Ο θάνατος του Ι. Μεταξά 29/1/1941
Ο Ιωάννης Μεταξάς αρρώστησε από βαριά φλεγμονή του φάρυγγος, η
οποία κατέληξε σε παραμυγδαλικό απόστημα με τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκές
και πέθανε στις 29 Ιανουαρίου του 1941 στις
6:00 π.μ.
Η κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 31 Ιανουαρίου.
Από πολλούς έχει υποστηριχθεί ότι ο θάνατός του ίσως και να
οφείλεται σε επέμβαση των Άγγλων που δεν ήθελαν να επιτευχθεί συνθηκολόγηση της
Ελλάδας με τη Γερμανία. Αυτή η άποψη δεν επιβεβαιώνεται όμως από τα
γραφόμενα του ημερολογίου του, όπου ο Μεταξάς γράφει ότι "καλύτερα να
πεθάνουμε όλοι παρά να υποταχθούμε στον Χίτλερ" και απέρριπτε προτροπές
του Έλληνα πρέσβη στη Γερμανία Ραγκαβή για μεσολάβηση του Χίτλερ. Σύμφωνα με
τον Υπουργό Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, ο θάνατος του
Μεταξά προήλθε από ιατρικά λάθη ("Εάν ο Μεταξάς είχε νοσηλευθεί και στην
τρίτη θέση ενός δημοσίου νοσοκομείου, θα είχε σωθεί")
Επίσης, ο Σπύρος Παξινός Διευθυντής της Γενικής
Ασφαλείας Αθηνών (1936-1941), το 1942 κατά τη διάρκεια δεξίωσης της Αγγλικής
πρεσβείας στο Κάιρο, εκμυστηρεύτηκε σε Άγγλο διπλωμάτη την επιθυμία του να
γράψει ένα βιβλίο που θα απεκάλυπτε τα πάντα γύρω από τον θάνατο του Ι. Μεταξά
και το οποίο θα εξέδιδε μετά τον πόλεμο. Την επόμενη μέρα τον συνέλαβαν οι
Άγγλοι και μεταφέρθηκε στις Συριακές φυλακές στο Άκρον, ως πράκτορας των
Γερμανών. Με
το τέλος του πολέμου μεταφέρθηκε σε φυλακές στην Ινδία και το 1948
δολοφονήθηκε στο Πακιστάν υπό μυστηριώδεις συνθήκες
Πρωθυπουργία Αλέξανδρου Γ. Κορυζή: 29/1/1941 – 18/4/1941
Ο Αλέξανδρος Γ. Κορυζής ή Κοριζής (Πόρος, 1885 – Αθήνα, 18 Απριλίου 1941)
ήταν Έλληνας νομικός, οικονομολόγος και πρωθυπουργός της χώρας
για μόνο 80 ημέρες, από τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά μέχρι και την 12η ημέρα από
της γερμανικής εισβολής.
Χαρακτηρίστηκε πρωθυπουργός του 2ου ΟΧΙ της
Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με τον θάνατο του Μεταξά, τον
Ιανουάριο του 1941 και διαρκούντος του πολέμου, ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ τον
επέλεξε και τού ανέθεσε απευθείας την πρωθυπουργία της Ελλάδας (29 Ιανουαρίου 1941), αποκλείοντας έτσι τους πρωτοκλασάτους υπουργούς του
μεταξικού καθεστώτος και όχι μόνο.
Στις 6 Απριλίου του 1941, ο Κορυζής, πιστός στην παρακαταθήκη του προκατόχου του,
απέρριψε το αίτημα των Γερμανών για
απομάκρυνση των βρετανικών δυνάμεων
από την Ελλάδα απορρίπτοντας
το τελεσίγραφο που του επέδωσε ο Γερμανός πρεσβευτής Έρμπαχ-Σένμπεροχ, μισή ώρα
μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής κατά σαφή παράβαση της σχετικής
Σύμβασης της Χάγης, όπου υπ' αυτές τις συνθήκες ο πόλεμος χαρακτηρίζεται
"αιφνίδιος".
Στις 18 Απριλίου,
δώδεκα ημέρες μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής, και ενώ μαίνονταν οι
μάχες ο Κορυζής συμμετείχε σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Αυτού
ακολούθησε κατ' ιδίαν συνομιλία με τον βασιλέα Γεώργιο. Το τι ειπώθηκε ακριβώς σ' αυτή τη συνομιλία δεν έγινε ποτέ
γνωστό, αν και εικάζεται ότι οι δύο άνδρες μπορεί να διαφώνησαν ως προς την
συνέχιση του αγώνα με ενδεχόμενη μετακίνηση της ελληνικής κυβέρνησης
στην Κρήτη, ή την αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Πάντως, ο
Κορυζής εξήλθε συντετριμμένος από τη συνάντησή του με τον Βασιλέα με κατεύθυνση
την οικία του στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας.
Ο Βασιλεύς ανησυχώντας για τον Κορυζή, που πολύ πιθανόν κάτι να είχε υπονοήσει στο λόγο του, έστειλε τον διάδοχο Παύλο στην οικία του. Φθάνοντας ο Παύλος και καθ' ον χρόνο μιλούσε στην είσοδο της πρωθυπουργικής κατοικίας με την σύζυγο του Κορυζή, ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί από τον πρώτο όροφο. Ο Κορυζής είχε αυτοκτονήσει με δύο σφαίρες στην καρδιακή χώρα.
Πρωθυπουργία Γεωργίου Τσολάκογλου : 30/4/1941 –
2/12/1942
Ο Γεώργιος
Τσολάκογλου του Κωνσταντίνου (Ρεντίνα Αγράφων, Απρίλιος 1886 – Αθήνα, 22 Μαΐου 1948)
ήταν Έλληναςστρατιωτικός και πολιτικός, διορισμένος πρωθυπουργός κατά την περίοδο
κατοχής της Χώρας 1941–1942 από τις δυνάμεις του Άξονα.
Ως διοικητής του Γ΄
Σώματος Στρατού (Δυτική Μακεδονία), μετά την επίθεση των Ιταλών κατά τη μάχη του
Μόραβα, με επιτυχημένο ελιγμό,
και παρά τους δισταγμούς των ανωτέρων του, συνέβαλε στην πλήρη νίκη του υπ'
αυτού Σώματος στρατού. Μετά την επίθεση όμως των Γερμανών κατά της Ελλάδος (6 Απριλίου 1941), την βαθιά
στην συνέχεια διείσδυση αυτών προς τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου του 1941 και
την υποχώρηση του Ελληνικού
Στρατού από το μέτωπο
της Βορείου Ηπείρου, ο Τσολάκογλου και ορισμένοι άλλοι ανώτεροι
αξιωματικοί του Στρατού έλαβαν την απόφαση, άνευ εγκρίσεως της
προϊσταμένης τους Αρχής και μη λαμβάνοντας υπόψη αυτή εν καιρώ πολέμου,
για συνθηκολόγηση, κρίνοντας εκείνοι πως κάθε αντίσταση στους
κατακτητές θα ήταν μάταιη. Σημειώνεται ότι πριν εκδηλωθεί η ιταλική επίθεση του
Μαρτίου, στην ειδική σύσκεψη αντιστρατήγων που είχε γίνει στην Αθήνα ο ίδιος ο
Τσολάκογλου είχε ταχθεί στη συνέχιση του αγώνα ακόμα και με το ενδεχόμενο
γερμανικής επίθεσης που ήδη διαφαίνονταν στον ορίζοντα.
Στις 20 Απριλίου 1941,
ημέρα του Πάσχα, σε συνεννόηση με τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού,
αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα, τον διοικητή του Β΄
Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Γεώργιο Μπάκο, και τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων
Σπυρίδωνα που ήταν ο κατ΄ εξοχήν φορέας και υποκινητής της δυσάρεστης αυτής
απόφασης, κατάργησε πραξικοπηματικά τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα, ανέλαβε ο ίδιος διοικητής της
Στρατιάς και υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης
Μεραρχίας Ες-Ες, υποστράτηγο Γιόζεφ (Σεπ) Ντήτριχ (Josef
"Sepp" Dietrich), στο Βοτονόσι Ιωαννίνων. Ο αρχηγός του Ελληνικού Στρατού, αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, σε τηλεγράφημά του προς το
Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, κατήγγειλε την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου ως αντίθετη
προς τα συμφέροντα της πατρίδας, διέταξε την αντικατάσταση του Τσολάκογλου και
αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων». Ήταν όμως ήδη αργά.
Την επόμενη ημέρα (21 Απριλίου) στην Λάρισα, ο Τσολάκογλου, «υπό το κράτος βίας», υπέγραψε ως
διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ όρων παράδοση
του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς. Εκ μέρους των Γερμανών, το πρωτόκολλο της παράδοσης συνυπέγραψε ο αρχηγός
των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, στρατηγός φον Γκράιφφενμπεργκ (von Greinffenberg).
Στις 23 Απριλίου, ο Τσολάκογλου αναγκάσθηκε να υπογράψει στην Θεσσαλονίκη και τρίτο πρωτόκολλο με τον Γερμανόστρατηγό Άλφρεντ Γιοντλ (Alfred Jodl) και τον Ιταλό
στρατηγό Αλμπέρτο Φερρέρο (Alberto
Ferrero), για να ικανοποιηθεί και το γόητρο των Ιταλών. Την ίδια ημέρα ξεκίνησε και ο αεροπορικός βομβαρδισμός
του Ναυστάθμου Σαλαμίνας και των γύρω της Αττικής λιμένων όπου και αναγκάσθηκε
η ελληνική κυβέρνηση και ο Βασιλεύς Γεώργιος να μετακινηθούν με υδροπλάνο στην
Κρήτη.
«Ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος : Ή ν' αφήσω να
συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα, ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των
ηγητόρων του στρατού ν' αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως...
"Τολμήσας" δεν υπελόγισα ευθύνας... Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια
το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν.»
Στις 30 Απριλίου του 1941 και
ώρα 11 το πρωί, ο Τσολάκογλου ορκίσθηκε πρωθυπουργός στα Παλαιά
Ανάκτορα, (σημερινή Βουλή), από
τον πρωθιερέα του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Καρύτση Ν. Παπαδόπουλο, κατόπιν
βεβαίως αποδοχής των κατοχικών δυνάμεων και παρουσία των ανωτάτων διοικητών
τους. Ο Αρχιεπίσκοπος
Χρύσανθος είχε αρνηθεί να τον
ορκίσει, πράγμα το οποίο ταυτόχρονα είχε απαγορεύσει και στους υπόλοιπους
αρχιερείς και ιερείς της Ελλάδας, με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα είχε
εθνική κυβέρνηση, την οποία είχε ορκίσει ο ίδιος, εννοώντας εκείνη που
βρισκόταν ακόμα σε ελληνικό έδαφος, στην Κρήτη, πριν μετακινηθεί ακόμα στη Μέση
Ανατολή. Ο Τσολάκογλου παρέμεινε στη θέση μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου του 1942, όταν με
διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό παραιτήθηκε ορίζοντας αντικαταστάτη του τον
μέχρι τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησής του, καθηγητή του πανεπιστημίου Κ.
Λογοθετόπουλο, χωρίς να αναμιχθεί έκτοτε στα κοινά.
Οι Βρετανοί στο μεταξύ έσπευσαν να τον καταγγείλουν ως Έλληνα Κουΐσλιγκ (The Times, 30/04/1941)
Οι Βρετανοί στο μεταξύ έσπευσαν να τον καταγγείλουν ως Έλληνα Κουΐσλιγκ (The Times, 30/04/1941)
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και
φυλακίσθηκε στις φυλακές Αβέρωφ,. Παραπέμφθηκε στο δια της Συντακτικής Πράξεως
με αριθμό 6/1945, της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο,
κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό,
χαρακτηριζόμενη ως «συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω» και «πριν η υπ'
αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει»
, καθώς και για εθνική αναξιότητα για την συνεργασία του,
στη συνέχεια, με τις κατοχικές Δυνάμεις, αναλαμβάνοντας Πρωθυπουργός της χώρας.
Η δίκη του ξεκίνησε στις 21 Φεβρουαρίου και έληξε στις 31 Μαΐου του 1945. Η δε απολογία του
ήταν ιδιαίτερα λακωνική αλλά και περιεκτική.
Τελικά το Ειδικό αυτό Δικαστήριο την τελευταία ημέρα της δίκης τον καταδίκασε σε θάνατο, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο δικαστήριο ζήτησε την μετατροπή της ποινής σε ισόβια δεσμά για τις "πολλαπλές υπηρεσίες του στη χώρα ως στρατιωτικός".[7] Έτσι, το Συμβούλιο Χαρίτων συνήλθε στις 19 Αυγούστου του 1945 και μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη και ακολούθως οδηγήθηκε στις "φυλακές Ζελιώτη" (όπου αργότερα το μέγαρο Μινιόν) της Αθήνας.
Τελικά το Ειδικό αυτό Δικαστήριο την τελευταία ημέρα της δίκης τον καταδίκασε σε θάνατο, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο δικαστήριο ζήτησε την μετατροπή της ποινής σε ισόβια δεσμά για τις "πολλαπλές υπηρεσίες του στη χώρα ως στρατιωτικός".[7] Έτσι, το Συμβούλιο Χαρίτων συνήλθε στις 19 Αυγούστου του 1945 και μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη και ακολούθως οδηγήθηκε στις "φυλακές Ζελιώτη" (όπου αργότερα το μέγαρο Μινιόν) της Αθήνας.
Έχοντας όμως προσβληθεί από λευχαιμία, νοσηλεύθηκε επί έναν χρόνο στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα
του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ),
όπου και πέθανε στις 22 Μαΐου του 1948, στερημένος σύνταξης
και πάμπτωχος. Η κηδεία του έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε στενό
οικογενειακό κύκλο. To 1960 τα οστά του μεταφέρθηκαν σε άλλο τάφο που
διέθεσε ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Παυσανίας Κατσώτας.
Πρωθυπουργία Κωνσταντίνου Ι. Λογοθετόπουλου : 2 /121942 – 7 /4/ 1943
Ο Κωνσταντίνος Ι.
Λογοθετόπουλος (Ναύπλιο, 1 Αυγούστου 1878 – Αθήνα, 6 Ιουλίου 1961) ήταν διακεκριμένος Έλληνας καθηγητής της Ιατρικής, αλλά και πρωθυπουργός μιας διορισμένης από τους Γερμανούς κατοχικής κυβέρνησηςαπό τις 2
Δεκεμβρίου 1942 έως τις 7 Απριλίου 1943.
Τον Απρίλιο του 1943 οι
Γερμανοί τον αντικατέστησαν με τον Ιωάννη Ράλλη, μιας και το ζητούμενο ήταν ένας πιο δυναμικός
πρωθυπουργό που θα αντιμετώπιζε το αναδυόμενο Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Στα απομνημονεύματά του ο Λογοθετόπουλος
αξιοποιεί την «απόλυσή» του για να σώσει την υστεροφημία του, υποστηρίζοντας
πως ο πραγματικός λόγος της ήταν οι διαρκείς αντιρρήσεις που έφερνε στους
κατακτητές.
Με την αποχώρηση των δυνάμεων κατοχής το φθινόπωρο του 1944, ο
Λογοθετόπουλος διέφυγε στη Γερμανία και εκεί τελικά παραδόθηκε στον Αμερικανικό Στρατό. Το 1945 καταδικάστηκε
ερήμην από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων σε ισόβια κάθειρξη, για τη
συνεργασία του με το στρατό κατοχής.
Το 1946 μεταφέρθηκε με αμερικανικό μεταγωγικό αεροσκάφος στη
Θεσσαλονίκη και παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές, οι οποίες τον οδήγησαν στη
φυλακή για να εκτίσει την ποινή του. Όμως το
1951 του απονεμήθηκε χάρη και έτσι πέθανε εκτός φυλακής, στιγματισμένος και
περιφρονημένος, δέκα χρόνια αργότερα. Όπως και οι άλλοι δύο κατοχικοί
πρωθυπουργοί, έτσι και ο Λογοθετόπουλος παρουσίασε την απολογία του σε βιβλίο,
με τίτλο Ιδού η αλήθεια (1948).
Πλέον θεωρείται ως μία από τις εξέχουσες μορφές της Ιατρικής
στον ελλαδικό χώρο, ωστόσο η επιστημονική προσφορά του σκιάζεται από την
πολιτική δράση του. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι εκτός από πρωθυπουργός της
δωσιλογικής κυβέρνησης ήταν και ιδεολογικά ναζιστής,
έχοντας αρθρογραφήσει σχετικά σε κατοχικά έντυπα. Κατηγορείται
επίσης ότι δέχθηκε αδιαμαρτύρητα τα σχέδια των κατακτητών για εξολόθρευση των
Ελλήνων Εβραίων, παρά τις εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και άλλων
δημοσίων προσώπων.
Πρωθυπουργία Ιωάννη Δ. Ράλλη : 7 /41943 – 12
/10/ 1944
Ο Ιωάννης Δ.
Ράλλης (Αθήνα, 1878 – Αθήνα, 26 Οκτωβρίου 1946)
ήταν Έλληνας πολιτικός, Μακεδονομάχος, αλλά και συνεργάτης και πρωθυπουργός
της δωσίλογης κυβέρνησης των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων από τις 7 Απριλίου του 1943
μέχρι τις 12 Οκτωβρίου του 1944.
Κατά την περίοδο της
γερμανικής κατοχής, τον Απρίλιο του 1943, ο Ιωάννης Ράλλης ανέλαβε
πρωθυπουργός της διορισμένης κυβέρνησης της ναζιστικής «Ελληνικής Πολιτείας», προκαλώντας — καθώς λέγεται —
ακόμα και την οργή του γιου του, Γεωργίου. Παράλληλα, διατήρησε ο ίδιος τα υπουργεία Γεωργίας, Επισιτισμού και Εθνικής Άμυνας. Ως κατοχικός πρωθυπουργός, ο Ιωάννης Ράλλης οργάνωσε τα Τάγματα Ασφαλείας, για την άμυνα της υπαίθρου και την αντιμετώπιση των ενόπλων
ανταρτών του Εθνικού Απελευθερωτικού
Μετώπου (ΕΑΜ) και των άλλων αντιστασιακών ομάδων. Επίσης
αναδιοργάνωσε την Ειδική Ασφάλεια σε μια υπηρεσία με απεριόριστη εξουσία για την απηνή
δίωξη του κομμουνισμού και των αντιστασιακών οργανώσεων ειδικά στις πόλεις. Ο ίδιος εκτιμούσε ότι
τελικά θα επικρατούσαν οι Σύμμαχοι, αλλά πίστευε πως μόνον με τη δημιουργία των Ταγμάτων
Ασφαλείας και υπό την καθοδήγηση της Βέρμαχτ θα αποτρεπόταν προσωρινά η επικράτηση του κομμουνισμού
στην Ελλάδα.
Με την απελευθέρωση, ο Ιωάννης Ράλλης συνελήφθη
και δικάστηκε για εθνική αναξιότητα (προδοσία) . Στην δίκη
του, (Φεβρουάριος 1945) συνήγοροί του ήταν ο γιος του και μετέπειτα
πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γεώργιος Ράλλης, και ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, πατέρας του μετέπειτα
πολιτικού Ιωάννη Βαρβιτσιώτη. Κατά τη διάρκεια της δίκης,
οι συνήγοροι ισχυρίσθηκαν ότι «ο Ιωάννης Ράλλης προσέφερε τεράστιες
εθνικές υπηρεσίες κατά την κατοχή ενόσω ήταν πρωθυπουργός με το να αποσοβήσει
τον λιμό των Ελλήνων, δίδοντας καθημερινά ένα μισθό, ενώ έσωσε επίσης πολλούς
πατριώτες από το εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών και ακόμη διευκολύνοντας τη
διαφυγή πολλών πολιτικών και σημαινόντων πολιτών στη Μέση Ανατολή». Ωστόσο, το προεδρείο δεν
πείστηκε και τελικά, ο Ιωάννης Ράλλης καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά.
Πέθανε
από καρκίνο του πνεύμονα, στη φυλακή, στις 26 Οκτωβρίου του 1946. Έναν χρόνο μετά, ο
γιος του εξέδωσε ένα βιβλίο απολογητικό για τις επιλογές του πατέρα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου