Σε παγκόσμιο επίπεδο η επιχείρηση για την πλήρη ιδιωτικοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος έχει ξεκινήσει εδώ και μερικές δεκαετίες.
Χρονολογείται από τη δεκαετία του ’80 σε ΗΠΑ και Βρετανία με την εισαγωγή αμιγώς τεχνοκρατικών όρων που αντικαθιστούν τις παιδαγωγικές αρχές, με την επέκταση της «ελεύθερης» γονεϊκής επιλογής και την «αγοραιοποίηση της Παιδείας».
Η χρήση του όρου της γονεϊκής ελευθερίας από τους εγχώριους και διεθνείς νεοφιλελεύθερους για να λειτουργήσουν τέτοιου είδους επιδοματικές πολιτικές στην εκπαίδευση δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από εσκεμμένη παραπλάνηση της κοινωνίας. Κάθε ευρώ που πηγαίνει στα κουπόνια θα αφαιρείται από το δημόσιο σχολείο. Βαθμιαία τα δημόσια σχολεία θα καταρρεύσουν και ιδιωτικοί φορείς θα ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια παντού. Επιπλέον, όπου εφαρμόστηκαν vouchers, σταδιακά τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια αύξαναν τις τιμές των διδάκτρων, με αποτέλεσμα να μην επαρκούν τα χρήματα των κουπονιών στους γονείς που έπρεπε να συμπληρώσουν από την τσέπη τους. Η περιβόητη «ελευθερία επιλογής» αφορά αποκλειστικά αυτούς που αφορούσε πάντοτε: τους έχοντες και κατέχοντες. Με τον τρόπο αυτό γίνεται αντιληπτό ότι η εκπαίδευση μετατρέπεται σε εμπόρευμα και η ψευδεπίγραφη δήθεν επιλογή των γονέων μεταβάλλεται σε εφιάλτη, καθώς τα λίγα σχολεία της ελίτ θα συνεχίσουν να χαρίζουν τίτλους και πρόσβαση σε ανώτερη εκπαίδευση και εργασία σε ελάχιστους τυχερούς, την ώρα που η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών θα εξαθλιώνονται εκπαιδευτικά σε διαλυμένες ημικρατικές/ιδιωτικές δομές και θα οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στην ανεργία, ή στις χαμηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Το σχέδιο ξεκίνησε το 2010
Στη χώρα μας η στρατηγική αυτή έχει ξεκινήσει να εφαρμόζεται από το 2010. Διόλου τυχαία, ταυτόχρονα με την έναρξη της χειρότερης κρίσης στη μεταπολεμική της ιστορία, άρχισε η σταδιακή απορρύθμιση της εκπαίδευσης με σειρά νόμων (3848/2010, 4254/2014) που είχαν στόχο την αποδυνάμωση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος και την εισαγωγή όρων ασύδοτης αγοράς στον χώρο της Παιδείας.
Πριν από ένα περίπου χρόνο, τον Φλεβάρη του 2017 ο ΣΕΒ (Σύνδεσμος Βιομηχάνων Ελλάδας) δημοσιεύει μια έκθεση για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, που ονομάζεται «η έξοδος από την κρίση ξεκινάει στα θρανία» και χρησιμοποιεί στοιχεία του διαγωνισμού PISA του ΟΟΣΑ από το 2015 καθώς και στοιχεία της Eurostat από το 2014. Στο κείμενο αυτό κεντρική θέση κατέχει η αυτονομία και η αποκέντρωση, η αυτοαξιολόγηση και η αξιολόγηση, καθώς και η σύνδεση με την «τοπική κοινωνία» αλλά και η χρηματοδότηση από την τοπική αυτοδιοίκηση. Προχωράει ακόμα περισσότερο θέτοντας το «γονεϊκό δικαίωμα» στην επιλογή σχολείου που συνδέεται με τη φιλοσοφία της αυτονομίας.
Πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες για το περιεχόμενο της νέας έκθεσης του ΟΟΣΑ με αποκαλυπτικό τίτλο «Σχολεία αυτόνομα με τους εκπαιδευτικούς «ηγέτες»». Στην έκθεση αναφέρεται ως παράδειγμα προς μίμηση την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στη Χιλή με τη χρηματοδότηση μέσω κουπονιών.
Η πρόταση ΟΟΣΑ
Ο ΟΟΣΑ τεκμηριώνει τις θέσεις του στη βάση της αποτυχίας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στον διαγωνισμό PISA και στο αντίστοιχο πρόγραμμα για τις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού (PIAAC), της ανυπαρξίας μηχανισμών λογοδοσίας /ανταποδοτικότητας και του υπερβολικού συγκεντρωτικού ελέγχου του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Πρόκειται για μια κλασική νεοφιλελεύθερη προσέγγιση των εκπαιδευτικών συστημάτων, η οποία καταλήγει στην υποστήριξη των σχολικών αγορών, στη διαφοροποιημένη χρηματοδότηση με βάση τις αρχές του νέου δημόσιου μάνατζμεντ, στις τυποποιημένες εξετάσεις μαθητών, στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και στην ακόμη μεγαλύτερη σύνδεση σχολείου και πανεπιστημίου με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Από την άποψη αυτή κάθε άλλο παρά πρωτότυπες είναι οι προτάσεις του ΟΟΣΑ, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό επαναφέρουν στο δημόσιο σχολείο τις γνωστές απόψεις που είχε διατυπώσει ήδη από το 2011.
Ειδικότερα, οι κεντρικές έννοιες γύρω από τις οποίες αρθρώνονται οι προτάσεις του ΟΟΣΑ στα προαναφερόμενα πεδία είναι η αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, η σχολική αυτονομία κι η αυξημένη λογοδοσία γύρω απ’ τα αποτελέσματα του εκπαιδευτικού συστήματος. Η μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική στρατηγική θα πρέπει να βασίζεται στην πεποίθηση ότι «η τοπική εκπαιδευτική ηγεσία στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στους υπόλοιπους θεσμούς της μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μαζί με τους δήμους θα είναι το καθοριστικό στοιχείο» για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων και τη διασφάλιση μιας ποιοτικής εκπαίδευσης.
Αυτό θα μπορούσε να γίνει βαθμιαία, επιλέγοντας αρχικά μια πιλοτική περιοχή εφαρμογής της αποκέντρωσης όπου «ως πρώτο βήμα κάποια χαλάρωση του κεντρικού ελέγχου γύρω από το προσωπικό, τα αναλυτικά προγράμματα και τον προϋπολογισμό θα ήταν χρήσιμη».
Η αποκέντρωση και η αυτονομία συνδέονται άμεσα με τη λογοδοσία. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα εκπαιδευτικά συστήματα που συνδυάζουν την αυτονομία και τον σχολικό ανταγωνισμό με τη δημοσίευση των δεδομένων επίτευξης των μαθητών τους τείνουν να αποδίδουν καλύτερα. Υπό αυτή την έννοια, η συλλογή δεδομένων για τις επιδόσεις των μαθητών και των σχολείων κι ο καθορισμός κεντρικών επιπέδων (standards) από ανεξάρτητη αρχή αξιολόγησης είναι αποφασιστικοί παράγοντες για τη σχολική επιτυχία.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ «η εισαγωγή μαθητικών εθνικών αξιολογήσεων μπορούν να ορίσουν τα επίπεδα τα οποία όλοι οι μαθητές πρέπει να πετύχουν σε διαφορετικά στάδια της εκπαίδευσής τους και βοηθά στον εντοπισμό και στην υποστήριξη των μαθητών και των σχολείων που μένουν πίσω». Κατά συνέπεια, η αποκέντρωση σε επίπεδο διοίκησης, χρηματοδότησης και διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού συνδέεται με την ταξινόμηση / διαφοροποίηση των σχολείων στη βάση κεντρικά καθορισμένων εκπαιδευτικών στόχων.
Η χρηματοδότηση συνάρτηση της αξιολόγησης
Στη βάση της πολιτικής επιλογής «αποκέντρωση με λογοδοσία» διατυπώνονται κι οι ειδικότερες προτάσεις της ενδιάμεσης έκθεσης. Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει με ιδιαίτερη έμφαση την ανάγκη διαμόρφωσης ειδικής χρηματοδοτικής φόρμουλας για κάθε διαφορετική σχολική μονάδα (funding formula), η οποία θα συναρτά τη χρηματοδότηση του σχολείου με συγκεκριμένους κοινωνικούς δείκτες, που θα διαμορφωθούν από τα δεδομένα της πληροφοριακής βάσης του υπουργείου MySchool (για παράδειγμα ποσοστό αλλοδαπών μαθητών, μορφωτικό επίπεδο γονέων, δυσπρόσιτες περιοχές κτλ.). Θεωρητικά, οι αποκεντρωμένοι προϋπολογισμοί σε επίπεδο αυτοδιοίκησης, η χρηματοδοτική φόρμουλα και η στοχευμένη χρηματοδότηση με τη μορφή κουπονιών στη βάση συγκεκριμένων κοινωνικών κριτηρίων στοχεύουν στη μετατόπιση πόρων προς τα σχολεία και τους μαθητές των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, όπως ο ίδιος ο ΟΟΣΑ μάς αποκαλύπτει, είναι αρκετά διαφορετική. Η όποια χρηματοδοτική φόρμουλα θα συνδέεται άμεσα με την εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων καθώς «τα σχολεία θα πρέπει να είναι ανταποδοτικά για τη χρήση των επιπρόσθετων κεφαλαίων με μέτρα που μπορεί να περιλαμβάνουν δημοσίευση ετήσιων απολογισμών και εκθέσεων».
Επί της ουσίας, η συζήτηση δεν αφορά τους αδύναμους μαθητές και τη στήριξη της μόρφωσής τους, αλλά τη μετατόπιση της χρηματοδότησης σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, τη σύνδεση χρηματοδότησης / σχολικής απόδοσης και τη δυνατότητα του ιδιωτικού εκπαιδευτικού τομέα να οικειοποιείται τη δημόσια χρηματοδότηση του σχολείου.
Ελεύθερη επιλογή προσωπικού
Στο ίδιο πνεύμα θεωρείται ότι η πρόσληψη του εκπαιδευτικού προσωπικού πρέπει να πραγματοποιείται σε επίπεδο σχολικής μονάδας, όπου ο διευθυντής/μάνατζερ κάθε σχολείου θα επιλέγει το εκπαιδευτικό προσωπικό της σχολικής του μονάδας: «Οι σχολικοί ηγέτες είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για το είδος της σχολικής κουλτούρας που μπορεί να βελτιώσει τη μαθητική απόδοση. Αλλά εάν οι σχολικοί ηγέτες δεν εμπλέκονται στην πρόσληψη των εκπαιδευτικών και στην αξιολόγηση της διδασκαλίας αυτό μειώνει την διευθυντική τους εξουσία και άρα αντίστοιχα το βαθμό ανταποδοτικότητάς του».
Παράλληλα ο ΟΟΣΑ επισημαίνει, σε πολλά σημεία της έκθεσής του, το γεγονός ότι το 85% του υπάρχοντος προϋπολογισμού για την εκπαίδευση δίνεται σε μισθούς των εκπαιδευτικών. Κατά συνέπεια, ο ΟΟΣΑ επιμένει και σήμερα στη μείωση των εκπαιδευτικών δαπανών, στην πλήρη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών και στην «αποδοτική» κατανομή του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Τι είναι τα περίφημα vouchers και τι έχει δείξει η διεθνής εμπειρία από την εφαρμογή τους
Αυτό το οποίο ισχυρίζονται οι θιασώτες των vouchers είναι η βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων.
Συνοψίζοντας τις σημαντικότερες πτυχές της εφαρμογής του προγράμματος vouchers με βάση έρευνες Αμερικανικών, Σουηδικών και Βρετανικών πανεπιστημίων που, αν και με διαφορετικές θεωρητικές αναφορές, καταλήγουν σχεδόν ομόφωνα στα ακόλουθα συμπεράσματα:
Σε έρευνες που διεξήχθησαν την τελευταία εικοσαετία σε Σουηδία, Βρετανία, Νέα Υόρκη, Λουιζιάνα, Κλήβελαντ, Μιλγουόκι, δηλ, στις περιοχές που εφαρμόζονται συστηματικά για πολλά χρόνια τέτοιου είδους προγράμματα, καταρρίφθηκε το επιχείρημα ότι το πρόγραμμα vouchers βελτιώνει τις επιδόσεις των μαθητών. Τα δεδομένα των ερευνών δείχνουν ότι τα μαθησιακά αποτελέσματα των ιδιωτικών σχολείων που εφαρμόζουν vouchers και των δημόσιων δεν έχουν στατιστική διαφορά.
Η κατεύθυνση κρατικών κονδυλίων για τα vouchers αποδυναμώνει αισθητά τα δημόσια σχολεία, με αποτέλεσμα αρκετά να οδηγούνται σε κλείσιμο. Εντυπωσιακό είναι το συμπέρασμα της ερευνήτριας της Εκπαιδευτικής Οικονομίας Helen F. Ladd (School Vouchers: a critical view), η οποία παρατηρεί στην κατακλείδα του άρθρου της ότι, όχι μόνο τα προγράμματα αυτά δεν φέρνουν καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα, αλλά απορροφούν κρίσιμους πόρους από τη δημόσια εκπαίδευση και διευρύνουν τις εκπαιδευτικές ανισότητες.
Ακόμη και στις περιπτώσεις που εφαρμόζονται τα vouchers, σε πλήρη αντίθεση με το μοντέλο που προτείνουν οι εγχώριοι θιασώτες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οι οποίοι μιλούν για εντελώς ανεξάρτητα σχολεία, τα ιδιωτικά σχολεία πρέπει να πιστοποιούνται από το κράτος, να εποπτεύονται στενά από αυτό και να ακολουθήσουν πιστά το ίδιο αναλυτικό πρόγραμμα (DoesSchoolPrivatizationImproveEducationalAchievement? Evidence from Sweden’s Voucher Reform Anders Böhlmark Mikael Lindahl, September 2008)
Η εφαρμογή των προγραμμάτων γεννά διαφθορά και συνθήκες έντονης διαπλοκής στο χώρο της εκπαίδευσης, καθώς έχει σημειωθεί κατασπατάληση πόρων από ιδιωτικά σχολεία και κακή χρήση από γονείς. Μάλιστα, αρκετοί υπεύθυνοι προγραμμάτων έχουν οδηγηθεί στη δικαιοσύνη.
Η μόνη πρόσφατη έρευνα που παρουσιάζει με θετικό τρόπο το πρόγραμμα των vouchers προέρχεται από το περίφημο Ινστιτούτο του Friedman, του εμπνευστή του προγράμματος. Ωστόσο, οι επιστήμονες και ερευνητές του χώρου κατηγόρησαν την εν λόγω έρευνα για σειρά μεθοδολογικών και επιστημολογικών λαθών (διαστρέβλωση της βιβλιογραφίας, χρήση πλαστών ερευνητικών μεθόδων που νόθευσαν το αποτέλεσμα κ.λπ.) που καθιστούν την έρευνα πλήρως αναξιόπιστη (ChristopherLubienski, UniversityofIllinois, June 2016).
Η αποκέντρωση της εκπαίδευσης
Είναι φανερό ότι μέσα από την επιχείρηση «αποκέντρωση της Εκπαίδευσης» προωθείται η ιδιωτικοποίηση και δοκιμάζεται συνολικά το μοντέλο του ευέλικτου, «αποκεντρωμένου» σχολείου της αγοράς.
Συγκεκριμένα επιδιώκεται: Η καθήλωση των κρατικών δαπανών για την Εκπαίδευση και η μετάθεση του κόστους λειτουργίας των σχολικών μονάδων στους δήμους και ουσιαστικά στους εργαζόμενους, με την επιβολή τοπικής φορολογίας.
Με άλλα λόγια, η χρηματοδότηση κάθε σχολικής μονάδας θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις οικονομικές δυνατότητες κάθε δήμου. Οι δήμοι, με τη σειρά τους, θα μεταθέτουν την οικονομική επιβάρυνση στους πολίτες, είτε επιβάλλοντας δίδακτρα είτε άλλες εισφορές.
Στο πλαίσιο της αποκέντρωσης είναι προφανές ότι ο εκπαιδευτικός καλείται να έχει έναν νέο ρόλο και κυρίως αυτοί που ασκούν διοίκηση. Στην ουσία, θα μετατραπούν σε μάνατζερ–διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι να αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου.
Μακροπρόθεσμα το αποτέλεσμα θα είναι ο μαρασμός και το κλείσιμο πολλών σχολείων, κυρίως των αγροτικών περιοχών, αφού οι κοινότητες και οι μικρότεροι δήμοι δεν θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στα έξοδα λειτουργίας τους, την ώρα που οι ποικιλώνυμοι «τοπικοί παράγοντες» θα ενδιαφέρονται για τη βιτρίνα τους, τα «καλά» σχολεία της περιοχής.
Ανάλογα προβλήματα θα αντιμετωπίσουν και πολλά σχολεία των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα των υποβαθμισμένων περιοχών, που θα εξελιχθούν σε σχολεία αλλοδαπών, μεταναστών και φτωχών Ελλήνων.
Στον ανελέητο ανταγωνισμό που θα ξεσπάσει μεταξύ των σχολείων, οι μαθητές, με πρόσχημα το δικαίωμα επιλογής του σχολείου όπου θα φοιτήσουν, αντιμετωπίζονται ως πελάτες και παραγόμενα εμπορεύματα, αφού θα προετοιμάζονται έτσι ώστε να κυκλοφορήσουν στην αγορά με καλύτερους όρους.
Από την άλλη, η ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, στους εκπαιδευόμενους, στους γονείς, στην «τοπική κοινωνία» και στους «παραγωγικούς φορείς», είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτώνται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους.
Τα «αποκεντρωμένα» σχολεία, για παράδειγμα, θα παραμερίζουν πιο εύκολα τη γενική μόρφωση σε όφελος των δεξιοτήτων που ζητά η αγορά, για να γίνονται πιο προσφιλή στις επιχειρήσεις εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη χρηματοδότηση.
Η παιδαγωγική και η διδακτική οφείλουν να υποταχθούν σε μια νέα αντίληψη, που έχει σχέση περισσότερο με την επιχειρηματική λογική, αφού το σχολείο θα λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και πρέπει να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ’ αυτήν την προοπτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου