Χρήστος Κάτσικας
ΤΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ «ΠΡΕΤ-Α-ΠΟΡΤΕ» ΤΟΥ ΥΠΑΙΘ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΘΕΝ «ΝΕΟ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΜΕΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»
Κυριάκος Μητσοτάκης: «Κάνουμε πράξη το όνειρο» – Ρωτάμε: Για ποιους;
Σύμφωνα με όσα είπε η υπουργός Παιδείας την Δευτέρα 28 Ιουνίου, στο 1ο ΓΕΛ Αγ. Δημητρίου (Στρογγυλό), στην σκηνοθετημένη εκδήλωση με θέμα «Κάνουμε Πράξη το Όνειρο» όπου παρουσιάστηκε το «Νέο Αναβαθμισμένο Σχολείο» με την παρουσία του Πρωθυπουργού, οι βασικοί άξονες των αλλαγών που θα συναντήσουν εκπαιδευτικοί και μαθητές σταδιακά από τη σχολική χρονιά 2021/22 είναι η αυτονομία του σχολείου, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, τα εργαστήρια δεξιοτήτων και οι εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές καθώς «δεν μπορούν και δεν πρέπει να πάνε όλοι κατ’ ανάγκη στο πανεπιστήμιο». Μιλάμε για το ιδεολογικό «πρετ-α-πορτέ» της κυβέρνησης και του ΥΠΑΙΘ.
Τρεις εισαγωγικές παρατηρήσεις
1. Η πανδημία αποδείχθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την νομοθετική «κατοχύρωση» μέτρων σε τέτοιο βαθμό που δεν έχει ξαναγίνει μεταπολιτευτικά! Τέτοιος οργασμός νομοσχεδίων, Εγκυκλίων, Υπουργικών Αποφάσεων στο χώρο της εκπαίδευσης μέσα σε τόσο λίγους μήνες δεν έχει υπάρξει ξανά, μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα για τα τελευταία 30-35 χρόνια τουλάχιστον. Είναι φανερό ότι το ΥΠΑΙΘ και η κυβέρνηση βγάζουν από το συρτάρι τα πιο ανεκπλήρωτα σχέδια του ΟΟΣΑ και του ΣΕΒ, που μέχρι πριν από λίγο καιρό ούτε στα όνειρά τους δεν μπορούσαν να δουν να υλοποιούνται.
2. Το αφήγημα της κυβέρνησης και του Υπουργείου Παιδείας υπόσχεται επιστροφή στην «κανονικότητα» και ένα λαμπρό μέλλον για την ελληνική εκπαίδευση εάν ακολουθηθεί πιστά η φαρμακευτική τους αγωγή. Ποια είναι αυτή; Κοινός τόπος των εκθέσεων της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του εγχώριου ΣΕΒ είναι η απαίτηση για δρομολόγηση της αυτονομίας της σχολικής μονάδας, αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, γενικευμένη αξιολόγηση στην εκπαίδευση, συρρίκνωση του μορφωτικού υπόβαθρου, προσαρμοστικότητα και εκμάθηση «βασικών δεξιοτήτων». Ο ΟΟΣΑ είναι σαφής: «Δεν θα έχουν όλοι την τύχη να ακολουθήσουν μια καριέρα στον δυναμικό τομέα της ‘νέας οικονομίας’. Επομένως τα σχολικά προγράμματα σπουδών δεν γίνεται να είναι σχεδιασμένα σαν να πρόκειται όλοι να φτάσουν τόσο μακριά».
3. Η αδυναμία να κατανοήσουμε τις θεμελιώδεις μεταβολές που συντελούνται στην εκπαίδευση αποτελεί ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο. Οι μεταβολές αυτές δεν συνιστούν ένα επιφαινόμενο ή εφήμερο χαρακτηριστικό αλλά μία εκτροπή από το αξιακό και παιδαγωγικό πλαίσιο του δημόσιου σχολείου, όπως τουλάχιστον το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Μιλάμε για μια βίαιη επιχείρηση αναπροσαρμογής της εκπαίδευσης στις ράγες του νέου πολιτικοοικονομικού περιβάλλοντος.
Αλλά ας δούμε συνοπτικά τι σημαίνει το νέο κυβερνητικό σχέδιο για το «αναβαθμισμένο σχολείο»
Αυτονομία – Αξιολόγηση – Δεξιότητες – Εναλλακτικές Διαδρομές: Αόρατες θηλιές σε μαθητές και εκπαιδευτικούς!
Η αυτονομία είναι η «μηχανική» της ιδιωτικοποίησης – εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης
1.Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας (που προβάλλεται αρκετά χρόνια τώρα από τη Άννα Διαμαντοπούλου μέχρι και τον λεγόμενο Εθνικό Διάλογο του Αντώνη Λιάκου και από τον Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο μέχρι και τη Νίκη Κεραμέως, είναι ένα «μοντέλο» που δίνει έμφαση στην υιοθέτηση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας, στην διαφοροποίηση του περιεχομένου του σχολείου, στη μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το ψωμί τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς, από κάποιους χορηγούς ή από εμπορική εκμετάλλευση των δομών της σχολικής μονάδας σε τρίτους), στη λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), και στην ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο. Ακόμη και η θέσπιση του λεγόμενου πολλαπλού βιβλίου» για τα Δημοτικά και τα Γυμνάσια σε πρώτη φάση, χτυπάει τον ενιαίο χαρακτήρα των αναλυτικών προγραμμάτων και της διδασκαλίας ενώ την ίδια ώρα έρχεται να ανοίξει πεδίο μεγάλων κερδών για τους εκδοτικούς οίκους.
Παράλληλα, η ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, στους εκπαιδευόμενους, στους γονείς, στην «τοπική κοινωνία» και στους «παραγωγικούς φορείς» είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτάται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους. Η παιδαγωγική και η διδακτική οδηγούνται στο να υποταχθούν σε μια νέα αντίληψη, που έχει σχέση περισσότερο με την επιχειρηματική λογική, αφού το σχολείο θα λειτουργεί με κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και πρέπει να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ’ αυτήν την προοπτική. Στο όνομα του «αποτελεσματικού σχολείου» και του ανταγωνισμού με βάση τα κριτήρια της αγοράς, είναι ορατός ο κίνδυνος δημιουργίας σχολείων πολλών και διαφορετικών ταχυτήτων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία γκρίζων μορφωτικών ζωνών στις ήδη γκρίζες κοινωνικές περιοχές. Εξάλλου στις ράγες της κυβερνητικής πολιτικής που βασίζεται στην ιδιωτικοποίηση και στην κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών «τσουλάει» η ίδρυση προτύπων σχολείων που αποτελεί μία εκ των προτέρων κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων.
Η αξιολόγηση δεν είναι γραβάτα, είναι θηλιά
2. Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο αφενός για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και αφετέρου για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Είναι φανερό ότι η αυτοαξιολόγηση – αξιολόγηση θα συνδέει την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών με τις κοινωνικά προσδιορισμένες επιδόσεις των μαθητών τους, με στοιχεία μάλιστα που θα έχουν αναγωγή σε επίπεδο χώρας, ώστε να συγκρίνονται σε νεοφιλελεύθερα και αμφιλεγόμενα διεθνή project αξιολόγησης των εκπαιδευτικών συστημάτων (PISA).
Οι διαφορετικές επιδόσεις των σχολείων στη βάση μετρήσιμων δεικτών, θα συμβάλουν τάχιστα στην κατηγοριοποίησή τους, τη διαφοροποιημένη χρηματοδότησή τους, αλλά και στο κλείσιμο πολλών εξ αυτών. Η σχεδιαζόμενη «άρση των γεωγραφικών ορίων» και η «ελεύθερη επιλογή σχολείου», δημόσιου και ιδιωτικού, που εισάγεται ως «οδηγία» στα επίσημα κείμενα, θέλει να σπρώξει τα δημόσια σχολεία σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό προς «άγραν πελατών», από την οποία θα συναρτούν τη χρηματοδότηση και τη συνέχιση της λειτουργίας τους.
Από αυτή την ιστορία όμως, ο μεγάλος χαμένος θα είναι το δημόσιο σχολείο συνολικά, γιατί θα κλείνουν η μια μετά την άλλη οι σχολικές μονάδες και τα χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού θα πηγαίνουν στους εμπόρους της γνώσης και στα ιδιωτικά συμφέροντα, ως ανταλλάξιμα κουπόνια-vouchers για την αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Το μοντέλο της αξιολόγησης είναι δεμένο με ένα νήμα με τη λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας και την αποκέντρωση και οδηγεί με μεγάλη ένταση στα σχολεία πολλών ταχυτήτων, στην ταξική διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου όπου εργαλειοποιείται ότι είναι μετρήσιμο, στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, στην ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, η χημεία των οποίων αποδομεί τον δημόσιο χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Το σχολείο των δεξιοτήτων υποτιμά την ουσία της μόρφωσης
3. Η όλη επιχείρηση του ΥΠΑΙΘ στο περιεχόμενο του σχολείου αφορά στον εξοβελισμό της στέρεης και ολοκληρωμένης γνώσης, στην αντικατάστασή της με εφήμερες δεξιότητες και στο άνοιγμα του δρόμου για άμεση πρόσβαση των επιχειρήσεων στο σχολείο. Είναι χαρακτηριστικό ότι εμπλέκει μέσω πρόσκλησης του ΙΕΠ μια σειρά κρατικούς και μη κρατικούς, ιδιωτικούς φορείς, από την ελληνική αστυνομία έως ΜΚΟ, την περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση και αθλητικές ομάδες, στο στρατηγικό πεδίο της παραγωγής εκπαιδευτικού υλικού.
Οι «ήπιες δεξιότητες», οι «χρήσιμες δεξιότητες», οι «νέες εκπαιδευτικές θεματικές» και τα «εργαστήρια δεξιοτήτων», που κλίνει σε όλες τις πτώσεις η υπουργός Παιδείας, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν συγκεκριμένη πολιτική ιδιοκτησία και καινοτομία της νέας ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, αλλά συνέχεια, με διαφορετικό, ενδεχομένως, πολιτικό μείγμα, όλων των ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας από το 2010 και μετά, καθώς απλά αναπαράγουν την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ (οι δεξιότητες αυτές περιγράφονται εδώ και χρόνια στις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ, καθώς με βάση αυτές χτίστηκε ο διαγωνισμός PISA, με τη γνωστή αξιοποίηση των αποτελεσμάτων του) και το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα στην προοπτική ανάπτυξης μιας ευέλικτης εργατικής δύναμης σε συνθήκες καθολικής εργασιακής ανασφάλειας. Στα πλαίσια αυτά καθόλου τυχαία δεν είναι και η αναφορά του ΥΠΑΙΘ σε Ελληνική PISA, δηλαδή, αποτίμηση αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος σε μαθητές Στ’ Δημοτικού και Γ’ Γυμνασίου.
Οι «ήπιες δεξιότητες», ο εθελοντισμός και η επιχειρηματικότητα, η προσαρμοστικότητα και η ανθεκτικότητα, η ρομποτική και η παραγωγικότητα, που εντάσσονται στους θεματικούς κύκλους των «εργαστηρίων δεξιοτήτων», αφενός παρεμβαίνουν στον προσανατολισμό και το μορφωτικό περιεχόμενο του σχολείου, αφετέρου, υπονομεύουν τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, προωθώντας τον ατομικισμό, τον ανταγωνισμό και την άμεση εμπλοκή –ιδιωτικών συμφερόντων στην εκπαίδευση.
Το ζήτημα των δεξιοτήτων είναι εξαιρετικής σημασίας, γιατί σχετίζεται άμεσα με το τι και το πώς μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, τι άνθρωπο, τι εργαζόμενο πρέπει να βγάλει το σχολείο, ώστε να είναι φτηνός, πειθαρχημένος, αποδοτικός και εκμεταλλεύσιμος. Ο δικός μας ΣΕΒ, που εξειδικεύει την παραπάνω «γραμμή», απαιτεί «επένδυση σε περισσότερες, καλύτερες και σύγχρονες δεξιότητες, οι οποίες είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων».
Ουσιαστικά ΣΕΒ – ΥΠΑΙΘ – ΙΕΠ – ΑΔΙΠΠΔΕ, με βάση τις προτάσεις του ΟΟΣΑ, επιχειρούν να ολοκληρώσουν τον καμβά ενός φτηνού σχολείου, προσανατολισμένου στην αγορά και τις δεξιότητες, τεχνοκρατικού, απογυμνωμένου από κάθε ευρύτερο μορφωτικό ρόλο.
Οι «εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές» : Με άλλα λόγια να τελειώνουμε με τους αδύναμους!
4.Οι «εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές» είναι ο τέταρτος άξονας του σχεδίου που παρουσιάστηκε, που εξυπηρετεί τον πάγιο – εδώ και 18 χρόνια – στόχο της ΕΕ για στροφή προς την κατάρτιση, σε βάρος της γενικής εκπαίδευσης. H κυνική διαπίστωση του πρωθυπουργού ότι «δεν μπορούν και δεν πρέπει να πάνε όλοι κατ’ ανάγκη στο πανεπιστήμιο», πριμοδοτείται από τη λογική του ταξικού ξεκαθαρίσματος ως ένα είδος ρεκτιφιέ και ουσιαστικά μετατρέπει, ακόμη περισσότερο τους φτωχούς και αδύναμους μαθητές, σε πεδίο βολής. Κυριολεκτικά στοχεύει στη νομιμοποίηση της «έξωσης» χιλιάδων μαθητών οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως «πλεονάζον προσωπικό» σε επιχείρηση που «εξυγιαίνεται».
Το σχέδιο δραστικής μείωσης των εισακτέων στα Πανεπιστήμια συνδέεται σαφώς με την προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού των Γενικών Λυκείων. Η πρώτη μεθόδευση αφορά στη μείωση του αριθμού των εισακτέων με όχημα την ΕΒΕ και παράλληλα τη συρρίκνωση της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη συγχώνευση ή και το κλείσιμο πολλών τμημάτων Πανεπιστημίων.
Στη συνέχεια, το ΥΠΑΙΘ σχεδιάζει να αναστήσει αναμορφωμένο, το σχέδιο της περιόδου 2013 – 2014 αλλά και τα «Πορίσματα» του λεγόμενου Εθνικού Διαλόγου του Αντώνη Λιάκου της περιόδου 2015 καθώς και όσα σχεδιάστηκαν την περίοδο της υπουργίας Κ. Γαβρόγλου (Συγκυβέρνηση ΝΔ –ΠΑΣΟΚ με υπουργούς Παιδείας τον Κ. Αρβανιτόπουλο και τον Ανδρέα Λοβέρδο και Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ).
Το «παιδαγωγικό ευαγγέλιο» της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας καθορίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να πριμοδοτεί, χωρίς να το δηλώνει, την παλινόρθωση» μιας εξεταστικοκεντρικής οργάνωσης του Λυκείου. Όπως και την περίοδο 2013-2014 η κατεύθυνση είναι η ίδια και οι βασικοί της πυλώνες είναι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Λυκείου οι μαθητές να διαγωνίζονται σε εξετάσεις τύπου πανελλαδικών (δηλαδή με θέματα από την Τράπεζα Θεμάτων) και όποιος καταφέρει και «επιζήσει σχολικά», μετά το τέλος του Λυκείου, να δίνει εξετάσεις πανελλαδικού χαρακτήρα για την εισαγωγή του στην ανώτατη εκπαίδευση.
Με την Τράπεζα Θεμάτων σε όλες τις τάξεις του Λυκείου επιδιώκεται να καλλιεργηθεί η αυταπάτη ότι το σύνολο της διαδικασίας θα είναι απόλυτα αντικειμενικό και αξιοκρατικό, αποκρύπτοντας έντεχνα το γεγονός ότι όσο «αντικειμενικό» κι αν είναι το διαδικαστικό μέρος της διαδικασίας, τα υπόλοιπα στοιχεία που «συναρμολογούν» τη λογική του, και διαμορφώνουν την κρίση για την επιλογή / πρόκριση – απόρριψη του μαθητικού πληθυσμού δεν μπορούν να «απογαλακτιστούν» από τις ανισωτικές λειτουργίες της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Αποκλειστικός ρόλος αυτού του νέου σχολείου γίνεται να χωρίσει με «αντικειμενικό» τρόπο τους «μπροστάρηδες» από τους «ουραγούς», τους ικανούς από τους «ανίκανους» και να εξωθήσει τους δεύτερους σε μια γρήγορη έξοδο από το Λύκειο.
Έτσι οι μη ευνοημένοι μαθητές καλούνται να παίξουν τον ρόλο της Ιφιγένειας για να φυσήξει ούριος άνεμος στον κυρίαρχο στόχο για περικοπές, κατάρτιση αντί για εκπαίδευση και φθηνό εργατικό δυναμικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου