Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

Διήγημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη «νεοδιορισμένος στα Δίκαια»


Θεόδωρος Γρηγοριάδης «νεοδιορισμενοσ»
Τον Σεπτέμβριο του 1982 δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες οι διορισμοί καθηγητών σε δημόσια σχολεία όλης της χώρας. Άνοιξα με λαχτάρα τις σελίδες της «Μακεδονίας» ψάχνοντας με αγωνία το όνομα μου: ναι υπήρχε! Δίπλα ακριβώς αναγραφό­ταν: «Νομός 'Έβρου», ένας νομός που δεν υπήρχε καν στις δη­λωμένες επιλογές μου. Η εφημερίδα απέμεινε στα χέρια μου, κολλημένη στην πίκρα των καπνόφυλλων που μάζευα το κα­λοκαίρι εκείνο. Ας μην ξεχνιόμαστε: για πολλά χρόνια υπήρξα αγρότης, μάζευα καπνά, ακόμη και όταν διορίστηκα στα σχο­λεία.

Ο νομός 'Έβρου είναι ένας από τους μεγαλύτερους νομούς της Ελλάδας. Μακρόστενος, έχει μήκος 160 χιλιόμετρα περίπου, υπολογίζοντας πάντα τα οδικά χιλιόμετρα και βάζοντας μέσα τις στροφές και τις παρακάμψεις εκείνης της περιόδου.
Παρουσιάστηκα στο Γραφείο Εκπαίδευσης της Αλεξανδρούπο­λης και από εκεί μου ανακοίνωσαν κάτι που δεν το είχα προσέ­ξει. Στην «Β' Έβρου» είχα διοριστεί, όχι στην «Α'», πράγμα που σήμαινε ότι θα έπρεπε να μετατοπιστώ εκατό χιλιόμετρα βορειότερα, στην Ορεστιάδα.
Μπαίνοντας στο τοπικό λεωφορείο του ΚΤΕΛ, λαχτάρισα. Είχα βρεθεί στην ίδια περιοχή, πέντε χρόνια νωρίτερα, φτάνοντας σε ένα από τα πιο απομακρυσμένα χωριά του νομού, τα Δίκαια, εκεί όπου δούλευε μια φίλη μου δασκάλα. Τότε ανέβηκα με το τρένο, που εισχωρούσε για λίγα χιλιόμετρα στην τουρκική επι­κράτεια, προτού τερματίσει στα Δίκαια. Στο χωριό αυτό στάθ­μευαν τα τρένα της χώρας μας, κατά μήκος της σιδηροδρομι­κής γραμμής που έτρεχε παράλληλα με το ποτάμι.
Στο Γραφείο Εκπαίδευσης της Ορεστιάδας μού ανακοίνωσαν ότι υπήρχαν αρκετά «κενά» καθηγητών αγγλικής σε σχολεία της περιοχής. Τα περισσότερα ήταν Γυμνάσια και, ανάμεσα τους, ένα εξατάξιο Γυμνάσιο και Λύκειο μαζί, στα Δίκαια! θυμήθηκα το γραφικό χωριό, είχα μείνει μια βραδιά, έλεγξα και τα υπό­λοιπα χωριά που μου φάνηκαν πολύ πιο μικρά. Σκέφτηκα ότι θα ήταν μια χαρά να μένω στην Ορεστιάδα και να πηγαινοέρχομαι στα Δίκαια και κάπως έτσι αποδέχτηκα την τοποθέτηση μου στο Τρίγωνο, όπως αποκαλείται η ευρύτερη περιοχή.
Μπαίνοντας στο επόμενο τοπικό λεωφορείο για τα Δίκαια, αντιλήφθηκα ότι η μετακίνηση δεν θα ήταν καθόλου βολική. Εβδομήντα και βάλε χιλιόμετρα στενού οδικού δρόμου και άβολα δρομολόγια τρένων. Πράγμα που σήμαινε ότι θα έπρεπε να εγκατασταθώ στο χωριό, κάτι που μου είχαν αποκρύψει με πονηριά στο Γραφείο.
Πάντως το σχολείο με αποζημίωσε με τη θέση του. Ήταν χτι­σμένο στην αρχή του χωριού, πάνω σε ένα ύψωμα που κατηφό­ριζε προς το ποτάμι. Απλό κτίριο, φωτεινό, σχετικά καινούρ­γιο, και μια μεγάλη ουλή απ' όπου αντίκριζες ένα συναρπαστι­κό τοπίο: το ποτάμι με τις κατάφυτες νησίδες του, τις όχθες του φορτωμένες με ιτιές, τα μικρά χωριουδάκια, τα ορθωμένα παρατηρητήρια και φυλάκια. Κάπου, στο σημείο εκείνο, συναντιόντουσαν τρεις χώρες: Η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βουλγαρία. Το αποκαλούμενο «Τριεθνές».
Λογικά, όταν γειτονεύεις με δύο ξένες χώρες, πρέπει να αισθάνεσαι περισσότερο κοσμοπολίτης. Σε σχέση, πάλι, με την πρωτεύουσα, την Αθήνα, βρισκόμουν χίλια χιλιόμετρα ενδό­τερα στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Γιατί λοιπόν όλες εκείνες οι απειλές του τύπου «κάτσε καλά γιατί θα σε στείλω στον Έβρο;». Άσε που δεν ήταν καν δύσβατος ο νομός, αλλά ένας απέραντος πεδινός τόπος. Όμως το ελληνικό κράτος που ανέ­καθεν στηρίχτηκε σε συγκεντρωτικές δομές, αρνείται ακόμη και σήμερα να αντιληφθεί τα αληθινά όρια της επικράτειας του.
Κάτω από την πλαγιά του σχολείου απλώνονταν τα σπίτια του χωριού, χαμηλές μονοκατοικίες, με κεραμιδένιες σκεπές, κήπους, μπαχτσέδες, αυλές, αποθήκες, σταθμευμένα τρακτέρ, ανοιχτωσιές. Ζώα παντού, μυρωδιές κάθε λογής, λάσπες, σκόνη. Με έναν ακόμη νεοδιόριστο καθηγητή της Φυσικής, από την Αλεξανδρούπολη, νοικιάσαμε ένα σπίτι που οι ιδιοκτήτες του μετανάστευσαν στη Γερμανία. Ήταν μια μονώροφη κατοι­κία, με υπόγεια και αποθήκες από κάτω. Για θέρμανση βάλαμε μία ξυλόσομπα στην κουζίνα και σόμπες πετρελαίου στα δωμάτια.
Ξαναγύρισα στο πατρικό μου στο Παλιοχώρι, για να κουβα­λήσω την «οικοσκευή» μου. Οκτώ ώρες διαδρομή Παγγαίο -Δίκαια, με ένα ανοιχτό αγροτικό αυτοκίνητο. Στην καρότσα στοιβάζονταν κομμένα καυσόξυλα, ένα ασήκωτο μεταλλικό γρα­φείο, δώρο του πατέρα μου, μια ξύλινη βιβλιοθήκη, το πρώτο μου στερεοφωνικό, κουρελούδες, βελέντζες, κουβέρτες και μια κούτα πολύτιμα βιβλία. Ο πατέρας μου στο τιμόνι, η μάνα μου στριμωγμένη δίπλα μου να μισοκλαίει, «πού το πάνε το παιδί;», κι εγώ με μια γλυκιά αγωνία για τον καινούργιο μου ρόλο.
Στη διαδρομή ο αέρας ξεσήκωνε τις κόκκινες βελέντζες και τα νάιλον προστατευτικά σκεπάσματα και η είσοδος μου στο Τρί­γωνο δεν ήταν ιδιαίτερα θριαμβευτική με τόσα καλαμπαλίκια, πάνω σε ένα κατακίτρινο Ισούζου. Ξεφορτώνοντας τα πράγματα, μέσα από το συρτάρι του γραφείου, πετάχτηκε μια μαύρη γάτα, η οποία κουβαλήθηκε, άθελα της, από τις πλαγιές του Παγγαίου  στην υγρή κοιλάδα του Έβρου. Εξαφανίστηκε επί τόπου, δεν άντεξε τη μετανάστευση, η κακομοίρα!
Στην αυλή του σπιτιού τριγύριζαν οι λυγερές γαλοπούλες, οι περίφημες «μπιμπίνες» στη ντοπιολαλιά. Κάθε πρωί ο συγκά­τοικος μου άνοιγε το παράθυρο και τις σφύριζε συνθηματικά. Εκείνες ανταπαντούσαν όλες μαζί, ενθουσιασμένες. Ήταν τα κορίτσια μας. Τηλεόραση δεν είχαμε, ελληνικό ραδιόφωνο δεν ακουγόταν' μόνον ο διπλανός μας, ένας νεαρός σιδηροδρο­μικός υπάλληλος από τον 'Ιασμο Κομοτηνής, κατάφερνε να πιάνει την ΕΡΤ 1 και έτρεχα σ' εκείνον, κάθε Πέμπτη βράδυ, να δω την βρετανική σειρά «Επιστροφή στο Μπράιτσχεντ» που στηριζόταν πάνω στο ομώνυμο μυθιστόρημα του'Ιβλιν Βο.
Άρχισα να διαβάζω, με τις ώρες, δίπλα στο παράθυρο, κοντά στην ξυλόσομπα ή πάνω στο παλιό σιδερένιο κρεβάτι που υ­πήρχε ήδη από παλιά. Νομίζω ότι εκείνη τη χρονιά τελείωσα όσο Προυστ είχε μεταφραστεί και άρχισα να γράφω τα πρώτα μου πεζά κείμενα. Όταν το σώμα μου πιεζόταν, έβαζα αθλη­τική φόρμα και έτρεχα στο ανάχωμα του ποταμού, παρέα με τις περιπολίες των φαντάρων ή γυμναζόμουν χορεύοντας πάνω στο μωσαϊκό στο χολ του σπιτιού. Η ταχυδρομική παραλαβή ιού δίσκου του BowieLets dance” σήμαινε ξέφρενο πάρτι κόντρα στα τσαλίμια του Αηδονίδη.
Μικρός ο τόπος, οι ντόπιοι μάς ήξεραν καλά, άλλωστε ήμασταν δώδεκα νεοδιορισμένοι καθηγητές. Κάθε ειδύλλιο καταγρα­φόταν, κάθε σπίτι παρακολουθιόταν διακριτικά. Σοβαρά και ευχάριστα γεγονότα αποτελούσαν κοινό θέμα, έτσι ζούνε στα χωριά, μαλώνουν, αγαπιούνται, αλλά είναι σίγουροι ότι δεν ζούνε μόνοι τους. Αρκετοί ντόπιοι, γονείς μαθητών, μας κα­λούσαν να φάμε τις Κυριακές ή μας κουβαλούσαν με τα αγρο­τικά τους στις ταβέρνες γειτονικών χωριών, όπου καταβρο­χθίζαμε νοστιμότατα κρέατα. Τα μεσημέρια τρώγαμε σε μαγει­ριό, ένα μαγαζάκι δίπλα στις ράγες του τρένου. Εκεί ήμασταν συνήθως μόνον αρσενικοί: αστυνομικοί, έφεδροι αξιωματικοί, δάσκαλοι, περαστικοί.
Η καθημερινότητα του σχολείου κυλούσε ήρεμα. Δίδασκα έξι ώρες τη μέρα, τριάντα ώρες την εβδομάδα σε όλα τα τμήματα! Απέκτησα το πρώτο μου Βαθμολόγιο και το δικό μου γραφείο καθηγητού. Βαθμολογούσα και συναντούσα τους γονείς των μαθητών και χαιρόμουν να ακούω τη βαριά θρακιώτικη προ­φορά. Τα παιδιά παραμένουν οι ιδανικότεροι μαθητές μου μέχρι και σήμερα. Προσγειωμένοι χαρακτήρες, αγροτόπαιδα, χωρίς μικροαστικές νευρώσεις, με χιούμορ, έτοιμα να αρπά­ξουν την παραμικρή πληροφορία που είχες να τους δώσεις. Η σύγκριση με τους σημερινούς μαθητές, και ειδικά αυτούς των αστικών κέντρων, είναι αδιανόητη. Βέβαια, τότε κι εγώ φυσιογνωμικά μόλις που ξεχώριζα ανάμεσα τους. Άσε που ήμουν και ο πρώτος «μοντέρνος» καθηγητής Γυμνασίου που φόρεσε αθλητικά παπούτσια σε δημόσιο σχολείο!
Η χρονιά κύλησε ήρεμα. Δημιουργήσαμε μια σχολική ομάδα θεάτρου και ανεβάσαμε το κωμειδύλλιο «Η απαγωγή της Σμαράγδας». Το έργο ανέβηκε ως μιούζικαλ με ντόπια μουσική. Κάθισα και διασκεύασα το έργο ώστε να παίξουν διπλάσιοι μαθητές από την προβλεπόμενη διανομή, αφού ήθελαν να συμμετάσχουν όλοι. Οι παραστάσεις δόθηκαν σε ένα νεόδμητο πολιτιστικό κέντρο που είχε μικρή σκηνή και πλατεία, κι εγώ παρακάλεσα τον σκηνογράφο Κώστα Βελινόπουλο να έρθει εθε­λοντικά από την Αθήνα να μας φτιάξει σκηνικά και κοστούμια. Ήταν τόση η επιτυχία του έργου, που δόθηκαν επιπλέον παρα­στάσεις και μας κάλεσαν να παίξουμε σε γειτονικά στρατόπεδα που ήταν περισσότερα και από τα χωριά. Κανείς στον τόπο δεν θυμόταν μια τέτοια παράσταση, κι ας είχαν περάσει ακόμη και περιφερόμενοι κρατικοί θίασοι.
Πράγματι, δενόμασταν με τους ανθρώπους όλο και περισσότερο. Μια καθηγήτρια της Βιολογίας αρραβωνιάστηκε με έναν τεχνίτη της ΔΕΗ, ένας υποχόνδριος φιλόλογος υποτρο­πίασε πυροβολώντας με καραμπίνα μέσα στα νεκροταφεία. Ο συγκάτοικος μου έφερε την γκόμενα του από την Αλεξανδρούπολη, της οποίας οι ερωτικές κραυγές ξεπερνούσαν τη χορωδία των «μπιμπίνων» και των γλυκύτατων χοιριδίων μαζί, που γρύ­λιζαν απρόσκοπτα κάτω απ' τα παραθύρια.
Όταν χιόνισε, επί δέκα μέρες πάγωσαν τα πάντα, ποτάμι και δρόμοι έγιναν μια γυάλινη πίστα, η ομίχλη ήταν αδιαπέραστη. Για μια στιγμή πανικοβλήθηκα, νόμισα ότι ζούσα σε έναν άγνωστο τόπο. Ήμουν μόνος στο σπίτι. Η υγρασία μούσκευε ακόμη και τους τοίχους. Αρρώστησα με βαρύ πυρετό. Ένας μαθητής της τρίτης λυκείου με επισκέφτηκε στο κρεβάτι του πόνου λέγοντας μου ότι τον έστειλε η μάνα του να μου τρίψει την πλάτη. Κρατούσε στα χέρια του ένα μπουκαλάκι με πετρέ­λαιο και λάδι και, αφού σκαρφάλωσε στο παλιοκρέβατο, πυρπό­λησε την ήδη φλεγόμενη πλάτη μου!
Στο τέλος της χρονιάς συνόδευσα τους μαθητές μου στη σχο­λική εκδρομή, σε ένα απίστευτο οδοιπορικό: ο γύρος της Ελ­λάδας σε επτά μέρες! Άξιζε μια τέτοια δοκιμασία, γιατί εκτός από το ήθος τους, πολλά παιδιά θα έβγαιναν για πρώτη φορά έξω από το χωριό τους. Ο γκόμενος μιας καστανόξανθης θρακιώτισσας μας ακολούθησε απ' άκρη σ' άκρη στην Ελλάδα, πά­νω σε μια μηχανή, μην τη χάσει λεπτό από τα μάτια του. Στο λεωφορείο χορεύαμε, μεθούσαμε, τραγουδούσαμε.
Όμως εγώ ζήτησα μετάθεση. Επόμενη θέση στο Διδυμότειχο. Ήθελα να έχω μια καθημερινή εφημερίδα, έναν κινηματογράφο, μια πιο προσωπική ζωή. Φεύγοντας από το χωριό έβαλα τα κλάματα, πάντα έκλαιγα όταν έκλεινα πίσω μου μια πόρτα σε κάθε πόλη όπου δούλευα, και δεν ήταν και λίγες.
Φέτος το καλοκαίρι αποφάσισα να επισκεφτώ τα Δίκαια, κατευ­θυνόμενος προς την Αλεξανδρούπολη, μια πόλη που γνώρισα και αγάπησα από τότε. Ξεκίνησα και πάλι από το Παλιοχώρι και έφτασα στα Δίκαια σε λιγότερο από τέσσερις ώρες, οδηγώντας πια πάνω σε μια απίστευτη διαδρομή, της καινούργιας Εγνατίας Οδού. Άφηνα πίσω και πλάι μου όλα εκείνα τα παλιά μέρη, το χωριουδάκια, τις απρόβλεπτες στροφές και τις γλυκές ανάπαυ­λες κάτω από τα δέντρα. Το χωριό μού φάνηκε ανέπαφο, όμως απόμακρο για τις μεταλλαγμένες διαθέσεις μου. Δεν ήμουν πια εδώ. Στο Γυμνάσιο τα παιδιά έγραφαν εξετάσεις και ούτε που μπήκα μέσα. Κατέβηκα στην πλατειούλα σαν ξένος. Δεν άντεξα ούτε δέκα λεπτά, έφυγα πίσω πανικόβλητος, χωρίς καν να πιω έναν καφέ.
Σήμερα που διδάσκω στα αθηναϊκά Λύκεια, νοσταλγώ τα πρώτα χρόνια του σχολείου, όταν είσαι μαθητής ανάμεσα σε μαθητές. Όταν μετράει να είσαι δάσκαλος και το βράδυ νοιάζεσαι για την επόμενη σχολική μέρα. Σήμερα που το δημόσιο ελληνικό σχολείο περνάει μεγάλη κρίση και ο ουρανός μου σκεπάζεται από φρουτοειδείς οικοδομές, ανατριχιάζω σκεπτόμενος τα σχολεία της επαρχίας. Χτισμένα στις άκρες των χωριών, ανάμεσα στα χωράφια, ανάμεσα στα δέντρα, ενταγμένα στη φύση, κομμάτι του ανοιχτού ορίζοντα (στο Γυμνάσιο Πολύσιτου Ξάνθης, επι­στρέφοντας στο σχολείο έναν Σεπτέμβριο, βρήκαμε το σχολείο πνιγμένο απ' τις χασισιές που μεγάλωσαν αυτοφυώς: κλήθηκε η αστυνομία να κάψει τα ανυπάκουα φυτά κι εμείς φύγαμε όλοι μαστουρωμένοι από τις αναθυμιάσεις...)
Πόσο λαχταράω να κλειδώσω το διαμέρισμα μου και να μπω στο αυτοκίνητο για το επόμενο σχολείο. Όμως πολύ φοβάμαι, όπου και να πάω τώρα πια, δεν θα είμαι ένας νεοδιόριστος. Θα συναντήσω μονοθέσια σχολεία, μισοάδεια χωριά και μια θλιμ­μένη επαρχία που κανένας δεν στήριξε την πολύτιμη αυτονομία της.

βιογραφικό Θεόδωρου Γρηγοριάδη
Ο Θεόδωρος Γρηγοριαδης γεννήθηκε οτο Παλαιοχώρι ΚαΒάλας το 1956. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από το 1982 διδάσκει αγγλικά στη Δημόσια Εκπαίδευση.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Κρυμμένοι Ανθρωποι», κυκλοφόρησε το 1990. Ακολούθησαν,   «Ο Ναύτης», «Ο Χορευτής στον ελαιώνα», «Τα νερά της χερσονήσου», «Έξω απ' το σώμα» και η συλλογή διηγημάτων «Ο αρχαίος φαλλός». «Το Παρτάλι» (2001) εκδόθηκε στα γαλλικά.
Το τελευταίο του μυθιστόρημα (2005) έχει τίτλο Άλούζα, χίλιοι κι ένας εραστές'.



Δεν υπάρχουν σχόλια: