της Συντακτικής Επιτροπής - Από selidodeiktis
Υπάρχουν πολλές καμπές στο εκπαιδευτικό και εργατικό κίνημα που έχουν ονομαστεί «ιστορικές». Απεργίες, συγκρούσεις, νόμοι που αποσύρθηκαν, νόμοι που καταργήθηκαν στην πράξη, υπουργοί που παραιτήθηκαν, σοβαρές κυβερνητικές και πολιτικές κρίσεις.
Υπάρχουν φορές που αυτοί και αυτές που γράφουν αυτήν την ιστορία, όντας πρωταγωνιστές της, την ώρα που δίνουν τη μάχη, δεν το κατανοούν. Μπορεί να γράφεται στο χαρτί ή στο πληκτρολόγιο, όμως, από τη διατύπωση μέχρι τη συνειδητοποίηση υπάρχει δρόμος. Κυρίως ο δρόμος που φλέγεται από την οργή, το πάθος και την αίσθηση του δίκιου του αγώνα.
Η σύγκρουση στην εκπαίδευση αυτήν την περίοδο είναι λοιπόν πράγματι ιστορική. Και αυτό καθορίζεται όχι μόνο από το πλήθος που συμμετέχει αλλά κυρίως από τα επίδικά της.
Η αντιπαράθεση και η σύγκρουση στην εκπαίδευση γίνεται στο έδαφος της οργής απέναντι στην κυβέρνηση από πλατιά στρώματα των εργαζομένων, ανεξάρτητα από το αν αυτή βρίσκει τον δρόμο να εκφραστεί. Η αγανάκτηση για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών, των σεισμών και των πρόσφατων πλημμυρών, η ακρίβεια, η προοπτική ενός παγωμένου χειμώνα με το ρεύμα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να έχουν ακριβύνει επικίνδυνα, η τραγική διαχείριση της πανδημίας, οι πολεμικές φρεγάτες και οι συμφωνίες που δίνουν γη και ύδωρ στις ΗΠΑ αποτελούν εύφλεκτη ύλη. Οι δηλώσεις της κυβέρνησης για «καλές επιδόσεις» της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με τις τραγικές ή ειρωνικές δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών («θα βρέχονταν μόνο τα πόδια τους», «οι πλημμύρες δεν έχουν καμία σχέση με τις πυρκαγιές») μόνο οργή προκαλούν.
Η κυβερνητική πολιτική στην εκπαίδευση δεν είναι «εμμονή» μιας σκληρής υπουργού Παιδείας και μιας βαθιά συντηρητικής κυβέρνησης. Πρώτα απ’ όλα αποτελεί συνέχεια των πολιτικών όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών. Η εξουσία στη συγκεκριμένη φάση «πατάει γκάζι» γιατί νιώθει ότι εξαιτίας όλων των αγώνων των προηγούμενων χρόνων έχει καθυστερήσει στην εφαρμογή των αναδιαρθρώσεων. Είναι ανάγκη του σύγχρονου καπιταλισμού να ξεφορτωθεί μια και καλή ό,τι έχει κατακτήσει το εργατικό και εκπαιδευτικό κίνημα στα πλαίσια του δημόσιου σχολείου διαγράφοντας οριστικά οποιοδήποτε αποτύπωμα αυτών των κατακτήσεων. Είναι η πλήρης και καθολική ανάγκη του καπιταλισμού σήμερα να φτιάξει ένα σχολείο που θα απωλέσει κάθε ικμάδα δημοκρατίας, παιδαγωγικής και συνδικαλιστικής ελευθερίας και χειραφέτησης για όλους, εκπαιδευτικούς και μαθητές.
Η εκπαίδευση αποτελεί κομβικό πεδίο για την υλοποίηση μιας πολιτικής που στοχεύει στη βαθύτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων και της νεολαίας, σε ένα ακόμα σκληρότερο καθεστώς ανελευθερίας και καταστολής. Κυβέρνηση και κεφάλαιο θέλουν να παίξει η εκπαίδευση καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση εκείνου του εργατικού δυναμικού που θα είναι ευέλικτο, αναλώσιμο, μιας χρήσης. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να εμπεδώσουν ότι ο μόνος τρόπος επιβίωσής τους στον άκρατο ανταγωνισμό είναι η αποτελεσματική επιβολή της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής στους μαθητές τους και η συνεχής λογοδοσία τους στην εξουσία. Η δημιουργία ενός πανοπτικού συστήματος συνεχούς ελέγχου και αξιολόγησης δεν είναι απλά μια ιδεολογική εμμονή. Είναι προϋπόθεση για την επίτευξη όλης της αντιεκπαιδευτικής και αντεργατικής πολιτικής στο σύνολό της.
Η σύγκρουση στην εκπαίδευση αφορά όλον τον κόσμο της εργασίας, για δύο λόγους: από τη μια γιατί η εκπαίδευση αγγίζει κάθε οικογένεια, από την άλλη γιατί αποτελεί την πρώτη ουσιαστική εφαρμογή του απεργοκτόνου νόμου Χατζηδάκη. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων μπορεί να επικαλούνται τους «τύπους» του εν λόγω νόμου -ότι δεν υπάρχουν αποφάσεις γενικών συνελεύσεων, διαβουλεύσεις με τον ΟΜΕΔ και προσωπικό ασφαλείας– όμως η κυβέρνηση διακηρύττει ότι η απεργία έχει «πολιτικό χαρακτήρα». Το κράτος πάντα κατανοεί τι είναι αυτό που είναι επικίνδυνο, και για αυτό θέλει να το πνίγει εν τη γενέσει του ή στην εξέλιξή του. Η πολιτικοποίηση της σύγκρουσης εκ των πραγμάτων είναι αναπόφευκτη, βρίσκεται στον πυρήνα, στην ίδια την ουσία της μάχης που δίνουμε αυτή τη στιγμή.
Στο καυτό έδαφος αυτής της αντιπαράθεσης οι παραπάνω διαπιστώσεις γίνονται πιο φανερές. Όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εκπαιδευτικού κόσμου αλλά και των εργαζομένων τις προσεγγίζουν, τις αφουγκράζονται, τις αναγνωρίζουν. Γι’ αυτό στις διαδηλώσεις εκτός από την αξιολόγηση κυριαρχούν τα συνθήματα για την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου συνολικά και το δικαίωμα στην απεργία. Γι’ αυτό η συζήτηση για μια «καλή αξιολόγηση» έχει μπει κυριολεκτικά στο περιθώριο ή είναι ανύπαρκτη. Γι’ αυτό συζητούν με τους γονείς, μοιράζουν γράμματα, αναζητούν συμμαχίες με τους εργαζόμενους. Η μεγάλη πλειοψηφία του εκπαιδευτικού σώματος κατανοεί ότι η αντιπαράθεση ξεπερνά τα στενά όρια των σχολικών τειχών, καταλαβαίνει ότι η σύγκρουση έχει στρατηγικό χαρακτήρα.
Έχουμε φτάσει λοιπόν σε μια κρίσιμη καμπή. Τα συντριπτικά ποσοστά της απεργίας – αποχής και η συγκλονιστική απεργία της 11ης Οκτώβρη δημιούργησαν το έδαφος μιας σκληρής και μετωπικής σύγκρουσης.
Αυτό ακριβώς φοβήθηκαν οι πολιτικές δυνάμεις και οι παρατάξεις που τις εκφράζουν. Οι πρόσκαιρες πλειοψηφίες ή ομοφωνίες στα ΔΣ των Ομοσπονδιών δημιουργήθηκαν κάτω από την πίεση μιας βάσης εκπαιδευτικών που βράζει. Όμως τα στρατηγικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα είναι αυτά που στο τέλος της ημέρας έχουν τον τελικό λόγο. Η άρνηση της πλειοψηφίας της ΔΟΕ (ΔΑΚΕ – ΔΗΣΥ – ΑΕΕΚΕ/ΕΡΑ) να επαναπροκηρύξει την απεργία – αποχή παρά τη δυνατότητα που της έδινε η απόφαση του Εφετείου και η ίδια κατάληξη μετά από το πραξικόπημα του κυβερνητικού συνδικαλισμού με τη συμπόρευση ΔΑΚΕ – ΣΥΝΕΚ στη Γενική Συνέλευση Προέδρων της ΟΛΜΕ (όπου πρόεδροι ψήφισαν αντίθετα από τις αποφάσεις των ΕΛΜΕ τους) αποδεικνύουν για μια ακόμα φορά ότι ο κοινωνικός εταιρισμός και η συναίνεση ως επίσημη γραμμή πια των παρατάξεων του αστισμού βάζουν πλάτη στις επιλογές της εξουσίας. Το έργο το έχουμε δει πολλές φορές και όχι μόνο στην εκπαίδευση, όχι μόνο στη χώρα μας.
Τα πανό των εκπαιδευτικών σωματείων στην απεργία της 11ης Οκτώβρη έγραφαν «Θα νικήσουμε». Μπορούμε; Ή το λέμε γιατί έτσι απλά πρέπει να το πούμε;
Λέμε κατηγορηματικά όχι! Στο σημείο που βρισκόμαστε εκτιμούμε ότι υπάρχει πραγματική δυνατότητα να σπάσει ένας βασικός κρίκος της επίθεσης όπως είναι η αξιολόγηση. Η πεποίθηση αυτή από τη μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών δημιούργησε τις τεράστιες πλειοψηφίες. Μαζί με τη συσσωρευμένη οργή. Μαζί με την αίσθηση ότι η κυβέρνηση δεν είναι παντοδύναμη. Με την ανάγκη να βρούμε πάτημα και ανάσα απέναντι στην αφήγηση που λέει ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική». Πρόκειται για μια ογκούμενη εκπαιδευτική αντίσταση που επέβαλε ομοφωνίες ή πλειοψηφίες αρχικά στα ΔΣ των Ομοσπονδιών και τώρα οφείλει να βρει μορφές για να υπερπηδήσει την ανοικτή υπονόμευση του αγώνα από τον κυβερνητικό συνδικαλισμό ή λογικές διαχείρισης.
Η ριζοσπαστική πτέρυγα του εκπαιδευτικού κινήματος έχει εμπειρία από τον τρόπο με τον οποίο απαντά από τη μια στην ένταση της επίθεσης της κυβέρνησης και από την άλλη στα ξεπουλήματα των ηγεσιών. Εξάλλου, είναι στο DNA της, αφού γεννήθηκε ακριβώς και μέσα από την ανάγκη να αντιπαρατεθεί με αυτές. Η δύναμη του κινήματος είναι οι Γενικές Συνελεύσεις και τα πρωτοβάθμια σωματεία, οι δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικών που προχώρησαν αποφασιστικά παρά και ενάντια στις απειλές, στους εκβιασμούς και στην απεργοσπαστική σε αρκετές περιπτώσεις δράση των κυρίαρχων παρατάξεων στα σωματεία -παρά τις ομόφωνες ή πλειοψηφικές αποφάσεις των Ομοσπονδιών. Η δύναμή μας είναι το σύνολο του εκπαιδευτικού κινήματος, οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές, οι φοιτητές, η στήριξη του εργατικού κινήματος.
Τον τελευταίο λόγο τον έχει το μαχόμενο εκπαιδευτικό κίνημα, όχι τα δικαστήρια και ο κυβερνητικός συνδικαλισμός. Γιατί, όπως λέει και ο ποιητής, «Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άιντε σύμβολο αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς, θα΄ρθει ανάποδα ο ντουνιάς…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου