Ηλίας Ιωακείμογλου
Ο κρατικός προϋπολογισμός για το έτος 2018 βασίζεται σε κρίσιμες προβλέψεις σχετικά με την μεγέθυνση του ΑΕΠ, την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου: για το μεν ΑΕΠ προβλέπει αύξηση 2,4%, για τις δε επενδύσεις αύξηση 12,6%. Οι προβλέψεις αυτές περιέχουν μεγάλες αβεβαιότητες που ανάγονται είτε στον ίδιο τον χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής που έχει υφεσιακές επιπτώσεις είτε σε αστάθμητους εξωτερικούς παράγοντες.
Είναι χαρακτηριστικό, από την άποψη αυτή, ότι ο προϋπολογισμός για το 2017 προέβλεπε αύξηση του ΑΕΠ 2,7%, έναντι πραγματοποίησης 1,6% και αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 9,1% έναντι πραγματοποίησης 4,3% (όσο για το 2016, «αποτέλεσε χρονιά ορόσημο για την ελληνική οικονομία καθώς σηματοδότησε την επιστροφή στην ανάπτυξη», εκτιμούσε ο Προϋπολογισμός για το 2017 αλλά τελικά το 2016 ήταν μια χρονιά στασιμότητας αφού το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,2%). Ομοίως, η προβλεπό- μενη αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4% για το 2018 είναι επισφαλής επειδή προκύπτει κατά τα 2/3 από την μεγέθυνση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, ένα μέγεθος το οποίο συστηματικά οι προϋπολογισμοί, επί σειρά ετών, αδυνατούν να προβλέψουν ικανοποιητικά. Για ένα ακόμη έτος, ο κρατικός προϋπολογισμός θα έχει υφεσιακά αποτελέσματα καθώς οι πρωτογενείς δαπάνες του δημοσίου θα παραμείνουν πρακτικά αμετάβλητες ενώ οι άμεσοι και οι έμμεσοι φόροι θα αυξηθούν κατά 478 και 473 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα. Θα αφαιρε- θούν, έτσι, για μια ακόμη φορά, πόροι από το εισοδηματικό κύκλωμα με αντίστοιχες αρνητικές επιπτώσεις στην εγχώρια ζήτηση που απευθύνεται στην οικονομία.
Πρόκειται για αρνητικές επιπτώσεις που μειώνουν το ΑΕΠ και συσσωρεύονται επί σειρά ετών. Τις επιπτώσεις αυτές περιγράφουμε παρακάτω συσχετίζοντας την δημοσιονομική προσπάθεια της τελευταίας δεκαετίας με το ΑΕΠ και το δυνητικό ΑΕΠ (δηλαδή το μέγιστο προϊόν που μπορεί να παραχθεί από την χώρα χωρίς να εμφανιστούν σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες, όπως διαδοχικές αυξήσεις του πληθωρισμού, μεγάλα ελλείμματα στο εξωτερικό εμπόριο κ.ά.). Η δημοσιονομική προσπάθεια από το 1995 έως το 2018, η οποία φαίνεται στο διάγραμμα 1 μαζί με το πρωτογενές ισοζύγιο εσόδων και δαπανών του
δημοσίου1, είχε ως σημείο εκκίνησης το έτος 2009 και επομένως διαρκεί επί μία δεκαετία. Ανέρχεται σήμερα σε 12 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, οι οποίες αφαιρέθηκαν από το εισοδηματικό κύκλωμα με τις γνωστές καταστροφικές επιπτώσεις. Η δημοσιονομική προσπάθεια κορυφώθηκε κατά το 2016 και παρουσιάζει πολύ μικρή κάμψη κατά το 2017-2018 διατηρώντας έτσι την οικονομία σε καθεστώς στέρησης από πόρους που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση στο ΑΕΠ. Συντηρείται έτσι η δημοσιονομική εμπλοκή που αναπαράγεται από τον φαύλο κύκλο δημοσιονομικής λιτότητας - ύφεσης -νέου δανεισμού - δημοσιονομικής λιτότητας.
Το υφεσιακό αποτέλεσμα αυτού το φαύλου κύκλου φαίνεται στο διάγραμμα 2: Ενώ κατά τα έτη 2005-2009, όταν η δημοσιονομική προσπάθεια ήταν επεκτατική, το ΑΕΠ βρισκόταν στην περιοχή των 225-250 δισεκατομμυρίων ευρώ, με την ένταση της δημοσιονομικής προσπάθειας που ακολούθησε από το 2010, το ΑΕΠ μειώθηκε δραματικά και βρίσκεται επί οκτώ συναπτά έτη στην περιοχή των 175-200 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Μεθοδολογικό ένθετο 1 Η έννοια της δημοσιονομικής προσπάθειας
Η πίεση που δέχονται η οικονομία και η κοινωνία σε ένα συγκεκριμένο έτος από την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, δεν έχει ως μέτρο την δημοσιονομική προσπάθεια του ιδίου έτους, αλλά σωρευτικά την προσπάθεια από την αρχή του προγράμματος προσαρμογής έως το συγκεκριμένο έτος. Για τον λόγο αυτό, χρησιμοποιούμε ως μέτρο της δημοσιονομικής προσπάθειας (επομένως της δημοσιονομικής προσαρμογής) τη σώρευση των μεταβολών του δημοσιονομικού ισοζυγίου (πλεόνασμα ή έλλειμμα) ως ποσοστό του δυνητικού ΑΕΠ μετά από διόρθωση για τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου. Το μέγεθος αυτό, το υπολογίζουμε με βάση τα στοιχεία της βάσης δεδομένων Αmeco, και εκφράζει την πίεση που ασκείται από την δημοσιονομική προσαρμογή επί της οικονομίας και της κοινωνίας (στην περίπτωση που αναλύουμε, για τα έτη 20102018). Στο εξής θα αποκαλούμε το μέγεθος αυτό δημοσιονομική προσπάθεια. Η χρήση των σωρευτικών αντί των ετήσιων μεταβολών του διαρθρωτικού ελλείμματος δικαιολογείται από το γεγονός ότι το ύψος μιας κοινωνικής δαπάνης (π.χ. για την υγεία) κατά ένα ορισμένο έτος, δεν εξαρτάται μόνο από την δημοσιονομική προσπάθεια του έτους αυτού αλλά από την δημοσιονομική προσπάθεια του συνόλου της περιόδου προσαρμογής της οικονομίας (π.χ. το ύψος των δαπανών για υπηρεσίες υγείας κατά το 2018 δεν είναι το αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής του 2018 μόνον, αλλά της συνολικής προσαρμογής των ετών 2010-2018). Με άλλα λόγια, τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής προσπάθειας ενός έτους δεν επιβαρύνουν αποκλειστικά το εν λόγω έτος, αλλά και τα επόμενα έτη.
Το πρωτογενές ισοζύγιο δεν περιλαμβάνει τους τόκους που καταβάλλει το δημόσιο |
Οι κοινωνικές επιπτώσεις του προϋπολογισμού 2018
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου