Διορισμοί,
Μεταθέσεις, Αποσπάσεις, Αναπλήρωση
Σκέψεις
για διάλογο-Διήμερο Παρεμβάσεων Δευτεροβάθμιας
Αλεξάνδρα
Λέκκα
Μέχρι να διοριστώ…
Είναι γνωστή σε
όλους μας και πολυσυζητημένη πια η προσπάθεια Αρσένη για μεταρρύθμιση στην
εκπαίδευση και όσα πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της το 1998 με την κατάργηση
της επετηρίδας. Είναι χρήσιμο να ξαναθυμηθούμε ωστόσο σήμερα κάποιους από τους
κρίκους της αλυσίδας επαγγελματικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων
για την εκπαιδευτική κοινότητα:
Το πτυχίο ως
πιστοποιητικό έγγραφο των σπουδών, εκτός του ακαδημαϊκού τίτλου συμπύκνωνε
κάποτε επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα και ταυτόχρονα
απαγορεύσεις. Αποτελούσε μια βεβαίωση με τριπλή διάσταση:
επιστημονική/ακαδημαϊκή, επαγγελματική και εργασιακή.
Το ακαδημαϊκό
εύρος των πτυχίων αλλά και το εύρος των επαγγελματικών και εργασιακών
δικαιωμάτων και αντίστοιχα των απαγορεύσεων το οποίο μας απασχολεί σε αυτό το
σημείωμα δεν υπήρξε ούτε αυτονόητο, ούτε αμετάβλητο, ούτε ιδεολογικά ουδέτερο,
ούτε πολιτικά αδιάφορο, αλλά, αντίθετα, γνήσιο παιδί της ιστορίας: κάποτε,
ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα τμήματα των Φιλοσοφικών σχολών, για παράδειγμα,
απένειμαν ενιαίο τίτλο σπουδών και αυτός με τη σειρά του σήμαινε για
όλους τους αποφοίτους – είτε ελληνικής είτε ξένης φιλολογίας - ενιαία
επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα.
Από την αρχική
διάκριση μεταξύ ελληνικών κα ξενόγλωσσων τμημάτων και αντίστοιχα πτυχίων,
στη συνέχεια περάσαμε στη διάκριση της ενιαίας «ελληνόγλωσσης»
Φιλοσοφικής που απένειμε ένα κοινό για όλα τα τμήματα πτυχίο, έπειτα στην
παροχή πτυχίου με την αναγραφή του τμήματος αποφοίτησης, και ακολούθως,
μετά τον νόμο 1268 του 1982 και την οργάνωση των σπουδών σε εξάμηνα, σε πτυχίο
τμήματος με την αναγραφή της κατεύθυνσης.
Τα παραπάνω
προφανώς συνοδεύονται από αλλαγές στα προγράμματα σπουδών και στην ακαδημαϊκή
οργάνωση των τμημάτων, αλλά όσο αφορά στα επαγγελματικά και εργασιακά
δικαιώματα πρακτικά σημαίνουν ότι, αν κάποτε ένας απόφοιτος Φιλοσοφικής
είχε επαγγελματικό εργασιακό δικαίωμα για όλο το επαγγελματικό φάσμα που
αντιστοιχούσε στον ακαδημαϊκό τίτλο σπουδών -φιλόλογος, παιδαγωγός, ιστορικός,
αρχαιολόγος, φιλόσοφος(…! ) και σχετικά- μετέπειτα, η αναγραφή της κατεύθυνσης
στο πτυχίο σημαίνει ότι το επαγγελματικό και εργασιακό δικαίωμα π.χ. του
ιστορικού περιορίζεται στον απόφοιτο ιστορικού τμήματος, του αρχαιολόγου στον
απόφοιτο αρχαιολογικού τμήματος, κοκ.
Η διαδρομή από
«ευρείς» ακαδημαϊκά τίτλους, με αντίστοιχα επαγγελματικά και εργασιακά
δικαιώματα, σε τίτλους με περιορισμένη έκταση συνοδεύτηκε από την απόσπαση
των επαγγελματικών και των εργασιακών δικαιωμάτων από τον ακαδημαϊκό
τίτλο. Δηλαδή, το αρχικά ενιαίο πτυχίο σε εθνικό επίπεδο μετατρέπεται
σε ακαδημαϊκό και επαγγελματικό τίτλο χωρίς εργασιακά δικαιώματα ή -όπως
πλέον στις μέρες μας- αποτελεί μόνον ακαδημαϊκό τίτλο, χωρίς ούτε επαγγελματικά
ούτε εργασιακά δικαιώματα.
Τι έγιναν τα
επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα;
Ποιος τα καθορίζει και «απονείμει»;
(Με
δεδομένο ότι αυτή η διαδρομή δεν ήταν ενιαία και ταυτόχρονη για όλα τα πανεπιστημιακά
τμήματα και η πορεία υλοποίησής της εμπλέκεται με πολιτικούς συσχετισμούς,
ιστορικότητες, ταξικές αντιθέσεις και άλλα, περιοριζόμαστε σε ένα γενικευμένο
παράδειγμα, σαν μοντέλο )
Τα
επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα πιστοποιούνται, και απονέμονται από
άλλους φορείς και κατοχυρώνονται ή αποκτώνται όχι πλέον από το πτυχίο αλλά μέσα
από ποικίλες διαδικασίες. (Η αναλυτική συζήτηση για
αυτά τα θέματα είναι επίκαιρη , αφορά στη διακήρυξη της Μπολόνια και την
σημερινή ακαδημαϊκή πραγματικότητα, το είδος των πτυχίων και των ΑΕΙ , η
διάλυση των γνωστικών αντικειμένων, αφορά την δευτεροβάθμιας εκπαίδευση γιατί
υπάρχει ένας τύπος σχολείου που αντιστοιχεί σε αυτόν τον τύπο πανεπιστημίου,
αλλά ξεπερνά τα όρια αυτού του σημειώματος και τις αντοχές του αναγνώστη)
Για παράδειγμα οι
απόφοιτοι του Πολυτεχνείου για να αποκτήσουν τα δικαιώματα αυτά δίνουν
εξετάσεις στο ΤΕΕ – γεγονός με μεγάλη συμβολική αξία, αλλά αφού όλοι περνούν
τις εξετάσεις και άρα δεν πρόκειται για ιδιαίτερα επιλεκτική διαδικασία, κανείς
δεν ασχολείται… Οι απόφοιτοι των παλαιών ιστορικών–αρχαιολογικών και, νυν,
σκέτα αρχαιολογικών τμημάτων για να εργαστούν ως αρχαιολόγοι δίνουν σε
διαγωνισμό -και μάλιστα υπό την αρωγή και αιγίδα του σωματείου/συντεχνίας
των μονίμων αρχαιολόγων του ΥΠ.ΠΟ (!!), το οποίο έχει την υλοποίηση του
διαγωνισμού ως πάγιο αίτημα. Η Ένωση Ελλήνων Φυσικών από χρόνια ενδιαφέρεται να
αναλάβει αντίστοιχες εξετάσεις για την πιστοποίηση των δικαιωμάτων των
αποφοίτων των φυσικών τμημάτων και διαλέγεται για αυτό με τις κυβερνήσεις…
Στην ίδια λογική
κινείται όλη η συζήτηση που άνοιξε από την μεταρρύθμιση Αρσένη σχετικά με την
παιδαγωγική επάρκεια, ακόμη και στις λεγόμενες καθηγητικές σχολές :
δηλαδή, αν το πτυχίο αποτελεί πιστοποιητικό επιστημονικής/γνωστικής επάρκειας,
η παιδαγωγική /διδακτική επάρκεια μπορεί να αυτονομείται και να παρέχεται σε
άλλη βαθμίδα, από τα Α.Ε.Ι. ή άλλους φορείς, μέσω εξετάσεων ή άλλων
διαδικασιών. Σε αυτό ακριβώς το έδαφος κινούνται σήμερα πανεπιστημιακά τμήματα
που αλλάζουν τα προγράμματα σπουδών τους για να αποκτούν οι απόφοιτοί τους το
δικαίωμα να δίνουν στον διαγωνισμό πρόσληψης εκπαιδευτικών ή τα επανειλημμένα
αιτήματα της ΕΦΕ να πάψει ο κλάδος ΠΕ04 να περιλαμβάνει τους βιολόγους
και γεωλόγους και άρα να δίνουν με διαφορετικά θέματα στον διαγωνισμό,
Η επετηρίδα ως
τρόπος διορισμού αντιστοιχούσε στην παλαιά τριπλή υπόσταση των πτυχίων και
συμφωνούσε πολιτικά με την ύπαρξη τέτοιων τίτλων. Αντίθετα, η κατοχύρωση του
εργασιακού δικαιώματος των εκπαιδευτικών μέσω του διαγωνισμού σημαίνει ότι το
πτυχίο πλέον αποτελεί απλώς ακαδημαϊκό τίτλο ενώ τα εργασιακά δικαιώματα
κατοχυρώνονται μέσω άλλων φορέων και διαδικασιών, και, το κυριότερο, δεν
αφορούν όλους τους κατόχους πτυχίων.
Στην περίπτωσή
μας, και επειδή ο πιστοποιητής του εργασιακού δικαιώματος/απαγόρευσης είναι
προς το παρόν το κράτος και όχι οι επαγγελματικές / επιστημονικές ενώσεις, τα
επιμελητήρια, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις ή ανεξάρτητοι και ιδιωτικοί φορείς
πιστοποίησης που εξαγοράζουν αυτό το δικαίωμα από το κράτος όπως σε άλλες
περιπτώσεις, είναι πολύ σαφές ότι το πόσοι αποκτούν και έχουν εργασιακό
δικαίωμα δεν είναι θέμα – όπως ειπωνόταν και γραφόταν το ’98 – ανεργίας γενικά
ή επιστημοσύνης αλλά διαχείρισης ροών.
Δηλαδή, το
κράτος διατηρεί για τον εαυτό του το αποκλειστικό δικαίωμα να διατυπώνει τις
ανάγκες στην αγορά εργασίας, ορίζει τις θέσεις που χρειάζεται να καλυφθούν και
την ίδια στιγμή απονείμει τα εργασιακά δικαιώματα αυτών που θα τις καλύψουν. Αν
η κυβέρνηση αποφασίζει ότι κάθε χρόνο χρειάζεται δύο καθηγητές ή 2500, προφανώς
η κάθε ετήσια ροή αλλάζει και τα δεδομένα της κλαδικής ανεργίας…
Παιδιά ,
διορίζομαι….
Ωστόσο, αν η
μεταρρύθμιση Αρσένη αποτελούσε μια συνεκτική πολιτική πρόταση για τα εργασιακά
δικαιώματα των υποψηφίων εκπαιδευτικών με κεντρικό το ερώτημα πόσοι και
με ποιο τρόπο, και οδήγησε στον κατακερματισμό του ενιαίου κοινωνικού χώρου των
εκπαιδευτικών δημιουργώντας κατηγορίες και υποβάλλοντας ιδεολογικά αποτελέσματα
στο σύνολο του κλάδου, στη συνέχεια η λεγόμενη κατεδάφισή της έφερε στο
προσκήνιο το ερώτημα όχι μόνο πόσοι αλλά και ποιοι.
Αρχικά, η
σταδιακή αλλαγή στον τρόπο διορισμού των εκπαιδευτικών θα κατέληγε το 2003 στο
τέλος της ποσόστωσης προσλήψεων από την επετηρίδα και στην ύπαρξη του
διαγωνισμού ως μοναδικού τρόπου κατοχύρωσης εργασιακού δικαιώματος με ό,τι
ειπώθηκε παραπάνω ότι σημαίνει αυτό.
Αυτή η «καθαρή»
πολιτική λύση που ηθελημένα αγνοούσε την προϋπηρεσία, δηλαδή την εργασιακή
εμπειρία ως προϋπόθεση διορισμού ή την αξιολογούσε στο πλαίσιο της δυνατότητας
απορρόφησης των εκπαιδευτικών με προϋπηρεσία μέσω της ποσόστωσης, δεν
πραγματοποιήθηκε ποτέ,
Από το 2003 ο
διαγωνισμός δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος πρόσληψης αλλά με τη ρύθμιση για
την πρόσληψη όσων είχαν 16μηνη προϋπηρεσία που πέρασε νύχτα στη Βουλή, η
πρόσληψη γίνεται με ποσοστό 75% από διαγωνισμό και 25% από πίνακα που
καταρτίζεται και περιλαμβάνει αρχικά τους έχοντες προϋπηρεσία ( 16μηνο-πίνακας
Α, προϋπηρεσία μικρότερη-πίνακας Β) και έπειτα και όσους δεν έχουν
προϋπηρεσία (πίνακας Γ).
Μια πλευρά της
ρύθμισης αυτής που δεν αξιολογήθηκε ποτέ δημόσια, αλλά επέφερε μια σειρά από
δικαστήρια εναντίον του ΥΠΕΠΘ και ακολούθως εφέσεις και διορισμούς με δικαστική
παραγγελία, είναι ο έλεγχος και η παρέμβαση στο πού διορίζεται ο
καθένας. Συγκεκριμένα, το μηχανογραφημένο πρόγραμμα του ΥΠΕΠΘ που «τρέχει»
τα ονόματα των διοριστέων εκπαιδευτικών «τρέχει» παράλληλα με το
πρόγραμμα των περιοχών διορισμού.
Ο νόμος όριζε ότι
πρώτα θα έτρεχε το πρόγραμμα για τον πίνακα των διοριστέων του διαγωνισμού και
μετά των αναπληρωτών, γεγονός που, όχι μόνον ποτέ δεν έγινε, αλλά και οδήγησε
στο να αλλάξει παρακάτω ο νόμος και να ισχύσει ότι το πρόγραμμα «τρέχει» πρώτα
για τους αναπληρωτές. Το στοιχείο αυτό που μοιάζει αδιάφορο ή τεχνικό έχει να
κάνει με το πού διορίζεται ο καθένας, αν δηλαδή, προλαβαίνει τις πρώτες του
επιλογές ή οι θέσεις έχουν καλυφθεί. Μια …δοκιμαστική λειτουργία του
προγράμματος στο ΥΠΕΠΘ μπορεί να κάνει γνωστό στην πολιτική ηγεσία και τους
συνδεόμενους με την Μητροπόλεως το αν ο χ ή ο ψ τοποθετούνται όπως δήλωσαν ή
όχι, και, αναλόγως, να προστεθούν θέσεις στις ανάλογες περιοχές, αφού η σειρά
προτίμησης δεν μπορεί να αλλάξει…
Το παραπάνω
«τεχνικό» στοιχείο συμπληρώνεται με το από ποιόν πίνακα συμπληρώνει διοριστέους
το ΥΠΕΠΘ όταν πχ έχει κενά, δηλαδή δύο τρεις διοριστέοι του πίνακα ΑΣΕΠ δεν
αποδέχθηκαν το διορισμό τους ή είχαν κώλυμα διορισμού. Συμπληρώνονται οι κενές
θέσεις από τον ίδιο πίνακα κατεβαίνοντας στη σειρά ή παίρνουμε από τον διπλανό
πίνακα ή ό,τι μας βολεύει κάθε φορά ανάλογα με το ποιους
τακτοποιούμε;; Επί σειρά ετών γινόταν το τρίτο, με ευθύνη των
διοικητικών υπηρεσιών και της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΠΘ.
Και αν όλα αυτά
τα αγνοούσε η ΠΕΑΕ ή αρχικά οι επιτυχόντες του ΑΣΕΠ, αν δεν απασχόλησαν ποτέ
την ΟΛΜΕ αν και έχει απόλυτη πρόσβαση στα στοιχεία, δεν τα αγνοεί καθόλου η
ΠΕΑ της οποίας όλες οι ηγεσίες διατηρούν τακτικές και στενότατες επαφές
με την πολιτική ηγεσία και τη διοίκηση στο υπουργείο παιδείας, επαφές αρκετά
ισχυρές ώστε ο νόμος για την ποσόστωση 75% και 25% να καταργηθεί και να
ψηφιστεί νέος με την κυβέρνηση της ΝΔ- …πιέσεις και σχέσεις παντός καιρού –με
ποσοστά 60% από τον πίνακα του ΑΣΕΠ και 40% από τον πίνακα της προϋπηρεσίας και
να καταλήξει στη ρύθμιση για το 30μηνο, δηλαδή πρόσληψη των τελευταίων,
επιπλέον, εκτός ποσοστού διορισμών.
Όλα τα
παραπάνω μετέτρεψαν έναν κλάδο που συνέχονταν πολιτικά μέσω του ενιαίου του
τρόπου διορισμού του σε κοινότητες ατόμων με διαφορετικές συνειδήσεις και
ενίοτε συμφέροντα. Αυτό ήταν και το μεγάλο πολιτικό αποτέλεσμα μιας
αντιεκπαιδευτικής κίνησης που ξεκίνησε το ΄98 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Μια μεγάλη
κατηγορία εκπαιδευτικών μετατράπηκε σε αναζητητές προϋπηρεσίας σε όλη την
Ελλάδα, στην ΠΔΣ, σε ωρομίσθια.
Την ίδια στιγμή,
άλλη προϋπηρεσία κατακτιόταν μέσα από την αναπλήρωση με τη σειρά του πίνακα,
άλλη με τη βούληση του προϊστάμενου για πρόσληψη σε ΠΔΣ, Σιβιτανίδειο κλπ, άλλη
προυπηρεσία που είχε πραγματοποιηθεί με ανπλήρωση σε σχολεία του ΥΠΕΠΘ
παλιννοστούντων κα μετά δεν αναγνωριζόταν!
Να σημειωθεί εδώ,
ότι για το ΥΠΕΠΘ η προϋπηρεσία βεβαιώνεται από τον προϊστάμενο και τη διοίκηση.
Η κεντρική υπηρεσία δεν έχει τη δυνατότητα και δεν ελέγχει την νομιμότητα και
την ορθότητα σε προϋπηρεσίες παρά μόνον μετά από έγγραφη καταγγελία. Στον
υπόλοιπο δημόσιο τομέα, όταν έγιναν συνολικές ρυθμίσεις μονιμοποίησης των
εργαζομένων με προϋπηρεσία – από το νόμο Πεπονή μέχρι το νόμο της Β. Παπανδρέου
πριν την τροποποίηση του συντάγματος- όταν η προϋπηρεσία βεβαιωνόταν από τον
προϊστάμενο μια σειρά από παραβιάσεις και αδικίες πραγματοποιήθηκαν, εκτός από
το ότι αυτό σήμαινε πολλά και για τη συμπεριφορά και τις προσδοκίες των
εργαζομένων από τον διευθυντή τους…
Αν πραγματικά
το ΥΠΕΠΘ αναγνώριζε το εργασιακό δικαίωμα που απέρρεε από την προϋπηρεσία ως
δικαίωμα διορισμού, τότε θα χρησιμοποιούσε ως βεβαίωση αυτής της προϋπηρεσίας
όχι την υπογραφή του προϊσταμένου αλλά την ασφαλιστική καρτέλα που στην
περίπτωσή μας δεν ψεύδεται…
Αλλά σε αυτήν την
περίπτωση πολλοί δεν θα είχαν διοριστεί, τουλάχιστον την διετία 2003-2004, και,
το κυριότερο, δεν θα είχε καταρρακωθεί η εργασιακή περηφάνια και η
αξιοπρέπεια όλων των εκπαιδευτικών που κάθε χρόνο αναζητούν μόρια, δεν θα είχε
αναπτυχθεί τόσο πλατύ δίκτυο πελατειακών σχέσεων, δεν θα είχε εμπεδωθεί με τους
ίδιους όρους η ατομικότητα και ο ανταγωνισμός, η λογική «εγώ ελπίζω να τη
βολέψω»…
Αντε να δούμε
πού θα πάμε… Αντε να δούμε πώς θα γυρίσουμε….
Να μην
ξεχάσω :
Σύμφωνα με
το Σύνταγμα η μονιμότητα συνδέεται με την οργανικότητα. Δηλαδή, ο υπάλληλος
είναι μόνιμος εφόσον κατέχει οργανική θέση.
Το Υπουργείο
Παιδείας κάθε χρόνο συστήνει οργανικές θέσεις για να διορίσει εκπαιδευτικούς.
Το ίδιο αποφασίζει με μη δημόσια κριτήρια πόσες θα είναι αυτές οι θέσεις :
πέραν των οργανικών θέσεων που κενώνονται λόγω παραιτήσεων και συνταξιοδοτήσεων
και μετά από ένα τυπικό επιφανειακό ερώτημα στους κατά τόπους διευθυντές εκπαίδευσης
για τις ανάγκες, αποφασίζει η πολιτική ηγεσία για το πόσες οργανικές θέσεις θα
συστήσει με βάση τη δική της αντίληψη.
Είναι σαφές
πως το μέτρημα δεν είναι ούτε αντικειμενική ούτε ουδέτερη υπόθεση. Το πόσες οργανικές θέσεις χρειάζεται η
εκπαίδευση είναι πολιτικό ερώτημα και διακύβευμα και έχει να κάνει με το
είδος του σχολείου που λειτουργεί, τα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα.
Ένα
πολυκλαδικό/πολυτεχνικό σχολείο με εκτεταμένο ωρολόγιο πρόγραμμα προφανώς
περιλαμβάνει άλλον αριθμό θέσεων από το σχολείο των τεσσάρων γνωστικών
αντικειμένων και των 60 ανά τάξη μαθητών… Ξεπερνώντας το ψέμα του
αντικειμενικού χαρακτήρα των αναγκών και των μετρήσεων και αφού επισημάνουμε
ότι ούτε το συνδικαλιστικό εκπαιδευτικό κίνημα έχει αντίληψη για τις οργανικές
θέσεις που υπάρχουν, πώς κατανέμονται και σχετικά σε ορίζοντα 15ετίας, ας δούμε
πού συνιστώνται αυτές οι θέσεις, δηλαδή σε ποιες περιοχές γίνονται οι
διορισμοί.
Με βάση το
νόμο, διορισμοί δεν μπορούν να γίνουν στην
Αθήνα και την Θεσσαλονίκη και σε περιοχές που εκκρεμεί αίτημα μετάθεσης,
αν και το τελευταίο έχει καταστρατηγηθεί για κάποιες ειδικότητες. Δηλαδή, δεν
μπορεί να τοποθετηθεί ο νεοδιοριζόμενος στα Γιάννενα ή την Β Ηλείας όταν για
αυτές τις περιοχές εκκρεμεί αίτημα μετάθεσης που δεν ικανοποιήθηκε.
Με αυτόν τον
τρόπο, παρουσιάζεται το φαινόμενο :
|
να διορίζονται
20 φιλόλογοι στη Β Χίου, περιοχή με ένα σχολείο 20 μαθητών, 14 γυμναστές στα
Ψαρά κοκ,
|
|
την ίδια στιγμή
σε άλλες περιοχές να υπάρχουν ανάγκες αλλά να μην διορίζεται κανείς γιατί
εκκρεμούν αιτήματα μετάθεσης και
|
|
στο τέλος για
αυτά τα κενά να προσλαμβάνονται αναπληρωτές…
|
Η υπεραριθμία
καθηγητών και ειδικοτήτων -στην παραμεθόριο συνήθως αλλά και σε άλλες περιοχές-
οδηγεί με την σειρά της σε μια δεύτερη αλλά εξίσου επιθυμητή από το κράτος
διαδικασία: την γέννηση και γιγάντωση ενός συστήματος πελατειακών σχέσεων που
εμπλέκουν διευθυντές, αιρετούς, τοπικές κοινωνίες, βουλευτές και εκπαιδευτικούς
σε ένα γαϊτανάκι αιτημάτων και εξυπηρετήσεων για την τοποθέτηση, την μετακίνηση
και τέλος την απόσπαση.
Η παραπάνω
κατάσταση θα μπορούσε να αποφευχθεί αν το ΥΠΕΠΘ ακολουθούσε μια πρακτική που
ισχύσει σε όλον τον δημόσιο τομέα, δηλαδή, εκτός από την ανακοίνωση του αριθμού
των διορισμών και των περιοχών των διορισμών, ανακοίνωνε και τις θέσεις ανά
περιοχές, δηλαδή τα κενά εκ των προτέρων, ώστε όλοι οι εκπαιδευτικοί όταν
δηλώνουν τις προτιμήσεις τους να ξέρουν τις κενές θέσεις κάθε διεύθυνσης και
μην διευκολύνεται το πολιτικό παιχνίδι της κυβέρνησης με την αντιμετάθεση, την
πρόσθεση, την αφαίρεση και άλλες μαθηματικές πράξεις….
Βρίσκονται,
λοιπόν, 20 νεοδιόριστοι της ίδιας ειδικότητας σε ευήλιο νησί του Αιγαίου και
παρότι δεν έχει περάσει η διετία της δόκιμης υπηρεσίας, στοιχειοθετούν με βάση
τις τελευταίες πρακτικές των υπουργών παιδείας δικαίωμα μετάθεσης εξαρχής.
Η μετάθεση
έχει την έννοια της ανταλλαγής μιας οργανικής θέσης με μιαν άλλη- φεύγω από μιαν οργανική θέση φιλολόγου
στην Αμοργό και καταλαμβάνω μιαν οργανική θέση φιλολόγου στην Καλαμάτα.
Φευ!
Όλα τα τελευταία
χρόνια – και στο έδαφος μιας ακατανόητης σιωπής από την πλευρά του
συνδικαλιστικού κινήματος – μια πολύ συνηθισμένη πρακτική είναι η
εγκατάλειψη μιας οργανικής θέσης για την προσδοκία απόκτησης μιας οργανικής
θέσης : το περίφημο «στη διάθεση του ΠΥΣΔΕ» !... Θυμηθείτε: η μονιμότητα
συνδέεται με την οργανικότητα !
Ο αριθμός των
αιτημάτων μετάθεσης που ικανοποιούνται κάθε χρόνο αποφασίζεται αποκλειστικά από
το ΥΠΕΠΘ, το οποίο συγκεντρώνει τα αιτήματα από όλες τις διευθύνσεις της χώρας,
συζητά και συνεκτιμά τις πολιτικές δεσμεύσεις του υπουργού και του πολιτικού
επιτελείου του ως προς πρόσωπα και περιοχές, συνεκτιμά και αξιολογεί τις
παρεμβάσεις και πιέσεις κομματικών στελεχών, βουλευτών, τοπικών παραγόντων αλλά
κα φυσικών προσώπων και καταλήγει στον τελικό πίνακα, έχοντας υπόψιν του και το
σχήμα « αν βάλω Β Λακωνίας 70, θα μετατεθεί ο Κατσιμπαρδόπουλος ή να τους πάω
76», καθότι το ρουσφέτι στη χώρα είναι μια στρεβλή μορφή λαϊκής εκπροσώπησης….
Με αυτόν τον
τρόπο καταλήγουμε στη διάθεση του ΠΥΣΔΕ, αν και θα έπρεπε να λέμε στο έλεος του
ΠΥΣΔΕ και κανείς δεν μιλάει για την απώλεια της οργανικότητας, είτε γιατί το
αγνοεί είτε γιατί μετά από χρόνια εκτός εστίας το μόνο που βλέπει είναι ότι
γύρισε σπίτι του.
Η κατάσταση αυτή
δεν μπορεί να είναι παραδεκτή.
Επίσης δεν μπορεί
να αφήνεται για παιχνίδι στους αιρετούς των ΠΥΣΔΕ και ΑΠΥΣΔΕ, στους διευθυντές
εκπαίδευσης και την κυβέρνηση. Το εκπαιδευτικό κίνημα και δη η αριστερά του δεν
μπορεί να μην ασχολείται με όλα τα παραπάνω και να αποενοχοποιείται έχοντας
σύνθημα τους μαζικούς διορισμούς.
Οι διορισμοί,
ο τρόποι και οι τόποι, οι μεταθέσεις και οι πελατείες, είναι καυτά πολιτικά
ζητήματα της εκπαιδευτικής πραγματικότητας που χρειάζονται σήμερα ενασχόληση και δουλειά,
αποκάλυψη, δημοσιοποίηση και καταγγελία, αντίπαλη πρόταση που να κατοχυρώνει
τους εκπαιδευτικούς. Πολλά μπορούν να συζητηθούν, όπως πχ το αμετάθετο για δυό
χρόνια από τον διορισμό, η αύξηση του αριθμού των μεταθέσεων και η κάλυψη των
αιτημάτων έτσι ώστε οι εκπαιδευτικοί να υπηρετούν σε οργανικές θέσεις και να
μην υπάρχουν υπεραριθμίες και μεταθέσεις στον αέρα, η δημοσιοποίηση θέσεων,
κενών διαδικασιών και η πραγματοποίηση όλων αυτών με τον έλεγχο του
συνδικαλιστικού κινήματος.
Η μαγική φράση
: πήρα απόσπαση
Σήμερα αποσπάσεις
εκπαιδευτικών γίνονται με αιτήμά τους ή με απόφαση της υπηρεσίας για τις
ανάγκες της σε σχολική μονάδα ή σε διοικητική θέση. Από αυτές, οι αποσπάσεις
για τις ανάγκες της υπηρεσίας σε διοικητική θέση είναι αυτές που αναζητούνται
από τους εκπαιδευτικούς, επειδή αυτή η απόσπαση έρχεται να αντικαταστήσει
την έλλειψη μετάθεσης ή και την έλλειψη προοπτικής μετάθεσης και σε λίγες
περιπτώσεις την απροθυμία υπηρέτησης εκτός μεγάλων αστικών κέντρων.
Η απόσπαση για
τις ανάγκες της υπηρεσίας σε διοικητική θέση δίνει στον εκπαιδευτικό τα μόρια
της περιοχής από όπου προέρχεται, τα μόρια δηλαδή της οργανικής του θέσης και
όχι τα μόρια της περιοχής που υπηρετεί, και αυτό στην πλειοψηφία του δημιουργεί
ένα απαράδεκτο καθεστώς αδικιών αλλά και εξαρτήσεων και πελατειακών σχέσεων σε
όλη την επικράτεια, υποστηρίζει απαράδεκτες και ατομικιστικές νοοτροπίες που
δεν ταιριάζουν σε εκπαιδευτικούς ενώ από την άλλη εξυπηρετούν μια χαρά το
υπουργείο παιδείας.
Το καθεστώς
των αποσπάσεων αυτών ακολουθεί το καθεστώς των υπεραριθμιών στους διορισμούς
και των ανεκπλήρωτων μεταθέσεων: κάθε Σεπτέμβριο εμφανίζονται στο Αιγαίο και
την παραμεθόριο πλήθη εκπαιδευτικών, που κάθε Οκτώβριο εξαφανίζονται προς
άγνωστον κατεύθυνση, και το έργο αυτό συνεχίζεται με την εμφάνιση τον Νοέμβριο
των αναπληρωτών….
Ωστόσο, αυτό που
μοιάζει παράλογο, δεν είναι αποτέλεσμα άγνοιας αλλά πολιτικής ευστοχίας και
πρέπει να μας αφορά όλους.
Υποστηρίζουμε και
θέτουμε σε διάλογο το ότι ο εκπαιδευτικός πρέπει να έχει διοικητική εμπειρία
και / ή υπηρεσία. Κατά τη γνώμη μας είναι ο μόνος δημόσιος υπάλληλος που
αγνοεί τη διοίκηση και αυτό είναι λάθος. Οι διοικητικές πράξεις δεν είναι
αδιάφορα έγγραφα που αναφέρονται σε κάτι που αφορά άλλους, οι διοικητικές
πράξεις είναι πολιτική συμπύκνωση του τρέχοντος με όρους κανονιστικούς και
ρυθμιστικούς, αποκρυσταλλώνουν λειτουργικούς όρους για την εκπαιδευτική
πραγματικότητα, η οποία εκτείνεται πέραν του διδακτικού έργου. Κατά
συνέπεια η λογική ‘’εγώ διδάσκω, αυτά είναι για άλλους’’, η αδυναμία ερμηνείας
των εγγράφων, η αδιαφορία και η απλή μονογραφή τους ‘όταν ο διευθυντής έχει
όρεξη να μας ενημερώσει εξυπηρετούν μόνον τους διοικητικούς μηχανισμούς του
ΥΠΕΠΘ και την πολιτική ηγεσία.
Θεωρούμε πως στη
διάρκεια της θητείας του ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να μπορεί να έχει
«διαλείμματα» από την τάξη σε τακτά χρονικά διαστήματα όπως για επιμόρφωση στο
πανεπιστήμιο ή επέκταση των αρχικών σπουδών του και σε ένα τέτοιο πλαίσιο
μπορεί να ενταχθεί και η υπηρεσία σε διοικητικές θέσεις. Ως τέτοιες
μπορούν να εννοούνται οι θέσεις στις διευθύνσεις και τα γραφεία εκπαίδευσης ή
την κεντρική υπηρεσία κατά βούληση, χωρίς φυσικά τη μοριοδότηση προέλευσης και
προφανώς όχι για τον νεοδιόριστο αλλά μετά από κάποια διδακτική προϋπηρεσία.
Το Υπουργείο
Παιδείας σήμερα καλύπτει μέσω αυτών των αποσπάσεων τουλάχιστον χίλιες οργανικές
θέσεις υπαλλήλων στην κεντρική υπηρεσία και άλλων τόσων σε μια σειρά φορέων που
εποπτεύει χωρίς να υπολογίσουμε τις κατά τόπους διευθύνσεις.
Με αυτόν τον
τρόπο γλυτώνει τις αντίστοιχες προσλήψεις υπαλλήλων, οι οποίοι, και αν
ακόμη έπρεπε για λόγους αντικειμένου να είναι απόφοιτοι καθηγητικών σχολών, θα
μπορούσαν να προσληφθούν εξαρχής ως μόνιμοι, εκτός εκπαίδευσης. Αντ΄ αυτού
χρησιμοποιεί έναν στρατό κατά πλειοψηφία φοβισμένων και εξαρτημένων
εκπαιδευτικών που είναι πελατεία αυτού που τους «βοήθησε» και οι οποίοι
συγκεντρώνουν μόρια μετάθεσης από περιοχές που δεν υπηρέτησαν.
Την ίδια στιγμή,
λειτουργεί η αγορά των περίφημων «εποπτευόμενων φορέων» : με ποια
λογική χρειάζεται αποσπασμένος εκπαιδευτικός στο μουσείο της Ύδρας ή στα Γενικά
Αρχεία του Κράτους και την Μητρόπολη και δεν προσλαμβάνονται οι αντίστοιχες
ειδικότητες; Οι θέσεις στην εκπαιδευτική τηλεόραση, εκτός από θέσεις χαμένες
στο διάστημα, δεν είναι θέσεις που θα αντιστοιχούσαν σε ένα ανάλογο τμήμα του
ΥΠΕΠΘ με επίσης μονίμους υπαλλήλους; Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα
κατηγορία εκτός των καθαρά δοικητικών υπηρεσιών, εκτός των υπηρεσιών που δεν
τις φαντάζεται κανείς γιατί είναι άσχετες, είναι τα επιστημονικά/εκπαιδευτικά
ιδρύματα και καταστήματα όπως το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, το Κέντρο
Εκπαιδευτικής Ερευνας κα. Οποιος εκπαιδευτικός είναι εραστής της επιστήμης και
πιστεύει ότι σε αυτά τα μαγαζιά θα θεραπεύσει τη γνώση, απλώς παραμυθιάζεται.
Αυτό που συμβαίνει είναι μια ακόμη χειρότερη διαπλοκή γιατί εκτός από τη
«βοήθεια» στο ΚΥΣΔΕ χρειάζεται και να έχει ζητηθεί ονομαστικά ο εκπαιδευτικός
από τα ιδρύματα, τα οποία χρειάζονται βοηθητικό προσωπικό για το πέρασμα
στοιχείων στους Η/Υ και σφουγγάρισμα, και προφανώς δεν θέλουν μόνιμους
επιστήμονες ή ερευνητές, καθότι αυτοί έχουν πάει εκεί μέσω της πολιτικής
ηγεσίας…
Το συνδικαλιστικό
κίνημα πρέπει να δημοσιοποιήσει και να καταγγείλει αυτήν την πραγματικότητα. Να
απαιτήσει να σταματήσει άμεσα τουλάχιστον η μοριοδότηση προέλευσης, να
σταματήσουν οι αποσπάσεις νεοδιόριστων, να καταγγείλει το ρόλο των αιρετών στα
ΑΠΥΣΔΕ και κυρίως στο ΚΥΣΔΕ ως συνεργατών της διοίκησης και συνενόχων. Ταυτόχρονα να απαιτήσει αρχικά την
ορθολογικοποίηση των εποπτευόμενων φορέων, αφαιρώντας όσους είναι εμφανώς
άσχετοι με το εκπαιδευτικό έργο ενώ για ιδρύματα όπως Π.Ι , ΚΕΕ
κλπ χρειάζεται μια αριστερή εκπαιδευτική θέση για το ρόλο και τη λειτουργία
τους
Αν το
εκπαιδευτικό κίνημα αναγνωρίζει στα μέλη του την ανάγκη απόσπασης για
προσωπικούς , οικογενειακούς ή άλλους λόγους θα μπορούσε, ανοίγοντας μια πλατιά
συζήτηση για το θέμα, να σκεφτεί και την λειτουργία πίνακα αποσπάσεων με μόρια
όπως των διορισμών, Είμαι σίγουρη ότι σε μια πλατιά συζήτηση με τον κλάδο θα
υπάρξουν και καλύτερες ιδέες…
Το πιο
σημαντικό όμως από όλα είναι, να αντιληφθούμε το πόσο αλληλένδετα είναι οι
διορισμοί που δημιουργούν τεχνητές υπεραριθμίες, οι μεταθέσεις χωρίς
οργανικότητα και οι ανεκπλήρωτες μεταθέσεις και, τέλος, οι
αποσπάσεις- αδύναμο φάρμακο για μια νοσηρή κατάσταση.
Ποιόν
αναπληρώνουν;
Ελπίζω από όλα τα
παραπάνω να είναι σαφές ότι οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, εκτός από
εκπαιδευτικούς που λείπουν για λόγους υγείας και εγκυμοσύνες, αναπληρώνουν
υπαρκτούς μόνιμους εκπαιδευτικούς που είτε διορίστηκαν στο λάθος μέρος, είτε
δεν μετατέθηκαν και άρα υπάρχουν κενά , είτε αποσπάστηκαν «για τις ανάγκες της
υπηρεσίας» και άρα πάλι υπάρχουν κενά. Με δεδομένα και όσα αναφέρθηκαν στην
πρώτη ενότητα αυτού του σημειώματος, με δεδομένο ότι υποστηρίζουμε τη μόνιμη
και σταθερή εργασία και όχι την ομηρία και τις εργασιακές σχέσεις ιδιωτικού
δικαίου ή τις πολλαπλές μορφές εργασιακών σχέσεων στην εκπαίδευση, το ζήτημα
της αναπλήρωσης θα πρέπει να ξανασυζητηθεί με τόλμη.
Μπορούμε να
έχουμε σχολείο χωρίς αναπληρωτές εκπαιδευτικούς ; Υπάρχει ευρωπαϊκή εμπειρία; Αν οι
εκπαιδευτικοί με ιδιωτικού δικαίου εργασιακή σχέση χρειάζονται πραγματικά
μόνον για την τυχαία απουσία και όχι για να συντηρούν το πολιτικό
προσδοκώμενο της αναπλήρωσης, μήπως θα μπορούσαν – και με δεδομένο έναν
στατιστικό μέσο όρο για την εικοσαετία- να προσλαμβάνονται μόνιμοι
εκπαιδευτικοί, οι οποίοι σε κάποια περίοδο θα αξιοποιούνται και για τέτοιους
λόγους;
Επιτέλους,
επίλογος…
Ο τίτλος αυτού
του σημειώματος θα μπορούσε να είναι Από τα ακαδημαϊκά ιδρύματα στη
διακήρυξη της Μπολόνια - Από την επετηρίδα στα τοπικά σύμφωνα απασχόλησης …
Μια σειρά από
εξωφρενικές και αντεργατικές ρυθμίσεις έχουν ήδη λάβει σάρκα στη χώρα μας
σε επίπεδο θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου.
Το Ηνωμένο
Βασίλειο, η χώρα χωρίς σύνταγμα, δείχνει το όριο του νεοφιλελευθερισμού και των
καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση, όταν ο ταξικός συσχετισμός είναι
αδύναμος ή ανύπαρκτος : στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα αγγλικά «ΤΕΙ» - Polytecnics επειδή στήριξαν την κ.Θάτσερ στη
αναδιάρθρωση όλου του συστήματος μετατράπηκαν με νόμο σε πανεπιστήμια. Το
σύστημα των διδακτικών μονάδων – credits –
στα ΑΕΙ διαλύει κάθε έννοια ενιαίου εθνικού πτυχίου αλλά και γνωστικού
αντικειμένου – άλλη συζήτηση, επιστημολογικού χαρακτήρα…- . Δηλαδή τα
παλιά πτυχία και νυν πιστοποιητικά σπουδών αποτελούνται από σύνολο / ’αθροισμα
διδακτικών μονάδων : πτυχίο- 3ετές- πχ 120 ΔΜ, μεταπτυχιακό Α κύκλου 160 ΔΜ,
προ-διδακτορικό δίπλωμα 190 ΔΜ, διδακτορικό δίπλωμα220 ΔΜ κοκ. Παράλληλα
αναπτύσσονται ενδιάμεσες βαθμίδες και εναλλακτικοί τύποι βεβαιώσεων :
μεταπτυχιακό πιστοποιητικό, μεταπτυχιακό δίπλωμα, μεταπτυχιακός τίτλος (certificate/diploma/degree)
που το καθένα αντιστοιχεί σε άλλες ΔΜ. Και, ακόμα, μεταπτυχιακό πιστοποιητικό
επαγγελματικής ανάπτυξης, ή ΜΠ επαγγελματικής κατάρτισης, Διδακτορικό μέσω
διδασκαλίας και πολλά άλλα.
Είναι απλό : η
γνωστική / ακαδημαϊκή βάση είναι η διδακτική μονάδα, η οποία μπορεί και να
μεταφέρεται από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο ή να ανταλλάξεις εργασιακή
εμπειρία με ΔΜ. Η διδακτική μονάδα τιμάται πχ 100 ευρώ- διαιρείς το κεφάλαιό
σου με διδακτικές μονάδες και βλέπεις μέχρι ποιο επίπεδο σπουδών μπορείς να
φτάσεις. Πχ 10.000 δια 100 ίσον βεβαίωση , 30,000 δια 100 ίσον δίπλωμα κοκ. Αν
όμως δεν φτάνεις στο επίπεδο που θέλεις, πάλι μην στενοχωριέσαι : οι ΔΜ έχουν
αξία τουλάχιστον για μια πενταετία και μπορείς να επανέλθεις και να οικοδομήσεις
καινούργιες πάνω στις παλιές αργότερα που θα έχεις την δυνατότητα, φθάνοντας
έτσι τον τίτλο που επιθυμείς..
Ταυτόχρονα,
επειδή μόνιμη εργασιακή σχέση δεν υπάρχει παρά μόνον αορίστου χρόνου που
θεωρείται μονιμότητα, μπορείς να βρεις κάθε είδος εργασιακού συμβολαίου: από 8
μηνών/διδακτικού έτους οι προνομιούχοι έως σύμβαση μιας μέρας που ανανεώνεται,
Και αν αυτό σας φαίνεται υπερβολή της συγγραφέως, σας ειδοποιώ ότι τέτοιες
συμβάσεις έχουν εργαζόμενοι της χώρας μας στον ιππόδρομο, όπου εργασία
καθημερινή δίωρη μεταφέρεται σε ένα οκτάωρο/μία μέρα την εβδομάδα που
αναγράφεται στο συμβόλαιο. Αυτό, ας πούμε θα μπορούσε να είναι μια καλή λύση
για όσους διδάσκουν Γεωγραφία ή Ζωγραφική !
Στη χώρα μας
υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο για τα τοπικά σύμφωνα απασχόλησης, για συμμόρφωση με
τις διακηρύξεις της Μπολόνια για τα ΑΕΙ, για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών
μονάδων, για τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα κα- το σκηνικό έχει
στηθεί.
Για να μην γίνει
ο εθνικός διαγωνισμός προσλήψεων αίτημα όταν θα αρχίσουν τοπικές προσλήψεις από
τις περιφέρειες με βάση τον ατομικό φάκελο του υποψηφίου, για να μην αρθεί η
μονιμότητα ως δικαίωμα και ως πραγματικότητα, για να μπορεί ο εργαζόμενος
εκπαιδευτικός να ‘εχει την περηφάνια της δουλειάς του, ας ασχοληθούμε λίγο και με
τα τετριμμένα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου