Η ελληνική μυθολογία συνδέει την επεξεργασία των πολύτιμων μετάλλων με μακρινούς λαούς. Η φήμη τού Πακτωλού ή Χρυσορρόα ποταμού στη Μικρά Ασία έχει μείνει ζωντανή μέχρι σήμερα στην έκφραση «αυτός είναι Πακτωλός» που χρησιμοποιείται για πηγές μεγάλου πλούτου. Τα νερά τού ποταμού μεταφέρουν μαζί με την άμμο και ψήγματα χρυσού οπό το όρος Τμώλο, απ’ όπου πηγάζει. Από τα παράλια τής Μαύρης Θάλασσας έρχεται και το χρυσόμαλλο δέρας. Ο μύθος τής χρυσής προβειάς είναι συνδεδεμένος με την τεχνική διαχωρισμού των ψηγμάτων τού πολύτιμου αυτού μετάλλου από τους κόκκους τής άμμου. Εκεί μακρυά στη Σκυθία μάζευαν το χρυσάφι μέσα από την άμμο τού ποταμού Ορόντη. Έβαζαν άμμο και ψήγματα χρυσού επάνω σε μια προβειά κι έριχναν με δύναμη νερό. Το αποτέλεσμα ήταν η άμμος να φεύγει, ενώ το βαρύτερο χρυσάφι μπλεκόταν στα μαλλιά τής προβειάς. Στη συνέχεια, άφηναν το δέρας να στεγνώσει και το τίναζαν για να μαζέψουν τα ψήγματα τού χρυσού. Ο ποταμίσιος αυτός χρυσός περιέχει πάντοτε ασήμι κι έχει ανοιχτό κίτρινο χρώμα, γι’ αυτό ονομάστηκε ήλεκτρο. Εκτός από τον ποταμίσιο υπάρχει και ό χρυσός πού εξάγεται από φλέβες πετρωμάτων, τόσο στην επιφάνεια τού εδάφους (χρυσός μεταλλευτός), όσο και σε στοές σε βάθος (χρυσός ορυκτός). Η διαφοροποίηση τού χρώματος των κραμάτων σύμφωνα με τα στοιχεία πού τα συνθέτουν, οδήγησε από νωρίς τον άνθρωπο να εφεύρει διάφορους συνδυασμούς μετάλλων. Στην αρχαιότητα, τα πιο συνηθισμένα κράματα ήταν αυτά που περιείχαν ασήμι και χαλκό.
Ο χρυσός στην Ελλάδα
Για τον ελληνικό χώρο, οι πηγές τού χρυσού τής Κρήτης και των Μυκηνών δεν είναι γνωστές. Στην κλασική και ελληνιστική Ελλάδα υπήρξαν ορισμένες τοποθεσίες που έδωσαν χρυσάφι, αλλά γρήγορα εξαντλήθηκαν. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τη Θάσο, τη Σίφνο κ.ά. Ευρεία χρήση τού χρυσού παρατηρείται στους χρόνους τού Φιλίππου Β’ τής Μακεδονίας που εκμεταλλεύτηκε τα ορυχεία τού Παγγαίου όρους. Στη συνέχεια, οι κατακτήσεις τού Μεγάλου Αλεξάνδρου έφεραν στην Ελλάδα τους θησαυρούς των Περσών. Αυτό το κύμα χρυσού στάθηκε αφορμή για μία εντυπωσιακή άνθηση τής ελληνικής μεταλλοτεχνίας. Κάτω από την επίδραση τού περσικού πολιτισμού, οι Έλληνες τεχνίτες χρησιμοποίησαν πολύ τους ημιπολύτιμους λίθους. Στα τελευταία προχριστιανικά χρόνια η χρυσοχοΐα των Ελλήνων θεωριόταν η πιο τέλεια. Σκύθες, Πέρσες, Ιταλοί, κ.ά. πλήρωναν ακριβά τα ελληνικά κοσμήματα και τους Έλληνες δούλους που γνώριζαν την τέχνη τού χρυσού. Έτσι, βλέπουμε πολλά χρυσά αντικείμενα ελληνικής τέχνης να βρίσκονται στα μουσεία τού Ερμιτάζ, τού Τάραντα και αλλού.
Το κόσμημα
Η σπανιότητα τού χρυσού είναι η αιτία τής εξαφάνισης τόσων παλιών κοσμημάτων. Από γενιά σε γενιά, τα παλιά κοσμήματα καταστρέφονταν για να φτιαχτούν από το υλικό τους καινούρια. Οι αρχαίες ταφές, που φύλαξαν ανέπαφα δείγματα χρυσοχοΐας, είναι ή σημαντικότερη πηγή των γνώσεών μας πάνω σ’ αυτή τη μορφή τής τέχνης. Το χαρακτηριστικό που κάνει το αρχαίο κόσμημα να ξεχωρίζει από το σύγχρονο είναι ότι σήμερα αποτελεί ένα απλό στολίδι, ενώ στους αρχαίους είχε έντονο μεταφυσικό συμβολισμό. Ακόμα και όταν το κόσμημα δεν απεικόνιζε θεότητες, συχνά αναφερόταν σ’ αυτές. Έτσι, βλέπουμε μια καρφίτσα για τα μαλλιά να τη στολίζουν δυο περιστέρια, πουλιά συνδεδεμένα με τη θεά Αφροδίτη.
Το κόσμημα αυτό είχε την ιδιότητα να κάνει πιο αξιαγάπητη αυτήν που το φορούσε. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το ρόδι, σύμβολο τής Περσεφόνης, θεάς τής αναγέννησης τής φύσης, που στολίζει αρχαϊκά κοσμήματα.
Χρυσός και νόμισμα
Το χρυσάφι σαν συναλλακτική άξια άργησε να χρησιμοποιηθεί. Πρώτοι οι Λύδες έκοψαν χρυσά νομίσματα, γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ., μεταχειριζόμεναι τον χρυσό τού Πακτωλού ποταμού. Μέχρι την εποχή τού Φιλίππου τού Β' τής Μακεδονίας, χρυσά νομίσματα κόβονταν μόνο σε περίοδο κρίσης. Στην Αθήνα, ή πιο σημαντική νομισματοκοπή ήταν από το ασήμι τού Λαυρίου. Τα πρώτα νομίσματα είχαν μάλλον ακανόνιστο σχήμα. Έτσι, ήταν εύκολο για όποιον μικροαπατεώνα ήθελε να κόψει μιαν άκρη πολύτιμου μετάλλου. Αιώνες αργότερα, βρέθηκε λύση στο πρόβλημα αυτό: τα νομίσματα απόκτησαν κανονικό κυκλικό σχήμα και ακόμη αργότερα, στο πλάι τους χαράχτηκαν κάθετες γραμμές.
Ο χρυσός στη χριστιανική εποχή
’Ακόμα και τώρα πού ή τιμή τού χρυσού έχει ανέβει σε μεγάλα ύψη, το μέταλλο αυτό αρέσει όχι μόνο για την άξια του αλλά και για την ομορφιά του. Εκτός από τη σπανιότητα του πού τον κάνει πολύτιμο, ό χρυσός έχει την ιδιότητα να μην οξειδώνεται και ή αιώνια λάμψη του μοιάζει με τού ήλιου. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό τού έδωσε μια συμβολική άξια πού συναντάμε από την αρχαιότητα μέχρι την τέχνη των νεωτέρων χρόνων. Τα αρχαία χρυσά αφιερώματα των θεών τής Αιγύπτου, των Σκυθών, τής Ελλάδας και τής Ρώμης, με νέα μορφή, μπαίνουν στους χριστιανικούς ναούς. Οι εκκλησίες κοσμούνται με χρυσά αντικείμενα, καντήλια, ιερά σκεύη, τα χειρόγραφα και οι εικόνες γίνονται χρυσοποίκιλτα και οι κληρικοί φορούν χρυσοκέντητα άμφια και βαριά κοσμήματα. “Αν μελετηθούν όπως τούς αξίζει, ή μορφή και ό συμβολισμός των πολύμορφων χρυσών αντικειμένων μπορούν να μας δώσουν πολλές και ποικίλες πληροφορίες. Ποια ήταν ή τεχνολογία κάθε εποχής, πώς έλιωναν το μέταλλο, πώς το δούλευαν, τι κράματα χρησιμοποιούσαν. Ποιους εμπορικούς δρόμους ακολουθούσαν ό χρυσός και τα κοσμήματα. Ποια ήταν ή μόδα τής κάθε εποχής και από πού δεχόταν επιδράσεις. Με ποιους κοινωνικούς και μεταφυσικούς συμβολισμούς ήταν επιφορτισμένο σε κάθε εποχή τόσο το ίδιο το μέταλλο όσο και το χρυσό αντικείμενο.
Α.Λ.
Αρχαιολογία
ΤΕΥΧΟΣ 1 ΝΟΕ 1981
anemourion.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου