Της Κατερίνας Καλφοπούλου, Καθηγήτριας Μαθηματικών, Μέλος Δ.Σ. Ε΄ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης.
Ο Εθνικός και Κοινωνικός διάλογος για την Παιδεία έχει μόλις αρχίσει. Βρισκόμαστε στη φάση που διατυπώνονται οι βασικοί άξονες του διαλόγου, διατυπώνονται τα πρώτα ερωτήματα - όπως το τι και το πώς θα συζητήσουμε, το ποιοι και το κατά πόσο θα συμμετάσχουν στη διαδικασία - και παράλληλα στοιχειοθετούνται οι πρώτες προτάσεις που αφορούν τα κεντρικά ζητήματα - όπως τον τρόπο εισαγωγής των μαθητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, τη διαδικασία πρόσληψης των εκπαιδευτικών και άλλα.
Ωστόσο, θεωρώ ότι πρέπει ταυτόχρονα σχεδόν να ξεκινήσει και ένας άλλος προβληματισμός που συνδέεται άμεσα με το γενικό και θεμελιώδες ερώτημα: «τι είδους σχολείο θέλουμε;». Και αυτό επειδή η επιλογή του είδος του σχολείου είναι περίπου ταυτόσημη με το σχεδιασμό των Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών (ΑΠΣ). Η εμπειρία όμως δείχνει ότι η αδράνεια των διδασκόντων και γενικότερα των εμπλεκομένων σε ό,τι σχετίζεται με τα ΑΠΣ, είναι μεγάλη και κατά συνέπεια ο χρόνος που χρειάζεται το σύνολο σχεδόν των εκπαιδευτικών για να προσαρμοστεί - όχι τόσο στη νέα ύλη όσο στη νέα κουλτούρα - είναι πολύς.
Ένας τρόπος για να περιοριστεί η αδράνεια αυτή είναι να συζητηθούν από τώρα διεξοδικά τα μοντέλα γραμματισμού, πάνω στα οποία διαμορφώνονται τα ΑΠΣ. Σε κάποιες ειδικότητες, όπως αυτήν των φιλολόγων οι έννοιες του γραμματισμού και του πολυγραμματισμού είναι οικείες και έχουν ήδη παίξει το ρόλο τους στις μεταρρυθμίσεις, που έγιναν τελευταία. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και στα Μαθηματικά, τα οποία παρόλες τις απανωτές μεταρρυθμίσεις της Μαθηματικής Εκπαίδευσης, από το 1987 μέχρι το 2007 – τρεις στο σύνολο – παραμένουν ερμητικά κλεισμένα στο πλαίσιο του αυτόνομου μοντέλου γραμματισμού και – όπως δείχνουν τα στοιχεία -- οδηγούν τη μεγάλη μάζα των μαθητών σε μαθηματικό αναλφαβητισμό, με ό,τι αυτό στη συνέχεια συνεπάγεται για την κοινωνία.
Οπότε, θα πρέπει μεταξύ των βασικών ερωτημάτων στην έναρξη του Εθνικού διαλόγου να τεθούν και αυτά: Ποιος είναι ο ρόλος που παίζουν τα σχολικά Μαθηματικά σήμερα; Πώς διδάσκονται; Τι εξυπηρετούν; Τι προβλήματα παρουσιάζει ο μαθηματικός φορμαλισμός, που επικρατεί κατά τη διδασκαλία τους σε όλες τις βαθμίδες του σχολείου μας;
Σύμφωνα με τον Allan Bishop ο φορμαλισμός των Μαθηματικών δεν διαφέρει σε τίποτε από την πολιτισμική κυριαρχία. Πράγματι, τα σχολικά Μαθηματικά με τον τρόπο και για το λόγο που διδάσκονται σήμερα (την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση) αποτελούν σε μεγάλο βαθμό εργαλείο δυνάστευσης των περισσότερων μαθητών και κριτήριο απόρριψης των πολλών από τις λεγόμενες σχολές υψηλής ζήτησης, όπως συχνά ακούγεται τελευταία σε Συνέδρια με θέμα τη Μαθηματική Εκπαίδευση. Όμως ακόμη και στα Συνέδρια αυτά η αγωνία και οι προτάσεις περιορίζονται κυρίως στο πώς θα ανακατατάξουμε την ύλη των διδασκόμενων Μαθηματικών και σπανίως θίγονται θέματα μοντέλων γραμματισμού.
Το αυτόνομο μοντέλο γραμματισμού, δηλαδή η εκμάθηση δεξιοτήτων κωδικοποίησης και αποκωδικοποίησης, ως διακριτές και μετρήσιμες ικανότητες ανεξάρτητες από το κοινωνικό πλαίσιο, είναι το κυρίαρχο μοντέλο, εντός του οποίου πραγματώνεται η μαθηματική εκπαίδευση. Είναι δηλαδή ό,τι εφαρμόζουμε στο σχολείο μας, ακολουθώντας τις οδηγίες διδασκαλίας.
Ζητάμε από τους μαθητές μας να λύσουν πολυωνυμικές εξισώσεις δεύτερου, τρίτου και ανώτερου βαθμού και διδάσκουμε σχήμα Horner και άλλους τέτοιους κωδικοποιημένους αλγόριθμους, χωρίς να τους διασυνδέουμε ούτε με προβλήματα από τη Φυσική και την καθημερινή ζωή, αλλά ούτε και με τον μεταφορικό λόγο, τη γλώσσα και τη συλλογιστική διαδικασία, γενικότερα.
Θεωρούμε ακόμη και σήμερα, όπως στις δεκαετίες του 60 και του 70, ότι ο καθένας μπορεί στα Μαθηματικά να διδαχτεί και να μάθει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ένα σύστημα γνώσεων ουδέτερο και ανεξάρτητο του κοινωνικού πλαισίου; Αν όχι, τότε γιατί υποβιβάζουμε τον μεγαλύτερο όγκο της συζήτησης – στα Μαθηματικά Συνέδρια τουλάχιστον – σε τεχνικής φύσεως θέματα, όπως τα εγχειρίδια, οι εξετάσεις και άλλα;
Με την ευκαιρία που μας δίνεται μέσα από τον Εθνικό διάλογο για την Παιδεία, ως εμπλεκόμενοι με όποιον τρόπο με τη Μαθηματική Εκπαίδευση, θα πρέπει να εξετάσουμε και να αναθεωρήσουμε το αυτόνομο μοντέλο μαθηματικού γραμματισμού, που εφαρμόζεται σήμερα, για να απεμπλακούμε από τα κατά τον Allan Bishop κυρίαρχα «δυτικά Μαθηματικά», τα οποία είναι εργαλείο δυνάστευσης των λαών και τα οποία, σύμφωνα με τη δική μας σχολική πραγματικότητα, οδηγούν το μεγαλύτερο μέρος των μαθητών σε μαθηματικό αναλφαβητισμό.
Στον αντίποδα του αυτόνομου μοντέλου ορθώνεται το ιδεολογικό μοντέλο γραμματισμού, στο οποίο, σύμφωνα με τον Brian Street, τα πολιτισμικά συμφραζόμενα είναι αυτά που διαμορφώνουν τις πρακτικές του γραμματισμού. Αν η Μαθηματική Εκπαίδευση ενστερνιστεί τη φιλοσοφία και τις αξίες του ιδεολογικού μοντέλου, θα πάψει πιθανότατα να δυναστεύει την πλειοψηφία των μαθητών και να παράγει μαθηματικά αναλφάβητους νέους πολίτες.
Κατά συνέπεια μέσω αυτού του μοντέλου, το οποίο οφείλει να μελετήσει με την ευκαιρία της επικείμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η μαθηματική κοινότητα μπορεί να αντιμετωπίσει τον μαθηματικό αναλφαβητισμό, η υπέρβαση του οποίου, αναμφιβόλως, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ για την αντιμετώπιση της οικονομικής και της ανθρωπιστικής κρίσης που βιώνουμε σήμερα.
Πηγή: stokokkino.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου