Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ
* Τα τελευταία χρόνια ακούγονται και γράφονται διάφορα γύρω από αυτό το θέμα. Καθένας θέλει να υποστηρίξει τις απόψεις του για κάποιους σκοπούς του αδιαφορώντας για την ιστορική πραγματικότητα.
Η ιστορική έρευνα, όμως, αποκαλύπτει την πραγματική εικόνα της ζωής του ραγιά κατά την τουρκοκρατία. Ιδιαίτερα για τους δύο πρώτους μετά την Άλωση αιώνες (1453-1669). Η έρευνα της περιόδου αυτής δείχνει ότι έχουμε να κάνουμε με ένα βάρβαρο ασιάτη δυνάστη. Ένα δυνάστη βίαιο, καχύποπτο, απαιτητικό, σκληρό, απάνθρωπο. Αντιμετωπίζει τον άτυχο ραγιά ως ένα καματερό που έχει ένα και μοναδικό λόγο υπάρξεως: να ικανοποιεί τις όποιες απαιτήσεις του κατακτητή. Του επιβάλλει βαρείς και δυσβάστακτους όρους, τον εκμεταλλεύεται ποικιλοτρόπως, αυθαιρετεί αδίστακτα σε βάρος του, τον καταπιέζει αφόρητα, του ρουφά το αίμα!
Μία εικόνα της τραγικής ζωής των χριστιανών ραγιάδων της πρώιμης τουρκοκρατίας μας δίνει ο εκπρόσωπος του δόγη της Βενετίας (πρέσβης) στην Κων/πολη, ο οποίος γράφει στον κύριό του στις 4 Απριλίου 1579 τα εξής: «…οι χριστιανοί υπήκοοι Οθωμανοί τόσον εκείνης της χώρας (της Πελοποννήσου) όσον και της Ελλάδος, ευρίσκονται τώρα εις εσχάτην απόγνωσιν και ανέκφραστον λύπην, διότι εις διάστημα 25 ημερών υπέστησαν όλας αυτάς τα ανυποφόρους επιβαρύνσεις, ήτοι να καταβάλλουν το συνηθισμένον «χαράτσι», να πληρώσουν την αγγαρείαν, που ονομάζεται «αβαρίτς» διά τον εξοπλισμόν των γαλερών, να δώσουν τα παιδιά των, ίνα τα κάμουν αζαμογλάνια, να δώσουν αδιακρίτως κατοικίαν και τροφήν εις τους σπαχήδες που συναθροίζονται διά τον κατά της περσίας πόλεμον, και τέλος να απογυμνωθούν από τους σπαχήδες και από το ολίγον εκείνο που τους απέμεινεν εις τα χωρία των, τα οποία είναι πτωχά και πληρώνουν τους σπαχήδες οι κάτοικοι και με το αίμα των ακόμη!» (Απ. Βακαλόπουλος: Ιστ. Ελ. Έθνους Ι, 65).
Το πιο φοβερό από τα δεινά, που βασάνιζαν το χριστιανό ραγιά, ήταν το παιδομάζωμα. Το παιδομάζωμα γινόταν, όπως είναι γνωστό, μεταξύ παιδιών ηλικίας 15 ως 20 χρόνων, που ονομαζόταν ατζέμ ογλάν και επάνδρωναν τα τάγματα των γενιτσάρων.
Παράλληλα όμως στρατολογούνταν, κι αυτό συνήθως το αγνοούμε, και παιδιά ηλικίας 6 έως 10 χρόνων, που προορίζονταν για την υπηρεσία των σουλτανικών σεραγιών και ονομάζονταν ίτς ογλάν, παιδιά δηλαδή του εσωτερικού των ανακτόρων. Το παιδομάζωμα γινόταν συστηματικά αρχικά κάθε πέντε, κατόπιν κάθε 4, 3, 2 και τελικά κάθε χρόνο μέχρι το 1632, οπότε καταργήθηκε από το Σουλτάνο Μουράτ τον Δ’. Όμως η κατάργηση αυτή ήταν τυπική, αφού γνωρίζουμε ότι διατάχτηκε παιδομάζωμα στη Νάουσα το 1705, που πιθανόν είναι και το τελευταίο.
Το παιδομάζωμα αποτελούσε την πιο φρικτή δοκιμασία του χριστιανού ραγιά. Ορθά παρατηρεί ο Γ. Αρνάκης, ότι «η μεγαλύτερη συμφορά του Γένους ήταν το παιδομάζωμα» που στερούσε από την ελληνική κοινωνία το άνθος του άρρενος πληθυσμού, ενώ άλλη αφαίμαξη προερχόταν από την απαγωγή των κοριτσιών για τα χαρέμια των ισχυρών Τούρκων.
Μία άλλη πληγή ήταν οι εξισλαμισμοί. Δηλαδή οι ατομικές ή ομαδικές προσχωρήσεις των χριστιανών ραγιάδων στη θρησκεία του Ισλάμ. Οι εξισλαμισμοί ήταν το αποτέλεσμα των καταθλιπτικών και αδιέξοδων συνθηκών ζωής που είχε διαμορφώσει η δουλεία, αλλά και της έντονης δράσης φανατικών δερβίσηδων, που προπαγάνδιζαν τη νέα θρησκεία. Μέσω της εξωμοσίας ο βαθιά πληγωμένος και απογοητευμένος ραγιάς έκανε το απεγνωσμένο βήμα της αλλαξοπιστίας, για να λυτρωθεί από τα δεινά του ζυγού της δουλείας και να καλυτερεύσει τους όρους της ζωής του. Και πολλές φορές το έκανε υποκριτικά, οπότε έχουμε τους λεγόμενους κρυπτοχριστιανούς. Σε άλλες περιπτώσεις όμως πέρναγε αποφασιστικά στην άλλη όχθη, δηλαδή στην τάξη του κατακτητή.
Σε κάθε περίπτωση πάντως οι εξισλαμισμοί αποτελούσαν, όπως και το παιδομάζωμα, φοβερή απώλεια για το Γένος και μια από τις κύριες αιτίες συρρίκνωσής του. Κι αυτό γιατί όπου χανόταν η θρησκεία, χανόταν και η εθνική συνείδηση. Η διατήρηση της γλώσσας χωρίς τη θρησκεία, δεν αποτέλεσε ισχυρό συνδετικό κρίκο για να συγκρατήσει την εθνική συνείδηση, όπως απέδειξε η περίπτωση των Βαλαάδων στη βορειοδυτική Μακεδονία και των Τουρκοκρητικών που ήταν ελληνικής καταγωγής και ελληνόφωνοι. Παρά το γεγονός ότι κράτησαν τη γλώσσα τους, τούρκεψαν όλοι όταν άλλαξαν τη θρησκεία τους.
Σ’ αυτούς θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και τους μουσουλμάνους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας τους περισσότερους Τουρκοκύπριους, καθώς και τους μουσουλμάνους της Βοσνίας. Όλοι τους, από τη στιγμή που για διάφορους λόγους προσχώρησαν στο Ισλάμ, μαζί με την Ορθόδοξη πίστη τους έχασαν και την εθνική τους συνείδηση και στράφηκαν, στη συνέχεια, με φανατισμό είτε εναντίον των Ελλήνων, όπως συνέβη με τους Τσάμηδες και τους Τουρκοκυπρίους είτε εναντίον των Σέρβων όπως οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας.
Μια άλλη συνέπεια της εφιαλτικής δουλείας ήταν η φυγή των ραγιάδων είτε προς τις φραγκοκρατούμενες περιοχές είτε προς ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές του εσωτερικού ή ακόμη και του εξωτερικού.
Ο Απ. Βακαλόπουλος επισημαίνει ότι πρόκειται για φυγή ατόμων και μεγάλων ομάδων, που γίνεται πιο έντονη τον 15ο αιώνα. Και παρατηρεί: «Επειδή οι μετακινήσεις αυτές συνεχίζονται για δεκάδες ή και εκατοντάδες χρόνια, αποκτούν τελικά μεγάλη σπουδαιότητα για την εξέλιξη και διαμόρφωση του νεοελληνικού έθνους. Για πρώτη φορά στη μακραίωνη ελληνική ιστορία παρατηρείται μια τόσο ζωηρή τάση των κατοίκων για φυγή και σωτηρία, μια μετατόπιση πληθυσμών σε τόση σημαντική έκταση. Αν εξαιρέσουμε τις μεγάλες πόλεις με την κάποια ασφάλειά τους από τις αυθαιρεσίες των τουρκικών στρατευμάτων, παρατηρούμε, θα λέγαμε, ένα αληθινό ξερίζωμα των ελληνικών πληθυσμών, τόσο στη Μ. Ασία όσο και στη χερσόνησο του Αίμου».
Οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσε ο ραγιάς, λοιπόν, ήταν τραγικές. Και αυτό δεν ισχύει, όπως πολλοί υποθέτουν, μόνον κατά τους πολύ ζοφερούς χρόνους της α’ περιόδου της Τουρκοκρατίας (1453-1669). Ισχύει στον ίδιο βαθμό και για την β’ περίοδο (1669-1821).
Είναι αλήθεια βέβαια, ότι κατά την περίοδο αυτή καλυτέρεψαν κάπως τα πράγματα, αφού καταργήθηκε το παιδομάζωμα και βελτιώθηκαν οι όροι για την παιδεία, όπως αποδεικνύεται από την ίδρυση και λειτουργία σχολείων ή σχολών σε πολλές πόλεις. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνούμε ότι οι σχολές αυτές περιορίζονται στα κάπως αξιόλογα αστικά κέντρα, ενώ η καταπίεση του ραγιά συνεχίζεται αμείωτη, αφού ο δυνάστης είναι πάντα παρών και είναι πάντα απαιτητικός, βίαιος, απάνθρωπος.
Έτσι, οι δοκιμασίες των χριστιανών συνεχίζονται και πολλές φορές γίνονται περισσότερο σκληρές. Παράλληλα έχουμε και τη δράση των Τουρκαλβανών, καθώς και των Πειρατών. Ειδικά για τους κατοίκους των παραλίων του Ιονίου και της Δυτικής Στερεάς ο Βακαλόπουλος σημειώνει, ότι «οι κάτοικοί τους τόσο υποφέρουν από τις επιδρομές των κουρσάρων, ώστε απομακρύνονται από τα παράλια.
Παράλληλα όμως συνεχίζονται με την ίδια ένταση και οι καταπιέσεις των Τούρκων με αποτέλεσμα να συνεχίζεται και κατά την β’ περίοδο της τουρκοκρατίας τόσο η φυγή του πληθυσμού από τις προγονικές εστίες του, όσο και οι εξωμοσίες (εξισλαμισμοί). Οι συνεχείς εξισλαμισμοί έκαναν εντύπωση στους ξένους. Οι επισκέπτες της Κορίνθου Spon και Wheler στα 1676 διηγούνται: «Βλέπει κανείς κάθε μέρα τους κατοίκους να εκτουρκίζονται και η μισή πόλη, ή το μισό χωριό, όπως θέλετε να το ονομάσετε, αποτελείται τώρα από μωαμεθανούς. Μας διηγήθηκαν ανάμεσα σ’ άλλα, πώς τρεις παπάδες τούρκεψαν τον περασμένο χρόνο».
Με αυτά τα δεδομένα τίθεται το εύλογο ερώτημα: Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ζωής, συνθήκες φόβου και τρόμου, ήταν δυνατόν τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο στο φως της ημέρας; Ασφαλώς όχι. «Τα παιδιά, γράφει ο κοινωνιολόγος Ιω. Ξηροτύρης, δεν τολμούσαν να προβάλουν στο φως του ήλιου και της ημέρας, γιατί ο κατακτητής παραμόνευε να τα αρπάξει. Έμεναν κρυμμένα όσο μπορούσαν και τη νύχτα πήγαιναν σχολείο».
Ο Γάλλος ελληνιστής Κάρολος Βρυνέ ντε Πρελ μας πληροφορεί ότι τόση ήταν η απελπισία των ραγιάδων που πολλά δημοτικά τραγούδια μιλούσαν για πνίξιμο των παιδιών από τις ίδιες τις μάνες τους, την ώρα που πήγαιναν να τα αρπάξουν από την αγκαλιά τους οι Τούρκοι στρατολόγοι («Καθημερινή» της 27-3-1985, Ιω. Ξηροτύρης).
Σε άλλο σημείο επισημαίνει ο ίδιος τον διαρκή φόβο «να κακοποιηθούν τα παιδιά και να πέσουν θύματα των ανώμαλων ορέξεων των Τούρκων στρατιωτών…». Για τα κορίτσια επιπλέον γράφει ότι ήταν αδιανόητο το σχολείο, «αφού οι κίνδυνοι ήταν μεγαλύτεροι από τους κινδύνους των αρρένων…».
Από την σύντομη αναφορά στις εφιαλτικές συνθήκες της ζωής του χριστιανού ραγιά δικαιώνεται η ιστορική μαρτυρία ότι οι Τούρκοι δεν απαγόρευαν μεν επίσημα τη λειτουργία σχολείων, στην πράξη, όμως, έκαναν φοβερά δύσκολη τη λειτουργία τους με την καταπίεση, τις αυθαιρεσίες, το παιδομάζωμα, τα χαρέμια, την παιδεραστία και τόσα άλλα δεινά, ων ουκ έστιν αριθμός. Γι’ αυτό το παιδί του ραγιά έπρεπε, αν ήθελε να μάθει λίγα γράμματα, να καταφύγει στο νάρθηκα της εκκλησίας ή στο κελί του πλησιέστερου μοναστηριού. Και έπρεπε ασφαλώς να παίρνει όλες τις προφυλάξεις, ώστε να μην το αντιληφθεί ο δυνάστης. Ένας τρόπος αυτοπροστασίας του, φυσικά, ήταν να πηγαίνει στο σχολείο νύχτα βοηθούμενο από το φως του φεγγαριού.
ΠΗΓΗ:https://proinoslogos.gr/%CE%B1%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%B1/25254-2014-05-23-07-24-15
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου