ίδιες σκηνές από ομάδα 800 χωρικών. Οι άνδρες της στρατιωτικής δύναμης που ευρίσκοντο εντός του τρένου και μετέβαιναν στη Λάρισα για το συλλαλητήριο, διατάχθηκαν από τον επικεφαλής τους να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι χωρικοί εξαγριώνονται και τους επιτίθενται με πέτρες και ξύλα. Οι στρατιώτες ξαναπυροβολούν, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο ή κατ' άλλους τέσσερις χωρικοί και να τραυματισθούν πολλοί. Ανάλογα επεισόδια έγιναν και στο χωριό Τσουλάρ (σήμερα Μελία), με δύο νεκρούς χωρικούς και 15 τραυματίες.
Οι συμπλοκές μεταξύ άοπλων διαδηλωτών και δυνάμεων καταστολής επεκτάθηκαν και στη Λάρισα, όταν οι αγρότες πληροφορήθηκαν τα αιματηρά επεισόδια στο Κιλελέρ και το Τσουλάρ. Δύο κολίγοι έπεσαν νεκροί, όταν το ιππικό ανέλαβε δράση. Το συλλαλητήριο έγινε, τελικά, με ειρηνικό τρόπο στις 3 το μεσημέρι στην Πλατεία της Θέμιδος. Ο φοιτητής Γεώργιος Σχοινάς διάβασε το ψήφισμα της συγκέντρωσης, που απεστάλη στη Βουλή και την Κυβέρνηση. Οι αγρότες ζητούσαν άμεση ψήφιση του νομοσχεδίου για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, ενώ εξέφρασαν τη βαθιά λύπη και οδύνη τους «για την άδικον επίθεσιν κατά του φιλήσυχου και νομοταγούς λαού, ής θύματα υπήρξαν άοπλοι και αθώοι λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».
Για τις ταραχές στο Κιλελέρ, στο Τσουλάρ και τη Λάρισα, πολλά άτομα συνελήφθησαν και προφυλακίστηκαν. Αρκετοί αγρότες αθωώθηκαν στη συνέχεια με βουλεύματα, ενώ συνολικά 62 διαδηλωτές παραπέμφθηκαν σε δίκη. Αθωώθηκαν όλοι στις 23 Ιουνίου 1910, σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της κατάστασης.
Η εξέγερση του Κιλελέρ ξεσήκωσε κύμα συμπάθειας σε όλη τη χώρα, ενώ αυξήθηκε η κοινωνική πίεση για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος. Η πολιτική εξουσία δεν μπορούσε άλλο να κλείνει τα μάτια. Το πρώτο δειλό βήμα για τη λύση του προβλήματος έγινε το 1911 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που διαδέχθηκε τον Στέφανο Δραγούμη στην πρωθυπουργία. Πάρθηκαν ορισμένα νομοθετικά μέτρα υπέρ των κολίγων, αλλά απαλλοτριώσεις δεν έγιναν κι ένας λόγος ήταν οι πόλεμοι που ακολούθησαν. Μόνο μετά το 1923, όταν το πρόβλημα της αποκατάστασης των προσφύγων από την Μικρά Ασία έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, άρχισαν οι απαλλοτριώσεις τσιφλικιών σε μεγάλη κλίμακα.

Μελίνα Μερκούρη
1920 – 1994 

Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη) ήταν ηθοποιός και πολιτικός. Γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Ήταν η αγαπημένη εγγονή του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη και κόρη του βουλευτή της ΕΔΑ και υπουργού Σταμάτη Μερκούρη.
Σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού (1943-46) κι έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή το 1944. Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το ρόλο της Μπλανς από το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος». Η πρώτη κινηματογραφική δουλειά της ήταν η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955). Με το ρόλο, όμως, της Ίλια στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960), αλλά και τη θεατρική μεταφορά του έργου στη Νέα Υόρκη, η Μελίνα Μερκούρη απέκτησε πλέον διεθνή φήμη.
Το 1965 παντρεύτηκε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν, ο οποίος και τη σκηνοθέτησε στις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962), «Τοπκαπί» (1964) και «A Dream of Passion» (1978).
Η Μελίνα Μερκούρη πάλεψε σκληρά για την ανατροπή της χούντας από το εξωτερικό όπου βρισκόταν. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας επέστρεψε στην Ελλάδα και πολιτεύτηκε. Εκλέχθηκε με το ΠΑΣΟΚ το 1981 και ανέλαβε καθήκοντα υπουργού Πολιτισμού, αξίωμα που διατήρησε ως το τέλος της πρώτης οκταετίας των κυβερνήσεων Παπανδρέου.
Όραμά της ήταν μέχρι το θάνατό της η επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Δημιούργησε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα για να έρθει το θέατρο στην επαρχία, ενώ δική της έμπνευση ήταν και η δημιουργία του θεσμού της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης».
Το άστρο της Μελίνας έσβησε στις 6 Μαρτίου του 1994.

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
1927 – 2014 
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez) ήταν κολομβιανός συγγραφέας, δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα και ίσως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της ισπανόφωνης λογοτεχνίας μετά τον Θερβάντες. Από τους κριτικούς εντάσσεται στο λογοτεχνικό ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού. Το 1982 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το αριστούργημά του «Εκατό χρόνια μοναξιάς»

Γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1927 στην πόλη Αρακατάκα της Κολομβίας. Ήταν γιος του φαρμακοποιού Γκαμπριέλ Γκαρσία και της Λουίζα Μάρκες, κόρης στρατιωτικού. Ο μικρός Γκάμπο, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, μεγάλωσε με τον παππού του, τον συνταγματάρχη Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες και τη γιαγιά του Τρανκιλίνα έως τα δέκα του χρόνια, ακούγοντας τις ιστορίες της γιαγιάς του για φαντάσματα και τις ατέλειωτες διηγήσεις του παππού του για τους εμφύλιους πολέμους, ιστορίες που αποτελούν το υλικό των μετέπειτα μυθιστορημάτων του.
Τον πατέρα του τον γνώρισε για πρώτη φορά στα επτά του χρόνια, επειδή ο παππούς δεν τον ήθελε για γαμπρό του, και δεν μπόρεσε ποτέ να κερδίσει μία θέση στην καρδιά του. Αυτή τη θέση την είχε καταλάβει για πάντα ο παππούς Νικολάς. «Ο παππούς ήταν η πιο σημαντική μορφή στη ζωή μου. Από τότε που πέθανε δεν μου έχει συμβεί τίποτε το ενδιαφέρον και ως και σήμερα οι χαρές της ζωής μένουν ανολοκλήρωτες απλώς και μόνο επειδή δεν τις ξέρει ο παππούς» είπε σε μία συνέντευξή του ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που αποτύπωσε την κωμικοτραγική ιστορία των σχέσεων του πατέρα του με τον παππού του στο μυθιστόρημα «Ο Έρωτας στα χρόνια στα χρόνια της χολέρας» (1985).
Ο μικρός Γκάμπο έμαθε να διαβάζει στα οκτώ του χρόνια κι επειδή εκείνη την εποχή η οικογένειά του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και ο ίδιος τα κατάφερνε εξαιρετικά στο σχέδιο, κέρδισε τα πρώτα του χρήματα στα 11 χρόνια του, ζωγραφίζοντας επιγραφές για τον ιδιοκτήτη ενός γειτονικού καταστήματος. Το 1947 τελείωσε το σχολείο κι έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά για να σπουδάσει νομικά. Τον επόμενο χρόνο, η Κολομβία ήταν ένα καζάνι που βράζει και οι πολιτικές ταραχές τον ανάγκασαν να μετακομίσει στο Πανεπιστήμιο της Καρθαγένης.
Παράλληλα, άρχισε να γράφει και τις πρώτες ιστορίες του. Χρειαζόταν, όμως, να εξασφαλίσει και την επιβίωσή του κι έτσι συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Το 1954 εγκαταστάθηκε στην Μπογκοτά, όπου κέρδισε βραβείο για το έργο του «Μια μέρα μετά το Σάββατο», και δημοσίευσε τα «Ανεμοσκορπίσματα». Το 1955 η εφημερίδα του τον έστειλε στην Ευρώπη, αλλά έκλεισε αμέσως με απόφαση της κολομβιανής κυβέρνησης, και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια στην Ευρώπη, όπου είδε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής.
Το 1958 παντρεύτηκε τη φαρμακοποιό Μερσέδες Μπάρτσα Πάρδο, με την οποία απέκτησε δύο γιους. Με την αρχή της κουβανέζικης επανάστασης, το 1959, που χαιρετίστηκε θερμά από τη λατινοαμερικάνικη διανόηση, έφυγε για να εργαστεί στην Αβάνα κι επέστρεψε ξανά στην Κολομβία το 1961, όπου δημοσίευσε το μυθιστόρημά του «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει». Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Μεξικό, όπου θα περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, και εργάζεται ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος.
Το 1965 αρχίζει να γράφει το αριστούργημά του «Εκατό χρόνια μοναξιά», που θα κυκλοφορήσει το 1967 και θα του χαρίσει την παγκόσμια αναγνώριση. Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί το χρονικό ενός φανταστικού χωριού, του Μακόντο, χτισμένου στις όχθες ενός ποταμού, κάπου στα βόρεια παράλια της Κολομβίας. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες διηγείται με χιούμορ, γλαφυρότητα και χειμαρρώδη πρόζα την καθημερινή ζωή αυτής της θαυμαστής χώρας των αντιθέσεων και περιγράφει επεισόδια και καταστάσεις βγαλμένες από την καυτή πραγματικότητα της Κολομβίας. Η παράθεση φανταστικών στοιχείων, που εντάσσονται σε μια ρεαλιστική ατμόσφαιρα για να μας δώσουν μία βαθύτερη αντίληψη της πραγματικότητας, του χάρισαν τον χαρακτηρισμό του «πατριάρχη του μαγικού ρεαλισμού».
Στους 14 μήνες που χρειάστηκαν για να ολοκληρώσει τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» η οικογένεια Μάρκες πέρασε στιγμές απόλυτης ένδειας, βγάζοντας στο σφυρί σχεδόν τα πάντα, ακόμη και το πιστολάκι για τα μαλλιά. Άξιζε τον κόπο, θα λέγαμε, καθώς μέσα σε μία νύχτα άλλαξε τη ζωή του συγγραφέα και της οικογένειάς του. Από τη στιγμή της έκδοσής του γνώρισε κριτική αποδοχή και μεγάλη εμπορική επιτυχία. Οι πωλήσεις του βιβλίου έχουν ξεπεράσει τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα μέχρι σήμερα.
Με τα επόμενα έργα του, οι αναγνώστες του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες αυξήθηκαν κατακόρυφα, καθιστώντας τον έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους λογοτέχνες του κόσμου. Το 1972 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Η απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρας και της σατανικής γιαγιάς της» στο ύφος του «Εκατό χρόνια μοναξιά», το 1975 «Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη», το μπαρόκ πορτρέτο ενός Νοτιοαμεριανού δικτάτορα, που οδηγείται στην αγιάτρευτη μοναξιά από την άσκηση της απόλυτης εξουσίας και το 1982 «Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», που το εμπνεύστηκε από την πραγματική ιστορία ενός εγκλήματος. Την ίδια χρονιά τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σ' έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της επιτροπής.
Το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Στη διάρκεια της θεραπείας του πήρε την απόφαση να συντάξει την αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε το 2002 με τίτλο «Ζω για να τη διηγούμαι». Δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε το τελευταίο του έργο, τη νουβέλα «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου», με ήρωα ένα ενενηντάχρονο δημοσιογράφο, που ερωτεύεται ανήμερα των γενεθλίων του μία νεαρή παρθένα, η οποία εκπορνεύεται για να συντηρήσει τη φτωχή οικογένεια της. Από εκείνη τη χρονιά οι εμφανίσεις του αραιώνουν σημαντικά. Το 2012 ο αδελφός του Χάιμε αποκαλύπτει ότι ο Γκάμπο πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέθανε στις 17 Απριλίου του 2014, στην Πόλη του Μεξικού, σε ηλικία 87 ετών.

Βαλεντίνα Τερέσκοβα 


Η Βαλεντίνα Βλαντιμίροβνα Τερεσκόβα (Валенти́на Влади́мировна Терешко́ва) ή Τερέσκοβα, όπως είναι γνωστή στη χώρας μας, γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1937 σ’ ένα μικρό ρωσικό χωριό της Κεντρικής Ρωσίας, το Μασλενίκοβο. Αφού τελείωσε το σχολείο, έπιασε δουλειά ως εργάτρια σε εργοστάσιο ελαστικών και στη συνέχεια σε υφαντουργείο. Παράλληλα, έλαβε εκπαίδευση αλεξιπτωτιστή σε τοπική αερολέσχη και το 1961, παρότι δεν ήταν πιλότος, επιλέχτηκε μεταξύ εκατοντάδων υποψηφίων, ως μία από τις πέντε πρώτες γυναίκες του διαστημικού προγράμματος της Σοβιετικής Ένωσης.
Έπειτα από σκληρή εκπαίδευση δύο ετών, στις 16 Ιουνίου του 1963 έγινε η πρώτη γυναίκα, που ταξίδεψε στο διάστημα, με το μονοθέσιο διαστημικό σκάφος «Βοστόκ 6» («Ορίζων 6», στα ελληνικά). Σκοπός της αποστολής ήταν να μελετηθεί η λειτουργία του γυναικείου σώματος στο διάστημα. Η Τερέσκοβα ολοκλήρωσε την αποστολή της στις 19 Ιουνίου και προσγειώθηκε με το αλεξίπτωτό της.
Αμέσως μετά, η Τερέσκοβα εγκατέλειψε το διαστημικό πρόγραμμα και στις 3 Νοεμβρίου παντρεύτηκε τον συνάδελφό της Άντριαν Νικολάγεφ (1929-2004), τον μοναδικό διαθέσιμο εργένη κοσμοναύτη εκείνη την περίοδο. Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, τη γιατρό Έλενα Νικολάγεβα (γεν. 1964) και χώρισε το 1982. Η Τερέσκοβα ξαναπαντρεύτηκε με τον ορθοπεδικό Γιούλι Σαποσνίκοφ, ο οποίος πέθανε το 1999.
Μετά τον πρώτο γάμο της, η Τερέσκοβα έγινε δεκτή στην Πολεμική Αεροπορία της Σοβιετικής Ένωσης. Σπούδασε διαστημική μηχανολογία και αποστρατεύτηκε το 1997 με τον βαθμό του υποπτεράρχου. Παράλληλα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) την προώθησε σε αρκετές πολιτικές θέσεις. Από το 1966 έως το 1974 διετέλεσε μέλος του Ανωτάτου Σοβιέτ, από το 1974 έως το 1989 μέλος του πρεζίντιουμ του Ανωτάτου Σοβιέτ, ενώ από το 1969 έως το 1991 υπήρξε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ.
Η Τερέσκοβα τιμήθηκε με πλήθος βραβείων σ' όλο τον κόσμο και για την εποχή της θεωρήθηκε ένα από τα σύμβολα της γυναικείας απελευθέρωσης. Η πατρίδα της την ανακήρυξε «Ηρωίδα της Σοβιετικής Ένωσης» και της απένειμε δύο φορές το Βραβείο Λένιν. Τον Απρίλιο του 1980 η Βαλεντίνα Τερέσκοβα επισκέφτηκε την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, προσκεκλημένη του ΚΚΕ.

Νίκος Δημητράτος
1942 – 2013 

Έλληνας τραγουδιστής και ηθοποιός, με σπουδαία φωνητικά και υποκριτικά προσόντα. Στο τραγούδι έγινε γνωστός από την πολυετή συνεργασία του με τον Σταύρο Ξαρχάκο

Ο Νίκος Δημητράτος γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1942 στην Αθήνα και από μικρός μπήκε στο πνεύμα της βυζαντινής μουσικής, όταν σιγόψελνε ως παπαδάκι στη Μητρόπολη Αθηνών. Στη συνέχεια σπούδασε τη βυζαντινή μουσική και σε ηλικία είκοσι ετών άρχισε να τραγουδά στην μπουάτ Κατακόμβη της Πλάκας. Εκεί τον είδε ο σκηνοθέτης Τάσος Πετρής και τον προέτρεψε να σπουδάσει και υποκριτική. Τελειώνοντας τον στρατό έδωσε εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης. Από τους 58 υποψηφίους, ο Κάρολος Κουν διάλεξε δύο, ο ένας από τους οποίους ήταν ο Νίκος Δημητράτος. Φοίτησε δύο χρόνια στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, αλλά όταν οι υπεύθυνοι έμαθαν ότι τα βράδια τραγουδούσε σε μπουάτ για βιοποριστικούς λόγους, τον εξανάγκασαν να την εγκαταλείψει. Ο Δημητράτος συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές υποκριτικής στη σχολή του Γρηγόρη Βαφιά.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο σε δύο παραστάσεις-σταθμούς κατά την περίοδο της δικτατορίας. Αρχικά το 1971 στο Παραμύθι Χωρίς Όνομα του Ιάκωβου Καμπανέλλη με τον θίασο της Νέας Πορείας και το 1973 στην ιστορική παράσταση Το μεγάλο μας τσίρκο του Ιάκωβου Καμπανέλλη με τον θίασο της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου, μία παράσταση που σηματοδότησε την έναρξη της πολυετούς συνεργασίας του με τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Συνεργάστηκε με τον θίασο του Γιώργου Μιχαλακόπουλου και με τον Μίνωα Βολανάκη, ενώ έπαιξε και έγραψε τη μουσική για την παράσταση του έργου του Λόρκα Ματωμένος Γάμος στο θέατρο Στοά του Θανάση Παπαγεωργίου και της Λήδας Πρωτοψάλτη. Συνεργάστηκε, επίσης, με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης στην κωμωδία των Πρετεντέρη-Γιαλαμά Μιας Πεντάρας Νιάτα, σε σκηνοθεσία Νανάς Νικολάου, καθώς και με το Παιδικό Στέκι του Εθνικού Θεάτρου στην παράσταση Η Χώρα Των Πουλιών, μία διασκευή της κωμωδίας του Αριστοφάνη Όρνιθες από τον Γιάννη Καλαντζόπουλο.
Πήρε μέρος ως τραγουδιστής και ηθοποιός στη βραβευμένη ταινία του Κώστα Φέρρη Ρεμπέτικο (1983), ενώ ως ηθοποιός συμμετείχε σε αρκετές ταινίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι βραβευμένες Κλειστή Στροφή και Η Εποχή Των Δολοφόνων του Νίκου Γραμματικού, Ο Τοίχος του Στέλιου Παυλίδη, Σενάριο του Ντίνου Μαυροειδή, Δικτάτωρ Καλεί Θανάση του Πάνου Γλυκοφρύδη. Το 1991 απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Β' Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία Άντε Γεια του Γιώργου Τσεμπερόπουλου.
Επίσης, συμμετείχε σε πολλές παραστάσεις στο Θέατρο της Δευτέρας της ΕΡΤ, στα Παιδικά Παραμύθια του Νίκου Πιλάβιου, καθώς και σε σήριαλ, όπως Οι Έμποροι των Εθνών του Κώστα Φέρρη, Παράξενος Ταξιδιώτης του Βασίλη Γεωργιάδη, Πυρ Και Μανία του Άγγελου Πυριόχου, Μη Φοβάσαι Τη Φωτιά και Η Ζωή Που Δεν Έζησα της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, Στρας της Ελένης Ακρίτα και του Γιώργου Κυρίτση, Βαμμένος Ήλιος της Γιοβάννας, Τζιβαέρι και Σημάδι του Έρωτα του Λευτέρη Καπώνη και Ανατομία Ενός Εγκλήματος του Πάνου Κοκκινόπουλου.
Στο τραγούδι εμφανίστηκε κατά την εποχή του Νέου Κύματος στις μπουάτ της Πλάκας. Με αφετηρία την παράσταση Το Μεγάλο Μας Τσίρκο, ο Νίκος Δημητράτος συμπορεύτηκε καλλιτεχνικά επί σειρά ετών με τον Σταύρο Ξαρχάκο στη δισκογραφία, τον κινηματογράφο και το θέατρο, ενώ συνεργάστηκε και με άλλους σημαντικούς συνθέτες, όπως ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Χρήστος Λεοντής, ο Δήμος Μούτσης, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Νότης Μαυρουδής, ο Δημήτρης Λάγιος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Δημήτρης Λέκκας και ο Θοδωρής Ξυδιάς. Παράλληλα, συμμετείχε σε συναυλίες και μουσικές παραστάσεις με πολλούς ακόμα σημαντικούς Έλληνες τραγουδιστές και μουσικοσυνθέτες, όπως ο Μάρκος και Στέλιος Βαμβακάρης, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Νίκος Ξυλούρης, ο Απόστολος Καλδάρας, η Ελένη Βιτάλη, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας και η Σωτηρία Λεονάρδου.
Το 1997, στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Θεσσαλονίκη: Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», συμμετείχε ως ηθοποιός και σολίστας στο ορατόριο του Γιώργου Χατζηνάσιου Η Άλωση Της Πόλης, με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Σόφιας και την 70μελή χορωδία της Χαλκιδικής.
Ο Νίκος Δημητράτος πέθανε στις 26 Δεκεμβρίου του 2013, σε ηλικία 71 ετών.

Επιλεγμένη δισκογραφία

  • «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» (μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, στίχοι Ιάκωβου Καμπανέλλη)
  • «Νυν Και Αεί» (μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, στίχοι Νίκου Γκάτσου)
  • «Ενθύμιον '76» (μουσική Σταύρου Ξαρχάκου)
  • «Ρεμπέτικο» (μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, στίχοι Νίκου Γκάτσου)
  • «Εικόνες» (μουσική Ηλία Ανδριόπουλου, στίχοι Μάνου Ελευθερίου, Ε. Θαλασσινού)
  • «Ο Καραγκιόζης και οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη» (μουσική Δημήτρη Λέκκα, κείμενα-στίχοι Γ. Παυριανού σε συνεργασία με τον Ευγένιο Σπαθάρη)
  • «Ο Ήλιος Ο Ηλιάτορας» (μουσική Δημήτρη Λάγιου, ποίηση Οδυσσέα Ελύτη)
  • «Μη Φοβάσαι Τη Φωτιά» (μουσική Δημήτρης Παπαδημητρίου, στίχοι Λίνας Νικολακοπούλου, Νίκου Δημητράτου)
  • «Καημοί της Αυλής» (του Μίμη Πλέσσα)
  • «Ανωτάτη Ζαμπετική» (ανέκδοτα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα)
  • «Carte Postale» (μουσική Νότη Μαυρουδή, στίχοι Ηλία Κατσούλη)
  • «Χωρίς Παρέα» (μουσική Θοδωρή Ξυδιά, στίχοι Λάκη Λαζόπουλου, Θ. Ξυδιά)
  • «Sea And Fire» (Nahum Heiman και Hani Livne σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι)



Στέλιος Κερομύτης
1908 – 1979 

Αξιόλογος ρεμπέτης, ο λεγόμενος «αριστοκράτης μπουζουξής», γνωστός και ως Μπούμπης.

Ο Στέλιος Κερομύτης γεννήθηκε το 1903 στον Πειραιά και καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια. Το μπουζούκι το έπιασε στα χέρια του από πολύ μικρός. Πήρε τα πρώτα του μαθήματα βλέποντας τον πατέρα του Χαρίλαο, που την εποχή εκείνη συγκαταλεγόταν μέσα στα πέντε καλύτερα μπουζούκια του Πειραιά, αν και ποτέ δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά, λόγω της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
Με το ρεμπέτικο ασχολήθηκε από το 1926, όταν γνώρισε τον Μάρκο Βαμβακάρη, με τον οποίο συνεργάστηκε για πολλά χρόνια. Το 1935, κατόπιν συστάσεως του Στράτου Παγιουμτζή, μπήκε για πρώτη φορά σε στούντιο και ηχογράφησε το «Μες στου Βάβουλα τη γούβα». Η Columbia τον προόριζε ως το «αντίπαλο δέος» του Βαμβακάρη, που εκείνη την περίοδο συνεργαζόταν με την Odeon.
Ως λαϊκός καλλιτέχνης συγκέντρωνε όλα τα προτερήματα ενός ολοκληρωμένου δημιουργού. Συνέθετε, έγραφε τους στίχους των τραγουδιών του, έπαιζε μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα, ενώ η φωνή του ανήκε στην παραδοσιακή λαϊκή σχολή, που εκπροσωπήθηκε από άξιους τραγουδιστές όπως Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Γιώργος Κάβουρας και ο Στελλάκης Περπινιάδης.
Ο Στέλιος Κερομύτης συνέθεσε περί τα δεκαπέντε τραγούδια και τραγούδησε περί τα σαράντα. Ξεχωρίζουν: «Μεσ' του Βάβουλα τη γούβα», «Τι θες με εμέ να μπλέξεις», «Θα πάρω το ντουφέκι μου», «Δυο φίλοι μ' ανταμώσανε», «Η φθισικιά», «Ναζιάρα μ' έχεις μπλέξει», «Η Κλεισούρα», «Ντυμένη σαν αρχόντισσα», «Θ' αφήσω πια την πέννα μου», «Μπαμπέσικα μου τα 'φερες», «Φύγε μόρτη από μένα», «Πειραία μου σ' αφήνω γειά», «Τα πεύκα της Πεντέλης», «Τόσα χρόνια σ' έχω στα δικά μου χέρια», «Στο γάμο σου με κάλεσες», «Στους όρκους σου βασίστηκα ένα βράδυ», «Ο πρωτόμαγκας», «Με τυλίξανε δυο φίνες», «Μη με μαλώνεις», «To λάθος μου αισθάνομαι», «Ολότελα το ξέχασα», «Tο πορτοφόλι», «Παίξε το μπαγλαμαδάκι», «Ο Παμεινώντας», «Οι φρατέλοι», «Το μελτεμάκι», «Πάψε να κλαις», «Ο Πίκινος» κ.ά.
Πέθανε στις 6 Μαρτίου του 1979.

ΠΗΓΗ: ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ






















Δεν υπάρχουν σχόλια: