Ο βομβαρδισμός της Γκουέρνικα (26 Απριλίου 1937)
Παγωμένοι οι νεκροί μας στο σπανιόλικο χώμα κοιμούνται
Χιόνι χτυπά μανιασμένα μέσα απ’ των λιόδεντρων τις ρίζες
Κομμάτι απ’ το χώμα αυτό είναι τώρα οι νεκροί μας
Μες της Ισπανίας το αθάνατο χώμα
Μα τον χειμώνα μονάχα ο θάνατος θα τους σκεπάζει
Σαν η άνοιξη θα ‘ρθει να δώσει την πνοή της
Οι νεκροί μας με την πνοή τούτη για πάντα θα ζήσουν
Έρνεστ Χεμινγουέη
Ο βομβαρδισμός της Γκερνίκα ή Γκουέρνικα, όπως συνηθέστερα αποκαλείται στη γλώσσα μας, από τα τραγικότερα, αν όχι το τραγικότερο γεγονός του ισπανικού Εμφυλίου, επηρέασε τόσο την έκβαση του Εμφυλίου καθεαυτού, όσο και την εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όντας για τους ναζί η πειραματική δοκιμή των βομβαρδισμών “ευρείας κλίμακας” εναντίον αμάχων.
Το κίνητρό τους αποτυπώνεται με κυνική σαφήνεια στις σημειώσεις του φον Ριχτχόφεν, διοικητή της ναζιστικής λεγεώνας “Κόνδωρ”, μετά την ισοπέδωση της ιστορικής βασκικής πόλης: “όταν καταστρέφονται πόλεις, …. όταν ένας ολόκληρος πληθυσμός αποδεκατίζεται από τις βόμβες και τις φλόγες, είναι αδύνατον ο εχθρός να συνεχίσει τον πόλεμο. Εισακούονται οι κραυγές των αμάχων που εκλιπαρούν για κατάπαυση των εχθροπραξιών”.
Για να γίνει ωστόσο κατανοητή η επιλογή της χωρίς προηγούμενο αγριότητας, ακραίας ακόμα και για τους ναζί – στη φάση εκείνη τουλάχιστον, πρέπει να γίνει κατ’ αρχήν αντιληπτό το ουσιαστικό διακύβευμα, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται στην επικράτηση ή μη των δυνάμεων του Λαϊκού Μετώπου, αλλά αφορά κυρίως το ενδεχόμενο να πιστωθεί μια νίκη πολλαπλών όψεων κι ανυπολόγιστης εμβέλειας στο κομμουνιστικό στρατόπεδο: στην Κομιντέρν, που έχει την ευθύνη για τη δημιουργία και οργάνωση των Διεθνών Ταξιαρχιών, και κυρίως στη ραγδαία αναπτυσσόμενη Σοβιετική Ένωση, που έχει πείσει για την ανάγκη συγκρότησης λαϊκών μετώπων πανευρωπαϊκά, κι αυξάνει διαρκώς την ισχύ και την επιρροή της σε παγκόσμια κλίμακα, έχοντας παράλληλα ταχθεί ολόπλευρα στο πλευρό των δημοκρατικών, με συντεταγμένες στρατιωτικές δυνάμεις και πάνω απ’ όλα, με τους ανθρώπους της.
Ο γενικότερος αντίκτυπος της κομμουνιστικής σκέψης και δράσης αποτυπώνεται πολύ χαρακτηριστικά στον εντυπωσιακό πολλαπλασιασμό των δυνάμεων του Ι.Κ.Κ.: από 38.000 μέλη στην έναρξη του Εμφυλίου, φτάνει τις 300.000 σε διάστημα ενός μόλις χρόνου.
Προκειμένου ν’ αναχαιτιστεί λοιπόν η “επέλαση των Κόκκινων”, το δυτικό στρατόπεδο δεν διστάζει να ομονοήσει σε μια στάση ανοχής προς τον Φράνκο, που υποστηρίζεται παντοιοτρόπως και πρωτίστως στρατιωτικά από τους Ιταλούς φασίστες και τους ναζί, κι υπονόμευσης της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου με την πολιτική της δήθεν “μη επέμβασης”, υποδαυλίζοντας υπογείως την ευθεία αντιπαράθεση των φασιστών προς τις κομμουνιστικές δυνάμεις και τη Σ.Ε.
Κι ενώ καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από το ξέσπασμα του φασιστικού πραξικοπήματος στο ισπανικό Μαρόκο (17 Ιουλίου 1936) ως το χειμώνα του ’37, οι φασίστες – παρά την γενναία αντίσταση των δημοκρατικών – προελαύνουν αργά αλλά σταθερά προς το Βορρά, έχοντας καταλάβει τη Μαγιόρκα, το Ιρούν, το Σαν Σεμπαστιάν και την στρατηγικής σημασίας Μάλαγα, η αποτελεσματική αντίσταση της Μαδρίτης στην πολύμηνη πολιορκία, αλλά και η επικράτηση των δημοκρατικών στη μάχη του Χάραμα το Φεβρουάριο, όπου η σοβιετική ταξιαρχία αρμάτων μάχης εξαναγκάζει την ταξιαρχία του Μπαρόν σε υποχώρηση, όπως και η αποτελεσματική απώθηση των ιταλικών στρατευμάτων στη Γκουανταλαχάρα το Μάρτιο, δίνουν αέρα στα πανιά των Δημοκρατικών, αλλάζοντας αποφασιστικά το κλίμα. Στην εκπνοή ωστόσο του μήνα οι φασίστες οργανώνουν επίθεση στο Βορρά, πειθόμενοι από τους ναζί να εγκαταλείψουν προσωρινά τις ούτως ή άλλως αποτυχημένες προσπάθειες κατάληψης της Μαδρίτης και να εκμεταλλευτούν την αεροπορική υπεροχή τους: ο βομβαρδισμός της Γκουέρνικα είναι προ των πυλών.
Οι Βάσκοι, που στηρίζουν τους Δημοκρατικούς, έχουν από τον Οκτώβριο του ’36 κατοχυρώσει την αυτονομία τους, κι ο Αγκίρε, ο 32χρονος ηγέτης του Εθνικιστικού Κόμματος, έχει ορκιστεί στη γλώσσα του κάτω από την ιερή βελανιδιά της Γκουέρνικα. Η πτέρυγα μάχης των καταδιωκτικών της λεγεώνας “Κόνδωρ”, είναι συγκεντρωμένη στη Βιτόρια κι οι μοίρες των βομβαρδιστικών στο Μπούργος, που βρίσκεται υπό την κατοχή των φασιστών. Ο Μόλα απευθύνει τελεσίγραφο με το οποίο απαιτεί άμεση παράδοση, και στις 31 Μαρτίου, ξεκινάει η επίθεση. Οι φασίστες κινούνται βορειοδυτικά, με πρόθεση την κατάληψη τριών βασκικών βουνών• καταφέρνουν να καταλάβουν τα δύο, στο τρίτο οι Βάσκοι αντιστέκονται αποτελεσματικά. Το βρετανικό βασιλικό ναυτικό εκφράζει την ανεπιφύλακτη υποστήριξή του στη φρανκική πλευρά, κι ως τις 20 Απριλίου, οι φασίστες επικρατούν στα σημεία.
Το απόγευμα της 23ης Απριλίου, ο Ριχτχόφεν, απογοητευμένος από την αργή προέλαση των εθνικιστικών στρατευμάτων, αποσύρει προσωρινά τη λεγεώνα “Kόνδωρ”.
Την 25η Απριλίου, σημαντικό μέρος των δημοκρατικών μαχητών οπισθοχωρούν στη Γκουέρνικα, δέκα περίπου χιλιόμετρα πίσω από τις γραμμές. Την επόμενη ακριβώς μέρα, η καμπάνα της κεντρικής εκκλησίας στη Γκουέρνικα προειδοποιεί γι αεροπορική επιδρομή. Είναι μέρα λαϊκής αγοράς, κι αρκετοί αγρότες βρίσκονται στην πόλη με τα πρόβατα και τις αγελάδες τους. Με το που γίνεται αντιληπτή η επίθεση, μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού και σκόρπιοι πρόσφυγες καταφεύγουν στα υπόγεια που έχουν ρόλο καταφυγίων. Ένα βομβαρδιστικό Heinkel 111 της πειραματικής μοίρας της λεγεώνας “Κόνδωρ”, πετάει πάνω απ’ την πόλη, αδειάζει το φορτίο του στο κέντρο και χάνεται.
Πλήθος ανθρώπων βγαίνει από τα καταφύγια και κάμποσοι σπεύδουν να βοηθήσουν τους τραυματίες. Ένα τέταρτο αργότερα, ολόκληρη η μοίρα πετάει πάνω απ’ την πόλη ρίχνοντας βόμβες διαφόρων μεγεθών. Ακολουθούν βαρύτερες βόμβες• τα καταφύγια δεν αντέχουν. Οι άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι στα χωράφια και τα καταδιωκτικά τους κυνηγούν, ρίχνοντας χειροβομβίδες και πολυβολώντας αδιακρίτως άντρες, γυναίκες, παιδιά, καλόγριες του νοσοκομείου, οικόσιτα ζώα.
Στις 17.15, εφορμούν τα ‘βαριά’ Junkers 52. Τρεις μοίρες βομβαρδίζουν επί δυόμισι ώρες την πόλη ανά 20λεπτα διαστήματα. (Οι κυλιόμενοι βομβαρδισμοί επινοήθηκαν από τη λεγεώνα “Κόνδωρ” στη διάρκεια των επιδρομών εναντίον των δημοκρατικών στο Οβιέδο). Οι εμπρηστικές βόμβες πέφτουν από τα Junkers και διασκορπίζονται σαν μεταλλικός χαρτοπόλεμος μέσα από σωλήνες αλουμινίου.
Οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν το σκηνικό, ήταν ‘κόλαση’ και ‘αποκάλυψη’. Οικογένειες θάφτηκαν στα ερείπια των σπιτιών τους, ή συντρίφτηκαν μέσα στα καταφύγια. Αγελάδες και πρόβατα, λάμποντας από το λευκό του φωσφόρου έτρεχαν ξέφρενα ανάμεσα στα κτίσματα μέχρι που υπέκυπταν.
Η βασκική κυβέρνηση καταμετρά 1654 νεκρούς και 889 τραυματίες – το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού. Η Γκουέρνικα έχει ισοπεδωθεί.
Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Ριχτχόφεν, η επίθεση σχεδιάστηκε από κοινού με τους ισπανούς φασίστες. Ο επιτελάρχης του Μόλα είχε συμφωνήσει τόσο για το στόχο, όσο και για το χρόνο και τον χαρακτήρα της επίθεσης. Η λακωνική εκ των υστέρων καταχώρηση, δεν θα μπορούσε να είναι πιο περιεκτική: “H K/88 (η δύναμη των βομβαρδιστικών της λεγεώνας) είχε ως στόχο την Γκουέρνικα, προκειμένου να ανακόψει και να αποδιοργανώσει τη σύμπτυξη των Κόκκινων, η οποία θα έπρεπε να περάσει από εκεί”. Την επόμενη μέρα σημειώνει μόνο: “η Γκουέρνικα καίγεται”. Και στις 28 Απριλίου: “η Γκουέρνικα πρέπει να καταστραφεί ολοσχερώς”.
Η ‘έκθεση μάχης’ της λεγεώνας για τη συγκεκριμένη μέρα χάθηκε. Σε κάθε περίπτωση αν μεταξύ των στόχων επιδρομής ήταν ο αποκλεισμός των διόδων, όλα τα υπόλοιπα υποδεικνύουν ένα πείραμα για την αποτελεσματικότητα της από αέρα τρομοκρατίας, και την αποφασιστική τροπή του πολέμου υπέρ των φασιστών. Ο Ριχτχόφεν, που έχει την ευθύνη των επιχειρήσεων της Λουφτβάφε και είναι ξάδερφος του διαβόητου Κόκκινου Βαρώνου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (με 80 καταρρίψεις αεροπλάνων της Αντάντ στο ενεργητικό του, πριν καταρριφθεί κι ο ίδιος στην Αμιένη τον Απρίλιο του 1918), μένει στην ιστορία ως ο καταστροφέας όχι μόνο της Γκουέρνικα, αλλά και του επίσης ισπανικού Ντουράνγκο, κι αργότερα, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Ρότερνταμ, του Βελιγραδίου, αλλά και των δικών μας Χανίων και του Ηρακλείου, όπως και πολλών σοβιετικών πόλεων.
“Όχι, η ζωγραφική δεν είναι για να διακοσμεί διαμερίσματα. Είναι εργαλείο πολέμου”.
Pablo Picasso
Λίγες μόνο βδομάδες μετά τον βομβαρδισμό της βασκικής πόλης, ο Πάμπλο Πικάσο, που έχει καταφύγει από το ’34 στη Γαλλία σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις συνθήκες καταστολής στο γενέθλιο τόπο του, κι έχει από τις 22 Σεπτεμβρίου του ’36 οριστεί από τη δημοκρατική κυβέρνηση διευθυντής του Μουσείου του Πράδο, ανταποκρίνεται στο αίτημά της να φιλοξενήσει το ισπανικό περίπτερο στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού, ένα έργο που ν’ αποτυπώνει τις θηριωδίες των φασιστών. Ο ζωγράφος, που έχει εκτενώς πληροφορηθεί τα της καταστροφής της βασκικής πόλης, εξεγερμένος από την αγριότητα και σίγουρος για το θέμα του, δουλεύει εντατικά, ολοκληρώνοντας μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τη “Γκερνίκα”.
Οικουμενικό ένθεν σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα και διαχρονικό τεκμήριο της φρίκης του πολέμου, η “Γκερνίκα” ή “Γκουέρνικα” του Πάμπλο Πικάσο θα περάσει μεταξύ άλλων στην ιστορία ως η απόλυτη αντιστοίχιση “καλλιτεχνικού σημαίνοντος και ιστορικού σημαινόμενου”.
Ως κεντρικές μορφές στο έργο διακρίνονται ένας ταύρος κι ένα διαμελισμένο άλογο• διαμελισμένα ζώα εντοπίζονταν για μέρες στα ερείπια της βασκικής πόλης. Διακρίνονται ακόμα τέσσερις γυναίκες που ουρλιάζουν κρατώντας νεκρά μωρά, και διάσπαρτα ανθρώπινα μέλη. Το χρώμα απουσιάζει εντελώς• ο Πικάσο έχει αρκεστεί στο μαύρο και σε αποχρώσεις του γκρι. Είναι ίσως η μοναδική φορά που ο ισπανός ζωγράφος μπαίνει στον κόπο της αποκρυπτογράφησης των συμβολικών μορφών που απεικονίζονται στον πίνακα: “Το έργο μου δεν είναι συμβολικό, μόνο η Γκουέρνικα είναι. Όμως στην περίπτωση μιας τοιχογραφίας αυτό λέγεται αλληγορία. Για τούτο το λόγο χρησιμοποίησα το άλογο, τον ταύρο κ.λπ. Η τοιχογραφία έγινε για την οριστική έκφραση και τη λύση ενός προβλήματος, γι αυτό χρησιμοποίησα σύμβολα. … Ναι, ο ταύρος αντιπροσωπεύει την αγριότητα και το σκοταδισμό, και το άλογο το λαό. … Στην Γκουέρνικα εκφράζω καθαρά το μίσος μου για τη στρατιωτική κάστα που έχει βυθίσει την Ισπανία σ’ έναν ωκεανό θλίψης και θανάτου. … Ο ισπανικός πόλεμος είναι ο αγώνας των αντιδραστικών ενάντια στο λαό, ενάντια στην ελευθερία. Όλη η ζωή που έζησα σαν καλλιτέχνης, δεν ήταν παρά ένας αδιάκοπος αγώνας ενάντια στην αντίδραση και ενάντια στο θάνατο της τέχνης … Ενώ τα αεροπλάνα των στασιαστών ρίχνουν εμπρηστικές βόμβες στα μουσεία μας, ο λαός και οι στρατευμένοι, με κίνδυνο της ζωής τους, σώζουν τα έργα τέχνης και τα φυλάνε σε ασφαλή μέρη. … Πάντα πίστευα κι ακόμα πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες, που ζουν και δουλεύουν μέσα στο χώρο των πνευματικών αξιών, δε μπορούν και δεν πρέπει να μείνουν αδιάφοροι μπροστά σε μια σύγκρουση, όπου διακυβεύονται οι πιο υψηλές αξίες της ανθρωπότητας και του πολιτισμού”.
Ο πίνακας παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, εισπράττοντας αρχικά αρνητικές κριτικές. Στην πορεία το έργο αναγνωρίστηκε ως αριστούργημα, περιόδευσε δε με πρωτοβουλία του ζωγράφου σε διάφορες πόλεις της Ισπανίας προς ενίσχυση του αγώνα των δημοκρατικών. Οι περιοδείες σταμάτησαν με την επικράτηση του Φράνκο, και το έργο φυγαδεύτηκε στην Αμερική προκειμένου να αποφευχθεί η καταστροφή του. Ο Πικάσο είχε δηλώσει ότι ο πίνακας δεν θα επέστρεφε στην Ισπανία, προτού αποκατασταθεί πλήρως η δημοκρατία. Η ‘Γκουέρνικα’ επέστρεψε στην Ισπανία το 1981, και σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης ‘Βασίλισσα Σοφία’ στη Μαδρίτη.
Στα 1944 ο Πικάσο προσχωρεί στο γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα:
«Η προσχώρησή μου στο Κομμουνιστικό Κόμμα είναι λογική συνέπεια όλης μου της ζωής, όλου μου του έργου. Γιατί, είμαι περήφανος που το λέω, δεν είδα ποτέ τη ζωγραφική σαν τέχνη για καθαρή ευχαρίστηση, για διασκέδαση. Θέλησα με το σχέδιο και το χρώμα, αυτά ήταν το όπλα μου, να προχωρήσω όλο και πιο βαθειά στη γνώση του κόσμου και των ανθρώπων, γιατί τούτη η γνώση μας ελευθερώνει, κάθε μέρα και περισσότερο. Πάντα προσπάθησα να πω με το δικό μου τρόπο, αυτό που θεωρούσα πιο αληθινό, πιο δίκαιο, πιο υψηλό, που φυσικά ήταν πάντα και το ωραιότερο, όπως ξέρουν καλά οι μεγάλοι καλλιτέχνες. … Τούτα τα χρόνια της τρομερής καταπίεσης μου έδειξαν πως πρέπει ν’ αγωνιστώ, όχι μόνο με την τέχνη μου, αλλά με όλο μου το είναι. … Για τούτο προσχώρησα στο κομμουνιστικό κόμμα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, γιατί μέσα μου ήμουν πάντα μαζί του. …. Μήπως οι κομμουνιστές δεν ήταν αυτοί που έδειξαν το μεγαλύτερο θάρρος, και στη Γαλλία, και στην ΕΣΣΔ, και στην Ισπανία μου; Πώς θα μπορούσα να διστάσω; Να φοβηθώ μήπως δεσμευτώ; Μα εγώ, αντίθετα, ποτέ μου δεν ένιωσα πιο ελεύθερος, πιο ολοκληρωμένος. Κι ύστερα, βιαζόμουν τόσο να ξαναβρώ μια πατρίδα: ήμουν πάντα ένας εξόριστος, τώρα δεν είμαι πια. Την ώρα που περίμενα πως η Ισπανία θα μπορέσει στο τέλος να με δεχτεί, το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα μου άνοιξε την αγκαλιά του, κι εγώ βρήκα εκεί όλους αυτούς που εκτιμώ περισσότερο, τους πιο μεγάλους επιστήμονες, τους πιο μεγάλους ποιητές, και κείνα τα όμορφα πρόσωπα των επαναστατημένων παριζιάνων που αντίκρισα τις βδομάδες του Αυγούστου. Είμαι ξανά κοντά στ’ αδέρφια μου”.
Θέμις Αμάλου
Πηγή: Λαϊκός Δρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου