Δύο «ραπίσματα» κι ένα «χάδι» δέχθηκαν χθες η κ.Κεραμέως και το ΙΕΠ από το Συμβούλιο της Επικρατείας, που τους βαθμολόγησε με ένα ολοστρόγγυλο ΜΗΔΕΝ στην Πολιτική Παιδεία, αλλά τους «προήγαγε» στα Λατινικά.
Ειδικά για το επιτελικό όργανο του Υπουργείου Παιδείας το άδειασμα από το ΣτΕ είναι πελώριο, καθώς το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το ΙΕΠ δεν τήρησε τα παιδαγωγικά και επιστημονικά κριτήρια που όφειλε όταν εισηγήθηκε την μείωση ωρών ενός μαθήματος και την πλήρη κατάργηση ενός άλλου, δηλαδή δεν έκανε την επιστημονική ανάλυση ακριβώς για την οποία είναι επιφορτισμένο...
Συγκεκριμένα, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας με την ΣτΕ Γ΄ 7μ.1972/2022 απόφασή του, έκρινε παράνομη την μείωση και κατάργηση αντίστοιχα της διδασκαλίας των μαθημάτων «Πολιτική Παιδεία» που διδάσκεται στην Α' Λυκείου και του «Σύγχρονου Κόσμου: Πολίτης και Δημοκρατία», μάθημα το οποίο διδάσκεται στην Β’ Λυκείου, προκαλώντας αναταραχή στο Υπουργείο Παιδείας, αλλά και στο ΙΕΠ.
Στο τελευταίο, καθώς το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι από τα εκτεθέντα από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής στοιχεία που οδήγησαν στην κατάργηση αυτών των μαθημάτων, δεν προέκυψαν «τα παιδαγωγικά και επιστημονικά κριτήρια που καθιστούν πρόσφορες τις εν λόγω αλλαγές». Αποδίδει δηλαδή στο ΙΕΠ ότι πρότεινε την κατάργηση χωρίς παιδαγωγικά και επιστημονικά κριτήρια.
Παράλληλα όμως, το ΣτΕ έκρινε νόμιμη την επαναφορά των Λατινικών στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα ΑΕΙ, προσφέροντας μεγάλη ανακούφιση στην κ.Κεραμέως που επέμενε στην αντικατάσταση της Κοινωνιολογίας από το μάθημα αυτό. Αλλά κυρίως την ανακουφίζει γιατι δεν θα αναγκαστεί, μέσα σε μια δύσκολη και γεμάτη αλλαγές χρονιά, να αλλάξει εκ νέου μάθημα που εξετάζεται στις πανελλαδικές...
Τι είχε γίνει το 2020
Το 2020, η κ.Κεραμέως είχε αποφασίσει τη μείωση κατά 1 ώρα (από 3 ώρες/εβδομάδα σε 2) για το µάθηµα «Πολιτική Παιδεία (Οικονοµία, Πολιτικοί Θεσµοί και Αρχές Δικαίου, Κοινωνιολογία)» για την Α' Λυκείου και την πλήρη κατάργηση του δίωρου μαθήματος «Σύγχρονος Κόσµος: Πολίτης και Δηµοκρατία» που διδασκόταν στη Β' τάξη, μαζί με τη γνωστή και πολυσυζητημένη απόφαση για την αντικατάσταση της Κοινωνιολογίας από τα Λατινικά στη Γ Λυκείου.
Οι αποφάσεις της αυτές είχαν δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση τόσο στους μαθητές όσο και στους εκπαιδευτικούς -ειδικά στους ΠΕ78 και ΠΕ80 που δίδασκαν, κυρίως, αυτά τα μαθήματα- που βίωσαν απώλεια πολλών οργανικών θέσεων µόνιµων εκπαιδευτικών καθώς και θέσεων εργασίας αναπληρωτών.
Για το ζήτημα μάλιστα, είχε κατατεθεί στη Βουλή και ερώτηση από τον ΣΥΡΙΖΑ, που ανάμεσα σε άλλα ζητούσε να πληροφορηθεί «επειτα από ποια επιστηµονική και παιδαγωγική τεκµηρίωση λήφθηκε η απόφαση κατάργησης ή/και περιορισµού των µαθηµάτων καλλιτεχνικών, έρευνας (projects) και κοινωνικοοικονοµικών επιστηµόνων από το ωρολόγιο πρόγραµµα του Γενικού Λυκείου; Υπήρξε διάλογος και συναίνεση µε τους φορείς της εκπαίδευσης; Υπάρχει σχετική εισήγηση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ);» Τώρα λοιπόν με βάση την απόφαση του ΣτΕ, προκύπτει ότι επιστηµονική και παιδαγωγική τεκµηρίωση δεν υπηρχε!
Θα επανέλθουν τα μαθήματα; Πότε;
Το βασικό ερώτημα φυσικά είναι αν, μετά από αυτό το διπλό χαστούκι του ΣτΕ το οποίο ευθέως αναφέρει ότι «τα ωρολόγια προγράμματα, κατά το μέρος που αφορά τα εν λόγω μαθήματα, εκδόθηκαν μη νομίμως, χωρίς τεκμηρίωση ως προς την τήρηση παιδαγωγικών και επιστημονικών κριτηρίων, παραγνωρίζοντας τα κριτήρια άσκησης της κανονιστικής αρμοδιότητας της Διοίκησης» τα δύο αυτά μαθήματα θα επανέλθουν όπως διδάσκονταν προτού ληφθούν οι πρόχειρες και αντιεπιστημονικές -με τη δικαστική βούλα πλέον- αποφάσεις. Πράγμα βέβαια πολύ δύσκολο να γίνει εν μέσω της χρονιάς, με τους εκπαιδευτικούς ειδικοτήτων να έχουν ήδη προσληφθεί και τα ωρολόγια προγράμματα να έχουν διαμορφώσει τις αναθέσεις. Να σημειωθεί πάντως, ότι για το μάθημα της Πολιτικής Παιδείας έχουν διατυπωθεί και ενστάσεις απο εκπαιδευτικούς, που σημειώνουν ότι δεν μπορεί να ενσωματωθεί και να αφομοιωθεί το αντικείμενο τριών συγκεκριμένων αυτοτελών επιστημών, καθώς διαφορετική μεθοδολογική διάρθρωση των αντικειμένων και των μεθόδων των επιστημών οδηγεί σε τεράστια προβλήματα στη διδασκαλία, τη μάθηση και τη γνώση. Ομως οι ενστάσεις αυτές είναι ένα πράγμα και η απόφαση μείωσης των ωρών του χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση ένα άλλο, πολύ διαφορετικό.
Τι λέει η απόφαση του ΣτΕ αναλυτικά
Από το άρθρο 16 του Συντάγματος συνάγεται η υποχρέωση του Κράτους να λαμβάνει τα κατάλληλα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα για την προαγωγή των επιστημών, καθώς και για την οργάνωση και παροχή της εκπαίδευσης των Ελλήνων σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες· δεν μπορεί, ωστόσο, να θεμελιωθεί υποχρέωση του Κράτους για την αναγωγή συγκεκριμένης επιστήμης σε αντικείμενο διδασκαλίας στο πλαίσιο της δημόσιας εκπαίδευσης ή σε αντικείμενο αξιολόγησης για την εισαγωγή των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στον νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση εναπόκειται αφενός η επιλογή των επιστημών που θα καταστούν αντικείμενο διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ο τρόπος διδασκαλίας και αξιολόγησης των μαθημάτων και αφετέρου η θέσπιση ή η μεταρρύθμιση του συστήματος επιλογής για τις σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εφόσον διασφαλίζεται η ισότητα ευκαιριών εισόδου σε αυτήν οποιουδήποτε ενδιαφερομένου και ο αξιοκρατικός τρόπος επιλογής των υποψηφίων.
Η επιλογή, πάντως, των αντικειμένων διδασκαλίας στα ωρολόγια προγράμματα, όπως και η συνολική οργάνωση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα πρέπει να γίνεται με επιστημονικά και παιδαγωγικά κριτήρια, ώστε να τεκμηριώνεται ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι ορθολογικές και όχι περιστασιακές, αποσπασματικές και εξυπηρετικές άλλων σκοπών, μη σχετιζόμενων με τις απορρέουσες από το Σύνταγμα για την ορθολογική οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης αρχές.
Κατά την επιλογή δε των αντικειμένων διδασκαλίας δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι η παιδεία αναγορεύεται από τον συνταγματικό νομοθέτη σε βασική αποστολή του Κράτους, μεταξύ δε των σκοπών της συγκαταλέγονται η ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των μαθητών, και ιδίως η διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες, σκοπός στενά συνυφασμένος με το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα που καθιερώνει το Σύνταγμα.
Ενόψει τούτων κρίθηκε ότι καθορισμός των διδασκομένων μαθημάτων και των ωρολόγιων προγραμμάτων συνιστούν ειδικότερο θέμα σε σχέση με το νομοθετικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας του Γενικού Λυκείου που τίθεται με τις διατάξεις του ν. 4186/2013, όπως ισχύουν, οι οποίες, στα πλαίσια και των συνταγματικών προβλέψεων για τους σκοπούς της παιδείας, καθορίζουν τους σκοπούς του Γενικού Λυκείου, (άρθρο 1), τη διάρθρωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τις τρεις τάξεις του λυκείου, το σύνολο των διδακτικών ωρών εβδομαδιαίως του κάθε προγράμματος και τις ομάδες προσανατολισμού για τις Β΄ και Γ΄ τάξεις (άρθρο 2 του ν. 4186/2013, όπως ισχύει), καθώς και τα επιστημονικά πεδία, στα οποία κατατάσσονται οι σχολές/τμήματα/κατευθύνσεις των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, και τον τρόπο πρόσβασης σε αυτά μέσω των ομάδων προσανατολισμού (εξεταστέα μαθήματα) (άρθρο 4 Α του ν. 4186/2013). Εφόσον δε με τον τρόπο αυτόν διαγράφονται οι βασικές αρχές, στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση για τον καθορισμό των διδασκόμενων μαθημάτων και των διδακτικών ωρών, εγκύρως κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων να ρυθμίσει τα ζητήματα αυτά.
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 4692/2020, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το μάθημα της Κοινωνιολογίας από το μάθημα των Λατινικών ως πανελληνίως εξεταζόμενο μάθημα για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν υπερβαίνουν τα όρια ευχέρειας που έχει ο νομοθέτης προς καθορισμό του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων σπουδαστών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ούτε αποτελούν ρύθμιση απρόσφορη για την επιλογή, ειδικότερα, των καταλληλότερων υποψηφίων προς εισαγωγή στις σχολές του τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του πρώτου Επιστημονικού Πεδίου (Ανθρωπιστικές, Νομικές και Κοινωνικές Επιστήμες).
Και τούτο, διότι η επαναφορά της διδασκαλίας του μαθήματος των Λατινικών στο Λύκειο δικαιολογείται από τη συναγόμενη από τη διάταξη εκτίμηση του νομοθέτη για τη συμβολή του μαθήματος των Λατινικών στην καλλιέργεια των ανθρωπιστικών σπουδών. Το μάθημα αυτό, ως μάθημα κλασικής παιδείας, συμβάλλει θετικά, κατά το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, στην πολύπλευρη πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου, διδάσκεται στο Ελληνικό Σχολείο αδιαλείπτως από το 1836 και αποτελεί το μοναδικό μη ελληνικό μάθημα αρχαιογνωσίας με σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό που προάγει τη γνώση των μαθητών για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, συντελώντας καθοριστικά στην εμπέδωση της ευρωπαϊκής ιδέας, μέσω της γνωριμίας τους με μια γλώσσα και έναν πολιτισμό που αποτελεί βασικό πυλώνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, με διαρκή και διαχρονική επίδραση. Με τα ως άνω δεδομένα, οι ρυθμίσεις των προσβαλλόμενων πράξεων περί επαναφοράς στα ωρολόγια προγράμματα του Γενικού Λυκείου του μαθήματος των Λατινικών στη θέση του μαθήματος «Βασικές Αρχές Κοινωνικών Επιστημών (Κοινωνιολογία, Οικονομική Επιστήμη και Πολιτική Επιστήμη)» συνέχονται και έχουν ως έρεισμα τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 4692/2020 που όρισαν τα εξεταζόμενα μαθήματα για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των αποφοίτων Γενικού Λυκείου.
Με την ίδια απόφαση κρίθηκε, εξάλλου, ότι τα ωρολόγια προγράμματα, κατά το μέρος που περιορίζουν ή καταργούν τη διδασκαλία των μαθημάτων γενικής παιδείας «Πολιτική Παιδεία» στην Α΄ Λυκείου και «Σύγχρονος Κόσμος: Πολίτης και Δημοκρατία» στη Β´ Λυκείου και μάλιστα σε χρόνο κατά τον οποίο και η διδασκαλία της Κοινωνιολογίας έχει αφαιρεθεί εντελώς από τα ωρολόγια προγράμματα του Λυκείου, αφίστανται από τις εκτιμήσεις του νομοθέτη του ν. 4186/2013, ο οποίος, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, είχε θεωρήσει αναγκαία την ενίσχυση της διδασκαλίας μαθημάτων πολιτικής παιδείας, ως μέσο για την προφύλαξη των νέων από φανατισμούς, πολιτικά πάθη και ακρότητες, καθώς και για την προβολή των αξιών της Δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής που διέρχονται κρίση.
Και τούτο χωρίς να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου και από τα εκτεθέντα από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής στοιχεία τα παιδαγωγικά και επιστημονικά κριτήρια που καθιστούν πρόσφορες τις εν λόγω αλλαγές. Συνεπώς, τα ωρολόγια προγράμματα, κατά το μέρος που αφορά τα εν λόγω μαθήματα, εκδόθηκαν μη νομίμως, χωρίς τεκμηρίωση ως προς την τήρηση παιδαγωγικών και επιστημονικών κριτηρίων, παραγνωρίζοντας τα κριτήρια άσκησης της κανονιστικής αρμοδιότητας της Διοίκησης.
Το δικαστήριο δηλαδή έκρινε μη νόμιμη την κανονιστική απόφαση κατά το μέρος που μειώνει ουσιωδώς τη διδασκαλία μαθημάτων Πολιτικής Παιδείας παραγνωρίζοντας τα επιστημονικά και παιδαγωγικά κριτήρια άσκησης της σχετικής κανονιστικής αρμοδιότητας της Διοίκησης
https://www.alfavita.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου