Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Ποιος φταίει για την ενεργειακή ακρίβεια στην Ελλάδα;

 




Στις 22 Δεκεμβρίου του 2021, οι τιμές στη λεγόμενη «προ-ημερήσια» χονδρική αγορά (βλέπε παρακάτω) του ηλεκτρικού ρεύματος έσπασαν το φράγμα των 400 ευρώ ανά μεγαβατώρα στην Ευρώπη, ύστερα από μια μακρά ανοδική πορεία που ξεκίνησε στις αρχές Αυγούστου, σηματοδοτώντας την κορύφωση της μεγάλης ενεργειακής κρίσης του 2021. Από τον Νοέμβριο, οι καταναλωτές στην Ελλάδα είχαν δει πλέον τις επιπτώσεις να καταγράφονται στους λογαριασμούς τους σημειώνοντας αυξήσεις της τάξης του 96% για τα νοικοκυριά -και πολλαπλάσιες για τις επιχειρήσεις- σε σχέση με την περσινή χρονιά.

Στην Ελλάδα με το άρθρο 61 στον νόμο 4839/2021 έγινε προσπάθεια θέσπισης ενός μόνιμου μηχανισμού στήριξης των καταναλωτών που θα επιδοτούσε τους λογαριασμούς του ρεύματος προκειμένου να περιοριστούν οι αυξήσεις, αλλά μέχρι τώρα φαίνεται να απορροφά πολύ μικρό μέρος του αυξημένου κόστους.

Σύμφωνα με τις year-to-date τιμές (τη μέση τιμή στο διάστημα ενός έτους), η Ελλάδα κατέχει τη σταθερή, ακατέβατη πρωτιά ή πιο απλά, το μέσο κόστος της ηλεκτρικής μεγαβατώρας στην προ-ημερήσια αγορά για το τελευταίο έτος ήταν υψηλότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης.

Αυτή είναι όμως μόνο η αρχή των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής αγοράς ενέργειας. Άλλωστε, η προ-ημερήσια αγορά αποτελεί μόνο τη μία από τις τέσσερις χρηματιστηριακές αγορές ενέργειας του λεγόμενου “target model” που τέθηκε σε λειτουργία τον Νοέμβριο του 2020. Από τη μέρα της εφαρμογής του, έχουν σημειωθεί αυξήσεις σε όλες τις πτυχές του κόστους της ενέργειας, ενώ η ίδια η πρεμιέρα του ξεκίνησε με ένα μείζον κερδοσκοπικό επεισόδιο.

«Το Target Model είναι μια μεγάλη μεταρρύθμιση». Έτσι υποδέχτηκε ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης το νέο μοντέλο λίγες ημέρες μετά την ενεργοποίησή τουχαρακτηρίζοντας το ως «το καλύτερο και πιο αποτελεσματικό εργαλείο διεθνώς», που θα έφερνε μεταξύ άλλων ένα «διαφανές πλαίσιο για το κόστος της αγοράς» και τη «διευρυμένη πρόσβαση σε οικονομικότερες πηγές ενέργειας», ενώ διακηρυγμένος στόχος του ήταν «η μείωση του κόστους της ενέργειας για τους τελικούς καταναλωτές».

Στην πραγματικότητα, η δημιουργία μιας απελευθερωμένης, ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού υπό την κυριαρχία του ιδιωτικού τομέα αποτελεί επίσημη πολιτική της ΕΕ τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990.

Η αναμόρφωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που είναι πλέον γνωστή ως target model, πρωτοψηφίστηκε με τον νόμο 4425 του 2016. Η ολοκλήρωση των βημάτων για τη λειτουργία της αγοράς υπήρξε ένα από τα 140 προαπαιτούμενα του τρίτου μνημονίου το 2017, ενώ με νόμο του 2018 δημιουργήθηκε το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, το οποίο σήμερα διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος του target model. Εν τέλει, αφού υπέστη πολλαπλές αναθεωρήσεις από τις ελληνικές αρχές τους μήνες πριν αρχίσει να λειτουργεί, το target model εγκαινιάστηκε επισήμως την 1η Νοεμβρίου του 2020.

Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, στο target model προβλέπονται τέσσερις αγορές χονδρικής, δηλαδή «χρηματιστήρια», στα οποία εκτελούνται συναλλαγές που αφορούν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας. Τις ποσότητες αυτές τις πωλούν οι παραγωγοί ενέργειας στο σύστημα, το οποίο εν συνεχεία τις πωλεί στους παρόχους. Οι πάροχοι με τη σειρά τους, πωλούν την ενέργεια που έχουν αγοράσει από το σύστημα στη λιανική αγορά, δηλαδή στους καταναλωτές.

Οι τέσσερις αγορές του target model είναι:

Η προημερήσια αγορά (Day-Ahead Market – DAM): Η αγορά στην οποία δημοπρατούνται οι προσφορές των μονάδων για τον ενεργειακό προγραμματισμό της επόμενης ημέρας.

Η ενδοημερήσια αγορά (Intra-Day Market – IDM): Η αγορά στην οποία γίνονται συμπληρωματικές αγορές και πωλήσεις την ίδια μέρα.

Η προθεσμιακή αγορά: Εδώ συνάπτονται συμβόλαια παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε προσυμφωνημένες τιμές.

Η αγορά εξισορρόπησης: Εδώ οι παραγωγοί ενέργειας καταθέτουν προσφορές σε πραγματικό χρόνο, κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, για πακέτα ενέργειας που μπορούν να διαθέσουν άμεσα, ώστε να καλυφθούν ελλείμματα ή απώλειες του συστήματος, δηλαδή ενεργειακές ανάγκες τις οποίες το σύστημα δεν μπορεί να καλύψει από την ενέργεια που διατέθηκε στην προημερήσια και την ενδοημερήσια αγορά.

Τις τρεις πρώτες αγορές τις διαχειρίζεται το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, ενώ την αγορά εξισορρόπησης ο ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας).



Από τον πρώτο μήνα λειτουργίας του, το target model άρχισε να αυξάνει τις τιμές στη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού. Οι αυξήσεις όχι μόνο δεν πέρασαν απαρατήρητες αλλά διάφορα δημοσιεύματα (ενδεικτικά βλ. Καθημερινή και Newmoney.gr) εκείνη την περίοδο άφηναν υπόνοιες ότι οι κάτοχοι μονάδων παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο εκμεταλλεύονταν την αγορά εξισορρόπησης για να αποσπάσουν υψηλότερα κέρδη.

Μια τέτοια πρακτική είναι εφικτή διότι η προημερήσια και ενδοημερήσια αγορά ενέργειας λειτουργούν με δημοπρασίες, που σημαίνει ότι οι παραγωγοί καλούνται να μειοδοτήσουν και το σύστημα επιλέγει τις φθηνότερες τιμές από κάθε μονάδα ηλεκτροπαραγωγής. Έτσι, αν μια μονάδα προσφέρει ρεύμα σε ακριβές τιμές, τότε αποκλείεται από τη δημοπρασία.

Αν όμως η μονάδα είναι μεγάλη και άρα αναγκαία για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας, όπως οι μονάδες φυσικού αερίου, τότε έχει εξαιρετικά μεγάλη πιθανότητα να χρειαστεί άμεσα να διαθέσει ενέργεια, παρότι έχει αποκλειστεί από τις αγορές, διότι χωρίς αυτήν το σύστημα δεν θα έχει επάρκεια. Μόνο που, επανερχόμενη, θα διαθέσει ενέργεια όχι πλέον μέσω της προημερήσιας και της ενδοημερήσιας αγοράς, αλλά μέσω της αγοράς εξισορρόπησης, που διορθώνει τα ελλείμματα του συστήματος.

Σε αντίθεση, όμως, με την προημερήσια και την ενδοημερήσια αγορά, όπου οι παραγωγοί χρειάζεται να προσφέρουν ανταγωνιστικές τιμές προκειμένου να συμπεριληφθούν στον ημερήσιο προγραμματισμό, ο κανονισμός της αγοράς εξισορρόπησης επιτρέπει να ζητήσουν τιμές μέχρι 4.240 ευρώ ανά MWh (μεγαβατώρα), έναντι του μεταβλητού κόστους των 50-100 ευρώ που κοστίζει η παραγωγή της.

Το χρηματιστήριο ενέργειας, στις περισσότερες χώρες της ΕΕ αποτελεί ένα μικρό κομμάτι της ενέργειας που εγχύεται στο σύστημα. Εκεί όπου παραγωγοί θα πουλούσαν μόνο την περίσσεια ενέργειας που θα τύχαινε να παράγουν και αγοραστές θα αγόραζαν την ενέργεια που χρειάστηκαν εκτάκτως για να καλύψουν κάποιες ανάγκες.

Αν λοιπόν ένας παραγωγός, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να προσφέρει ενέργεια εξισορρόπησης λόγω της μονάδας παραγωγής με φυσικό αέριο που διαθέτει, δώσει υψηλές τιμές στις δημοπρασίες για τον ημερήσιο προγραμματισμό, μπορεί βασίμως να περιμένει μεγάλα κέρδη όταν αναπόφευκτα θα κληθεί να αναπληρώσει την ενέργεια που λείπει από το σύστημα εκείνη την ημέρα στην αγορά εξισορρόπησης, σε μεγαλύτερες ή και πάρα πολύ μεγαλύτερες τιμές ανά MWh, απ’ αυτές που ζητούσε στην προημερήσια αγορά -μια ευκαιρία την οποία κάποιοι παραγωγοί φαίνεται ότι άδραξαν, καταθέτοντας προσφορές ως και 3.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η συνολική τιμή του ρεύματος.

Στην Ελλάδα το 100% της ενέργειας  περνάει από το χρηματιστήριο ενέργειας,  στη Γερμανία και τη Γαλλία το 29% της ενέργειας είναι που πωλείται στη χρηματιστηριακή αγορά, στην Ιταλία το 11%, ενώ στην Πολωνία μόλις το 1%. Το υπόλοιπο διευθετείται μέσω μακροχρόνιων διμερών συμβολαίων προμήθειας, όπου οι εταιρείες που πουλάνε ρεύμα στους καταναλωτές, έχουν συμφωνήσει με ηλεκτροπαραγωγούς να αγοράζουν ποσότητες ρεύματος για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε σταθερές, προσυμφωνημένες τιμές.

https://www.reportersunited.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: