Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Η κατάσταση των αναπληρωτών και τα δικαιώματά τους


Γιώργος Μπουγελέκας. Εκπαιδευτικός και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ


Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί διδάσκουν κάθε χρόνο σε διαφορετικά σχολεία σε όλη την Ελλάδα.
Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί δεν πληρώνονται το καλοκαίρι.
Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί αν αρρωστήσουν πάνω από δεκαπέντε μέρες τον χρόνο, δεν θα πληρωθούν και δεν θα υπολογιστούν στην προϋπηρεσία τους οι μέρες της ασθένειάς τους που ξεπέρασαν το δεκαπενθήμερο, ενώ αν το νόσημα αποδειχθεί σοβαρό, κινδυνεύουν και με απόλυση. 
Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί αν απεργήσουν, εκτός από το εξευτελιστικό τους ημερομίσθιο, θα χάσουν και την ημέρα της απεργίας ως ημέρα προϋπηρεσίας, με κίνδυνο την απώλεια επιδότησης από το ταμείο ανεργίας τους καλοκαιρινούς μήνες. 
Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί δεν έχουν το δικαίωμα έκφρασης γνώμης κατά τις διαδικασίες εκλογής διευθυντών στα σχολεία που εργάζονται. 
Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί -κόντρα σε κάθε λογική- είναι υποχρεωμένοι κάθε χρόνο να καταθέτουν νέα έγγραφα που να πιστοποιούν την καλή τους υγεία από παθολόγο και ψυχίατρο. 
Είναι, κατά συνέπεια, υποχρέωση της Πολιτείας -πριν απ’ όλα- η άμεση ικανοποίηση των απολύτως δίκαιων αιτημάτων των αναπληρωτών εκπαιδευτικών, όπως είναι η εξίσωση των αναρρωτικών τους αδειών με εκείνες των μονίμων, η ισότιμη συμμετοχή τους στην έκφραση γνώμης για τους διευθυντές των σχολείων τους, η κατάργηση της κατ’ έτος κατάθεσης δικαιολογητικών Υγείας, η κατάργηση της απώλειας του ενσήμου και της προϋπηρεσίας τους όταν λαμβάνουν μέρος στις απεργιακές κινητοποιήσεις του εκπαιδευτικού κλάδου. 
Αυτοί οι εκπαιδευτικοί, εδώ και χρόνια, μαθαίνουν γράμματα τα παιδιά μας και δυστυχώς αποτελούν για το εκπαιδευτικό μας σύστημα πρόσωπα μειωμένων πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, πρόσωπα χαμηλού κοινωνικού κύρους. Διδάσκουν σε όλες τις βαθμίδες της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. 
Διορθώνουν γραπτά Πανελλαδικών εξετάσεων. 
Εξετάζουν τους φυσικώς αδυνάτους μαθητές. Επιτηρούν στις Πανελλαδικές εξετάσεις. Υπογράφουν τα απολυτήρια Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου, δηλαδή δημόσιους τίτλους πιστοποίησης αποφοίτησης. Ο αριθμός τους τη φετινή χρονιά ξεπερνά τις 17.000. 
Χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε δημόσια εκπαίδευση, αφού οι τελευταίοι μόνιμοι διορισμοί έγιναν το 2009, ενώ η μείωση του προσωπικού μόνο στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ήταν τεράστια, φτάνοντας το 30% από το 2009 έως το 2014.
Πρόκειται προφανώς για μια στρέβλωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Σήμερα λοιπόν, με βάση τις κυβερνητικές εξαγγελίες για μόνιμους διορισμούς, τίθεται το ερώτημα: 
Έπειτα από χρόνια υπηρεσίας στην εκπαίδευση, τι επιπλέον πρέπει να αποδείξουν οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί για να κριθούν ικανοί να συνεχίσουν να παράγουν το ίδιο παιδαγωγικό έργο που μέχρι χθες έκαναν;
 Κάποιοι με ευκολία προτείνουν τη λύση ακόμα ενός πλήρως απαξιωμένου γραπτού διαγωνισμού του ΑΣΕΠ.
 Ας δούμε, όμως, πώς αποτιμάται αυτή η εξέταση, με την απαραίτητη χρονική απόσταση από τον τελευταίο, το 2008, διαγωνισμό. Το 1997 καταργήθηκε η επετηρίδα με στόχο τον εξορθολογισμό του συστήματος πρόσληψης των εκπαιδευτικών και αντικαταστάθηκε από τον γραπτό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ.
 Αποτέλεσμα αυτής της απρογραμμάτιστης κατάργησης ήταν η μετατροπή του προβλήματος των μόνιμων διορισμών στην εκπαίδευση σε έναν εφιαλτικό λαβύρινθο.
Ο γραπτός διαγωνισμός του ΑΣΕΠ εξαρχής χαρακτηρίστηκε από το σύνολο της εκπαιδευτικής Αριστεράς αιχμή του δόρατος μιας αυταρχικής, βαθιά συντηρητικής πολιτικής, που επιδιώκει, με το πρόσχημα της «αξιοκρατίας», να υπονομεύσει το κύρος των εκπαιδευτικών. 
Με ολιγόωρες γραπτές εξετάσεις που βασίζονται στη διαπραγμάτευση ερωτήσεων που προέρχονται από ελάχιστο μέρος μιας υπέρογκης εξεταστέας ύλης, ο παράγοντας της «τυχαιότητας» αποβαίνει καθοριστικός. Συγκρίνοντας, για παράδειγμα, την επίδοση υποψηφίου στον διαγωνισμό ΑΣΕΠ με τον βαθμό του πτυχίου ή των μεταπτυχιακών του σπουδών, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ωχριά η αξιοπιστία το πρώτου κριτηρίου σε σχέση με το δεύτερο.
Με την καθιέρωση, εξάλλου, ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής στις επιστήμες της Αγωγής και με το πρόσχημα της «αντικειμενικής» και «αδιάβλητης» κρίσης καθώς και της «εύκολης», τυποποιημένης αξιολόγησης, μειώθηκε ακόμη περισσότερο η αξιοπιστία του διαγωνισμού. 
Η αναγκαστική επιλογή από τον υποψήφιο μίας και μόνης απάντησης ως ορθής, πέραν της καταρράκωσης κάθε επιστημονικής τεκμηρίωσης, οδηγεί στο επικίνδυνο μονοπάτι της καθιέρωσης μιας «επίσημης κρατικής παιδαγωγικής» που προσομοιάζει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Ταυτόχρονα, αποσιωπάται το γεγονός ότι αυτός ο διαγωνισμός είναι αποκλειστικά γραπτός, ενώ η διδακτική πράξη είναι μια πολυδιάστατη διαδικασία, που απαιτεί ποικίλες γνώσεις, δεξιότητες και στάσεις και επηρεάζεται από το σύνολο των χαρακτηριστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας και όχι μόνο από την απόδοση του υποψήφιου εκπαιδευτικού σε εξετάσεις γραπτού λόγου. 
Εν ολίγοις, ο γραπτός διαγωνισμός του ΑΣΕΠ δεν είναι η λύση στο πρόβλημα των επικείμενων διορισμών. Πρόσφατα, μάλιστα, το Τμήμα Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ για το ίδιο ζήτημα κατέληξε στην εξής πρόταση: «Οι διορισμοί θα πρέπει να πραγματοποιηθούν υπό την εποπτεία του ΑΣΕΠ, χωρίς γραπτό διαγωνισμό, αλλά με την ίδια διαδικασία που προβλέπεται για όλους τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους αποφοίτους Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και με ένα σύστημα το οποίο θα σέβεται την προϋπηρεσία που έχουν αποκτήσει οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί υπηρετώντας για χρόνια στα σχολεία της επικράτειας» (Τμήμα Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, 5.12.2016). Κατά συνέπεια, θα ήταν εξαιρετικά άδικο να μη δοθεί η δυνατότητα της άμεσης πρόσληψης σε αυτούς τους αποδεδειγμένα έμπειρους και αποτελεσματικούς εκπαιδευτικούς που στήριξαν και στηρίζουν τη δημόσια εκπαίδευση με τεράστιες προσωπικές και οικογενειακές θυσίες και οι οποίοι βάσιμα απέβλεπαν σε μια αναγνώριση της προσπάθειας και της προσφοράς τους. 
Η ολοκλήρωση ακόμη μίας δύσκολης αξιολόγησης δίνει πλέον τη δυνατότητα να ανοίξει μετ’ επιτάσεως το ζήτημα των μόνιμων διορισμών στην εκπαίδευση και οι εξαγγελίες να γίνουν πράξη.
 Η πραγματοποίηση αντίστοιχα μόνιμων διορισμών στην Υγεία και την Τοπική Aυτοδιοίκηση ανοίγουν έναn δρόμο που μπορεί να βαδίσει και η ταλαιπωρημένη δημόσια εκπαίδευση. Με μέσο όρο ηλικίας τα 39 χρόνια στις βασικές ειδικότητες της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και εξαιρετικά μικρό ηλικιακό μέσο όρο στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, οι αναπληρωτές καθηγητές και δάσκαλοι αποτελούν ένα πολύτιμο και ολοζώντανο στελεχικό δυναμικό που η Πολιτεία έχει στα χέρια της και οφείλει άμεσα να αξιοποιήσει για την αναβάθμιση των σχολείων μας. 
Ο Γιώργος Μπουγελέκας είναι  
ΑΥΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: