Φύλο, Γονείς,
Εκκλησία: κάποιες σκέψεις
του π. Βασιλείου Θερμού
Δημοσίευση: 02 Φεβ. 17 (11:29) Amen.gr
1.5K178
Στους
δημόσιους διαλόγους στον τόπο μας συνήθως επικρατούν πολώσεις και ο κάθε
‘αντίπαλος’ απορρίπτει μαζικά ό,τι προτείνει ο άλλος. Έτσι αδυνατούμε να
αναχθούμε στην αλήθεια και στο πρακτέο. Το άρθρο αυτό θα επιχειρήσει να
αντιταχθή σε αυτή την παθολογία.
Ενταγμένο σε
ένα τρίπτυχο δράσεων (οι άλλες δύο αφορούν στην διατροφή και στους εθισμούς) το
ζήτημα του φύλου εμφανίσθηκε πρόσφατα στο προσκήνιο μέσα από μια εγκύκλιο του
Υπουργείου Παιδείας. Σκοπός της είναι να διοργανωθούν μαθήματα και εκδηλώσεις
που θα ενημερώσουν και θα ευαισθητοποιήσουν τους μαθητές γυμνασίου στα ακόλουθα
θέματα: «Σωματικές αλλαγές στην εφηβεία, Βιολογικό και Κοινωνικό Φύλο,
Αποδομώντας τα έμφυλα στερεότυπα, Ανθρώπινα δικαιώματα και δικαιώματα των
γυναικών». Προτείνονται επίσης και επιπλέον θεματικές για γονείς και
εκπαιδευτικούς: «Φύλο, Σεξουαλικός Προσανατολισμός και Ανθρώπινα Δικαιώματα,
Έμφυλα στερεότυπα και διακρίσεις με βάση το φύλο στην οικογένεια, στην εργασία
και στην κοινωνία, Έμφυλη βία, ενδοοικογενειακή βία και βία κατά των γυναικών,
Ομοφοβία και Τρανφοβία στην κοινωνία και στο σχολείο».
Όπως ήταν
αναμενόμενο η εγκύκλιος αυτή ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στον χώρο της
Εκκλησίας, από κληρικούς και λαϊκούς. Κυκλοφόρησε μάλιστα και ειδική φόρμα για
να υπογράψουν οι γονείς αρνούμενοι την συμμετοχή του παιδιού τους.
Για όποιον
παρακολουθεί τις εξελίξεις στο ζήτημα του φύλου η πρωτοβουλία αυτή δεν
αποτέλεσε έκπληξη. Συνιστά ένα κρίκο σε μια αλυσίδα δράσεων οι οποίες στοχεύουν
στην ανάδειξη του ζητήματος της έμφυλης διαφοράς στην δημόσια σφαίρα με απώτερο
σκοπό τις αλλαγές τόσο στις νοοτροπίες όσο και στο νομικό πλαίσιο. Φορείς αυτών
των δράσεων είναι, από τη μια ακτιβιστές του κινήματος
ομοφυλόφιλων-τρανς-κουήρ, και από την άλλη πανεπιστημιακοί οι οποίοι ανήκουν
στο μεταμοντέρνο ρεύμα του κονστρουξιονισμού (που ερμηνεύει όλες τις ταυτότητες
ως κοινωνικά κατασκευασμένες, αλλά και ως μηχανισμούς ελέγχου). Αμφότερες οι
ομάδες φαίνεται ότι έχουν αποκτήσει πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων του
Υπουργείου Παιδείας.
Εκ προοιμίου
δηλώνω πως θεωρώ ότι πρέπει να ασκηθούν πιέσεις προς το Υπουργείο να αποσύρει
τη σχετική θεματική, οι δε γονείς να υπογράψουν δήλωση με την οποία θα αρνούνται
την συμμετοχή των παιδιών τους. Θα εξηγήσω τους λόγους.
Κατ’ αρχήν,
υπάρχουν κάποια θετικά στοιχεία στην παραπάνω θεματική, τα οποία δείχνουν καλές
προθέσεις. Πράγματι, υπάρχει ανάγκη να ενημερωθούν οι έφηβοι για τις
ψυχοσωματικές αλλαγές της ηλικίας τους, καθώς και για τα δικαιώματα των
γυναικών και για την ανάγκη ισοτιμίας των φύλων. Είναι επίσης απαραίτητο να
ευαισθητοποιηθούν ενάντια στη βία κατά των γυναικών και των ομοφυλόφιλων (κατά
καιρούς μαθαίνουμε διάφορα κρούσματα βίας κατά ομοφυλόφιλων, αλλά αυτά είναι
ελάχιστα μπροστά σε όσα πραγματικά συμβαίνουν). Τέλος, είναι καιρός να
σταματήσουν οι έντονοι έμφυλοι διαχωρισμοί των οικιακών εργασιών στα ζευγάρια,
οι οποίοι φυτρώνουν στο έδαφος παρωχημένων ανδροκρατικών αντιλήψεων.
Η κοινωνία
μας δυστυχώς διακρίνεται σε μεγάλη έκταση για καθυστερημένες αντιλήψεις και
προβληματικές στάσεις: αγόρια μεγαλώνουν ακόμη στην εποχή μας με την υπεροχή
του ανώτερου και κορίτσια ανατρέφονται με τη νοοτροπία ότι οφείλουν να
υπηρετούν τους αδελφούς τους· νέοι φθάνουν στην ενηλικίωση με εμπεδωμένα τα
στερεότυπα των ‘ανδρικών’ και ‘γυναικείων’ ενασχολήσεων, με αποτέλεσμα στον
γάμο τους να αρχίζει ψυχική απόσταση η οποία γεννά πλήθος συγκρούσεων, καθώς η
εργαζόμενη σύζυγος μάταια ζητά κάποια βοήθεια· φαλλοκρατικές στάσεις (διάχυτες
στον μεσογειακό χώρο) οδηγούν σε δυσφορία απέναντι στο θέαμα ομοφυλόφιλων ή
διαφυλικών (τράνς) ατόμων, δυσφορία που με τη σειρά της οδηγεί σε λεκτική και
σωματική βία· η ίδια ανδροκεντρικότητα, επίσης, καθιστά τους γονείς
ομοφυλόφιλων αγοριών επιρρεπείς σε κατάθλιψη και θυμό, περισσότερο από όσο
συμβαίνει σε γονείς ομοφυλόφιλων κοριτσιών για τους οποίους η ανακοίνωση
συνήθως δημιουργεί λιγότερες ψυχικές συνέπειες.
Όλα αυτά
αποτελούν συμπτώματα κοινωνικής παθολογίας, για τα οποία πρέπει όντως να γίνει
πολλή δουλειά. Η οικογένεια και το σχολείο καλούνται να λειτουργήσουν ως μοχλοί
αυτής της αλλαγής. Να προσθέσω και την Εκκλησία εδώ: έχω στο παρελθόν σχολιάσει
την υποτίμηση των γυναικών μέσα στην Εκκλησία και την ανάγκη για συνεργασία των
δύο φύλων και για συμμετοχή των γυναικών στη λήψη αποφάσεων. Μέχρι στιγμής οι
γυναίκες συμβάλλουν μόνο ως κατηχήτριες, στελέχη κατασκηνώσεων, ή μέλη
φιλοπτώχου· το επιτελικό έργο σχεδιασμού αλλά και η καθημερινή λήψη αποφάσεων
ανήκει μόνο σε άνδρες, κυρίως κληρικούς. Μπορεί να μην ανήκει στις προθέσεις
μας αλλά όσο διατηρείται η συνθλιπτική κυριαρχία των ανδρών στον εκκλησιαστικό
χώρο, ούτε η ευρύτερη κοινωνία έχει ελπίδα ανάκαμψης· η Εκκλησία μας ακόμη
διαθέτει μεγάλη επιρροή.
Τελειώνουμε
εδώ ως προς την σημασία αυτής της πρωτοβουλίας του Υπουργείου; Όχι, μάλλον τώρα
αρχίζουμε. Είναι σαφές, για όποιον ξέρει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές των
επίσημων ανακοινώσεων, πως η ατζέντα της εν λόγω δράσης εκτείνεται πολύ πιο
πέρα από τους στόχους που ανέφερα προηγουμένως. Από τη μέχρι τώρα εμπειρία μου
φρονώ ότι στόχοι των δύο αυτών χώρων, καθώς και της εγκυκλίου, είναι άλλοι.
Αποκρυπτογραφώ τι πράγματι επιζητούν όσοι υπαγόρευσαν αυτή την εγκύκλιο:
α) Να
ακυρωθή οποιαδήποτε έμφυλη διάκριση στην πράξη, π.χ. τα παιδιά να παίζουν με
όλα τα παιγνίδια, ‘αγορίστικα’ και ‘κοριτσίστικα’ (κυκλοφόρησε και σχετικό
βιβλίο από καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος). Στην ορολογία των κινηματικών και
ακαδημαϊκών χώρων τα ‘έμφυλα στερεότυπα’ αποτελούν κόκκινο πανί και
περιλαμβάνουν σχεδόν οτιδήποτε εμπίπτει στη διάκριση των φύλων. Δεν θα είναι
υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι τους έχουν αποδοθή όλα τα δεινά που παρατηρούνται
στις σχέσεις των φύλων, έχουν δε εκπονηθή επ’ αυτών αναρίθμητες μεταπτυχιακές
και διδακτορικές εργασίες υπό την καθοδήγηση των εν λόγω πανεπιστημιακών. Οι
χώροι αυτοί δεν περιορίζονται στην καταπολέμηση της ανισότητας αλλά σχεδόν
ψυχαναγκαστικά επιδιώκουν την εξάλειψη της διάκρισης καθεαυτήν· μάλιστα μερικές
φορές δίνουν την εντύπωση ότι διακατέχονται από μίσος προς την διαφορά των
φύλων.
β) Να
παγιωθή ο όρος ‘ομοφοβία’ για οποιαδήποτε αντίρρηση περί της ομοφυλοφιλίας και
να μην περιορίζεται στο άγχος και την επιθετικότητα, όπως στην πραγματικότητα ο
όρος σημαίνει. Έτσι ποινικοποιείται (μεταφορικά, αλλά δυστυχώς σε ορισμένες
χώρες και κυριολεκτικά) η έκφραση της άποψης πως η ομοφυλοφιλία δεν είναι
φυσιολογική ή πως είναι ασύμβατη με την θρησκευτική πίστη. Στην πραγματικότητα,
«καταπολέμηση της ομοφοβίας στο σχολείο» σημαίνει ότι θα διδάσκονται τα παιδιά
πως όποιος δεν θεωρεί την ομοφυλοφιλία φυσιολογική παραλλαγή είναι μισαλλόδοξος
και φοβικός. Αλλά ομοφοβικός είναι όποιος φοβάται ή αποστρέφεται ή μισεί η
περιφρονεί τους ομοφυλόφιλους, όχι όποιος έχει διαφορετικές απόψεις. Οι δήθεν
‘προοδευτικοί’ χώροι έφθασαν στο σημείο για το οποίο πάντοτε επέκριναν άλλους,
να καταδιώκουν απόψεις! Είναι θέμα χρόνου να επιτύχουν την ψήφιση διάταξης που
θα τιμωρεί όσους κληρικούς λαμβάνουν δημόσια θέση κατά της ομοφυλοφιλίας.
γ) Να
προωθηθή η σχετικοποίηση του φύλου και η νομοθετική πρόβλεψη για νομική αλλαγή
φύλου χωρίς χειρουργική επέμβαση ή γενικά για αυτοπροσδιορισμό του φύλου. Στην
κουήρ θεωρία (που αποτελεί το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτής της στάσης) δεν
υπάρχουν μόνο δύο φύλα, η δε δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού του φύλου αποτελεί
θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα.
Στα
συμπεράσματα αυτά (που δεν είναι υποψίες αλλά βεβαιότητες) καταλήγω μελετώντας
την σχετική ελληνική βιβλιογραφία των ακτιβιστών και πανεπιστημιακών που
προανέφερα, όσο και τις διεθνείς εξελίξεις. Σε αυτά τα στοιχεία έρχονται να
προστεθούν και πληροφορίες ότι υπάρχει πρόθεση για νομοθετική ρύθμιση που θα
εισάγει όσα περιέγραψα στην παράγραφο γ. Απέναντι σε όλα αυτά ποια καλείται να
είναι η στάση της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα των πιστών, δηλαδή όλων
όσοι δεν συμμερίζονται τους ακραίους εκείνους χώρους;
Κατ’ αρχήν
θα πρέπει να μάθουμε να είμαστε νηφάλιοι. Δεν χρειάζεται πανικός ούτε
επιθετικότητα, αμφότερα εξασθενίζουν την αντίδρασή μας. Επιπλέον είναι ανάγκη
να αναγνωρίζουμε τα θετικά σημεία των όποιων πρωτοβουλιών και να συμμαχούμε με
τους χώρους αυτούς στις αναγκαίες αλλαγές. Δεν ωφελεί να βαδίζουμε με πολώσεις
και μόνιμες εξ ορισμού αντιπαλότητες. Το να λές ‘όχι’ σε όλα όσα λέει ο
υποτιθέμενος αντίπαλός σου δεν σε τιμά και τελικά βλάπτει την κοινωνία. Αν π.χ.
γίνει μια διαδήλωση κατά της βίας που υφίστανται οι ομοφυλόφιλοι δεν θα πείραζε
καθόλου (μάλλον θα ωφελούσε πολλαπλώς) να συμμετέχουν και πιστοί σε αυτήν, αφού
(πρέπει να) συμμερίζονται το αντικείμενό της. Είμαστε σύμμαχοι με τους
μεταμοντέρνους και με τους πάντες σε ό,τι αφορά στην προστασία της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας.
Αντίθετα,
όμως, θα πρέπει να δοθή αγώνας ενάντια στην απάλειψη της διαφοράς των φύλων και
στη νομική σχετικοποίηση του φύλου. Τα κοινωνικά στερεότυπα περί των φύλων
ασφαλώς υπάρχουν, και η ταυτότητα δομείται πάντοτε και κοινωνικά, δεν θα πρέπει
όμως να ‘μαζί με το νερό να πετάξουμε και το μωρό’. Η πολιτική ορθότητα των δύο
ακραίων χώρων θεωρεί αιτία πολέμου την επίκληση βιολογικών διαφορών
(«ουσιοκρατία!» κραυγάζει) ανάμεσα στα δύο φύλα, όμως είναι αναντίρρητο γεγονός
πως αγόρια και κορίτσια παίζουν με διαφορετικά παιγνίδια και λόγω διαφορών στον
εγκέφαλό τους, όχι μόνο επειδή έτσι τα εκπαιδεύει η κοινωνία. Έτσι κι αλλιώς
τίποτε δεν είναι απόλυτο και οι διαφορές προκύπτουν στατιστικά· πάντοτε θα
υπάρχουν αγόρια που θα συμμετέχουν σε παιγνίδια και δραστηριότητες κοριτσιών,
καθώς και πάντα θα υπάρχουν ‘αγοροκόριτσα’.
Αλλά και στα
ζευγάρια που πραγματικά αγαπιούνται η κατανομή των εργασιών του νοικοκυριού δεν
είναι απόλυτη: ο άνδρας θα βοηθήσει τη γυναίκα του. Μάλιστα, κατά τα τελευταία
χρόνια όπου πολλοί άνδρες έμειναν άνεργοι, ανέλαβαν αυτοί περισσότερες δουλειές
του σπιτιού από τη γυναίκα τους, χωρίς να αισθάνονται μειωμένο τον ανδρισμό
τους. Χρειάζεται οπωσδήποτε πολλή ‘εκπαίδευση’ ακόμη, ειδικά των ανδρών. Όμως ο
εκκλησιαστικός χώρος δεν αποδέχεται τα στερεότυπα ως ζήτημα αρχής όπως κάποιοι
νομίζουν, απόδειξη οι ‘γυναικείες’ εργασίες που επιτελούν οι μοναχοί και οι
‘ανδρικές’ εργασίες που επιτελούν οι μοναχές.
Αποτελεί
κοινή εμπειρική διαπίστωση πως η κατανομή των θεωρούμενων ως ανδρικών και
γυναικείων ιδιοτήτων προσωπικότητας στα δύο φύλα δεν είναι δύσκαμπτα μονόπλευρη
(οι άνδρες μόνο με ανδρικά χαρακτηριστικά και οι γυναίκες μόνο με γυναικεία)
αλλά ακολουθεί κάποιες στατιστικές καμπύλες. Έτσι κάθε άτομο χαρακτηρίζεται από
μικρού ή μεγάλου βαθμού γνωρίσματα από τα θεωρούμενα (με βάση τα στερεότυπα) ως
ανήκοντα στο άλλο φύλο. Αυτό αποτελεί ευλογία διότι, εκτός του ότι εμπλουτίζει
την κοινωνία με ασύλληπτη ποικιλία χαρακτήρων, συνιστά και την βάση πάνω στην
οποία θα επέλθει η αλληλοκατανόηση των φύλων στα πλαίσια του έρωτα και του
γάμου. Χωρίς αυτή την μικτή κατανομή γνωρισμάτων θα ήταν αδύνατο ο ένας να
γνωρίσει και να αγαπήσει τον άλλο.
Είναι άλλο
πράγμα, όμως, η συμμετοχή κάθε ανθρώπου στα κοινά γνωρίσματα της ανθρώπινης
φύσης (προϋπόθεση για εν μέρει υπέρβαση των έμφυλων στερεότυπων) και άλλο η εξ
αρχής υποτίμηση της σημασίας του βιολογικού φύλου υπέρ της αποκλειστικά ψυχικής
ταυτότητας. Απέναντι στην τάση για εξάλειψη της διαφοράς των φύλων, η θέση μας
πρέπει να είναι ξεκάθαρη: πρόκειται για έγκλημα. Η διαφορά των φύλων είναι
πλούτος για την ανθρωπότητα. Τα δύο φύλα χαρακτηρίζονται καταστατικά από μια
έλλειψη, στην οποία ο άνθρωπος συγκροτείται και που εξ αιτίας της και μόνο
γίνεται ικανός να κοινωνεί. Η αποδοχή του σχετικού ανοίγει τον δρόμο προς το
απόλυτο. Ο άνθρωπος δομείται μέσα από την ευγνώμονη αποδοχή της έλλειψης, από
την αναγνώριση ότι ευτυχώς δεν μπορεί να είναι όλα και ότι έχει ανάγκη το
διαφορετικό. (Τι γυρίσματα που έχει ο καιρός… Ποιος μπορούσε να φαντασθή πως η
Εκκλησία κάποτε θα έδινε αγώνα για να γίνει σεβαστή η σωματικότητα, την ίδια
ώρα που ο ‘προοδευτικός’ χώρος την υποτιμά!).
Η έλλειψη
δεν είναι ‘ατύχημα’ αλλά ‘συνταγματική’ συνθήκη για το ώριμο υποκείμενο. Η
ψευδαίσθηση ότι κάποιος δεν υπόκειται στους περιορισμούς του φύλου μόνο τον
ναρκισσισμό του εξυπηρετεί. Ειδικά όταν η ρευστότητα γύρω από το φύλο
διδάσκεται στην ηλικία της εφηβείας, όπου μια σύγχυση ταυτότητας υπάρχει έτσι
και αλλιώς, τότε η αναπτυσσόμενη προσωπικότητα δεν βοηθείται να συγκροτηθή.
Εκείνος μεν που συμβαίνει να δυσφορεί γύρω από το φύλο του πρέπει να στηριχθή
ψυχιατρικά και ψυχοθεραπευτικά και να προστατευθή από κάθε είδους κακοποίηση,
αλλά όσοι ως πλειοψηφία πασχίζουν να συγκροτήσουν ταυτότητα θα βοηθηθούν αν
τους συνδράμουμε στην ταύτιση με το φύλο τους.
Η ύπαρξη
ελάχιστων μεσοφυλικών ατόμων (που φέρουν όργανα και των δύο φύλων) και λίγων
διαφυλικών (που αισθάνονται ψυχικά να ανήκουν στο αντίθετο φύλο σε σχέση με το
βιολογικό τους) δεν επιτρέπεται να συμπαρασύρει σε κατάργηση μια διαχρονική
θεμελιώδη συνιστώσα του πολιτισμού. Ουσιαστικά ο αγώνας εδώ έχει έναν ευρύτερο
στόχο: να καταδειχθή πως όντως υπάρχουν διαχρονικές θεμελιώδεις συνιστώσες του
πολιτισμού, σε πείσμα όσων φρονεί και διαδίδει το μεταμοντέρνο ρεύμα. Οι
300.000 που είχαν συρρεύσει το 2013 στους δρόμους του Παρισιού (της πιο
εκκοσμικευμένης χώρας!) για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στον γάμο
ομοφυλόφιλων και στην υιοθεσία παιδιών δεν ήταν μόνο χριστιανοί. Συμμετείχαν
πάμπολλοι άθεοι ή αγνωστικιστές, οι οποίοι όμως δεν συμφωνούσαν να ακυρωθή η
αρχετυπική εικόνα των δύο φύλων ως σημείο αναφοράς για τον αναπτυσσόμενο
άνθρωπο. Να μια ενδιαφέρουσα συμμαχία!
Είναι λοιπόν
εντελώς άλλο θέμα η αλλαγή φύλου κάποιου που υποφέρει από επίμονη δυσφορία (και
αφού προηγουμένως αποκλεισθούν ψυχιατρικές διαταραχές οι οποίες ενδέχεται να
τροφοδοτούν αυτή την επιθυμία) και εντελώς άλλο η είσοδος της ανθρωπότητας σε
έναν αχανή χώρο διαφόρων παραλλαγών φύλου μέσα στον οποίο θα έχει κανείς την
δυνατότητα να αυτοκαθορίζεται κατά το δοκούν απαιτώντας κατόπιν από τον νόμο να
υπακούει στις φαντασιώσεις του. Η Εκκλησία θα χρειασθή να αποδεχθή το πρώτο και
να καταπολεμήσει σθεναρά το δεύτερο. Και φυσικά δεν είναι δυνατόν να αποδεχθή
να διδάσκεται αυτό το μειοψηφικό ρεύμα στα σχολεία ως δήθεν επιστημονική
πραγματικότητα.
Η
μετανεωτερική κατάσταση ‘χαϊδεύει’ συστηματικά τις επιθυμίες και έχει εν γένει
συμμαχήσει με τον ηδονισμό ως στάση ζωής. Ας σημειώσω ότι ο ναρκισσισμός
αποτελεί μια από τις πιο εκλεπτυσμένες και χειρότερες μορφές ηδονισμού. Αλλά η
κατάργηση κάθε κανονιστικότητας και η αποδοχή κάθε αυθαίρετου ατομοκεντρικού
θελήματος με κανένα τρόπο δεν επιτρέπεται να θεσμοθετηθούν και να αλλοιώσουν
τον πολιτισμό. Το πρόβλημα δεν αποτελούν οι ομοφυλόφιλοι και οι τρανς (δεν
είναι εξ ορισμού περισσότερο ηδονιστές από τους ετεροφυλόφιλους) αλλά όσοι,
ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, μαχητικά αγωνίζονται να αλλοιώσουν την
έννοια του ανθρώπινου όντος προς την κατεύθυνση μιας τυφλής ψυχαναγκαστικής
ατομικότητας η οποία απαιτεί από την ανθρωπότητα να την υπηρετήσει.
Θα
ευχόμουν να μπορούσε να διαχωρισθή η υγιής θεματική της πρωτοβουλίας του
Υπουργείου από την προβληματική. Αλλά όσο αυτό δεν γίνεται ας αγωνισθούμε να
ματαιώσουμε την πρωτοβουλία, αφού τα μειονεκτήματα μάλλον θα είναι σοβαρότερα
από τα πλεονεκτήματα.
Πρωτοπρεσβύτερος
Βασίλειος Θερμός
Ψυχίατρος
παιδιών και εφήβων
31-1-2017
Ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Θερμός είναι ψυχίατρος παιδιών και εφήβων. Είναι διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επίκουρος καθηγητής στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών. Έχει μετεκπαιδευθεί ως «επισκέπτης επιστήμων» (VisitingScholar) στο Πανεπιστήμιο Harvard, στο BostonUniversity, στο Boston College και στο Andover Newton.
Βιβλία και άρθρα του έχουν μεταφρασθεί στα αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά, ρουμανικά, βουλγαρικά και ισπανικά. Είναι ο διευθυντής έκδοσης του περιοδικού Ψυχής δρόμοι.
Για το σύνολο του έργου του έχει εκπονηθεί μεταπτυχιακή εργασία (masterthesis) στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Balamand στον Λίβανο, η οποία κυκλοφόρησε στα Αγγλικά στην σειρά Εuropean University Studies από τον εκδοτικό οίκο Peter Lang.
Το 2014 εργάσθηκε ως ερευνητής επί τρίμηνο στο Institutefor Medical Humanities του Πανεπιστημίου του Τέξας. Ασχολείται με την επιμόρφωση κληρικών και άλλων στελεχών της Εκκλησίας (Ελλάδα, Αμερική, Φινλανδία), ενώ δίδαξε για 12 χρόνια και στην Θεολογική Ακαδημία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας.
Υπηρετεί στην Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Στα ενδιαφέροντά του ανήκουν η σχέση Ψυχολογίας-Ψυχιατρικής-Ψυχοθεραπείας με την Θεολογία και την Ποιμαντική, η ψυχολογία και ψυχοπαθολογία του κληρικού και του εκκλησιαστικού οργανισμού, ο διάλογος της Εκκλησίας με τον πολιτισμό, λειτουργικά ζητήματα, κ.ά. Έχει διεξαγάγει και δημοσιεύσει έρευνα για την ψυχοσωματική υγεία των κληρικών και των συζύγων τους.
Βιβλία και άρθρα του έχουν μεταφρασθεί στα αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά, ρουμανικά, βουλγαρικά και ισπανικά. Είναι ο διευθυντής έκδοσης του περιοδικού Ψυχής δρόμοι.
Για το σύνολο του έργου του έχει εκπονηθεί μεταπτυχιακή εργασία (masterthesis) στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Balamand στον Λίβανο, η οποία κυκλοφόρησε στα Αγγλικά στην σειρά Εuropean University Studies από τον εκδοτικό οίκο Peter Lang.
Το 2014 εργάσθηκε ως ερευνητής επί τρίμηνο στο Institutefor Medical Humanities του Πανεπιστημίου του Τέξας. Ασχολείται με την επιμόρφωση κληρικών και άλλων στελεχών της Εκκλησίας (Ελλάδα, Αμερική, Φινλανδία), ενώ δίδαξε για 12 χρόνια και στην Θεολογική Ακαδημία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας.
Υπηρετεί στην Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Στα ενδιαφέροντά του ανήκουν η σχέση Ψυχολογίας-Ψυχιατρικής-Ψυχοθεραπείας με την Θεολογία και την Ποιμαντική, η ψυχολογία και ψυχοπαθολογία του κληρικού και του εκκλησιαστικού οργανισμού, ο διάλογος της Εκκλησίας με τον πολιτισμό, λειτουργικά ζητήματα, κ.ά. Έχει διεξαγάγει και δημοσιεύσει έρευνα για την ψυχοσωματική υγεία των κληρικών και των συζύγων τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου