Κώστας Γαβρόγλου
1. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών έχει τη βεβαιότητα ότι το «αύριο» δεν θα μοιάζει καθόλου με το σήμερα. Η βεβαιότητα αυτή προκύπτει από τα δεδομένα τα οποία, όσο περνάει ο χρόνος, αρχίζουν να «διοχετεύονται» από τις εκθέσεις και τα γραφήματα των διεθνών οργανισμών και των «έγκυρων» οίκων αξιολόγησης της οικονομίας και τα οποία, ήδη, μας προετοιμάζουν για τον αρμαγεδώνα που έρχεται σαν κάτι νομοτελειακό. Τα πράγματα «αύριο» θα είναι όντως διαφορετικά, αλλά, όπως και στο παρελθόν, το αύριο δεν θα είναι διαφορετικό για όλους. Και αυτό γιατί οι κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, θα κάνουν το παν ώστε να «αξιοποιήσουν» την επιδημία για την παραπέρα ενίσχυση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Ειδικά για την εκπαίδευση, μην έχουμε καμία αμφιβολία ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις με άλλοθι την πανδημία θα θελήσουν να προχωρήσουν σε αποφασιστικά βήματα για την υπονόμευση της δημόσιας εκπαίδευσης, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα τους πολίτες ώστε να είναι δεκτικοί στις αλλαγές που σχεδιάζουν.
2. Σε ανάλογες περιόδους, οι κοινωνικές ανακατατάξεις που είχαν ως υπόστρωμα την τεχνολογία δεν έγιναν επειδή στην διάρκεια μιας κρίσης ανακαλύφθηκαν νέοι φυσικοί νόμοι και επινοήθηκαν νέες τεχνολογικές εφαρμογές. Αυτό που έγινε ιστορικά είναι ότι γενικεύτηκε και νομιμοποιήθηκε η χρήση ήδη υπαρχουσών τεχνολογιών, με βελτιώσεις βεβαίως, αλλάζοντας ταυτόχρονα και τον χαρακτήρα τής εργασίας, χωρίς όμως η τελευταία να έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει την κατεύθυνση και το περιεχόμενο αυτών των μεταβολών. Γιατί το εξαιρετικά κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν θα γενικευτεί ή όχι η χρήση κάποιων τεχνολογιών αλλά αν η γενικευμένη χρήση τους θα αλλάξει τα χαρακτηριστικά της εργασίας. Και οι αλλαγές στην εργασία που ευνοούν τις κυρίαρχες δυνάμεις γίνονται ακόμη πιο εύκολες όταν οι οργανωμένες αντιστάσεις γίνονται ολοένα και πιο αδύναμες.
3. Τα στοιχεία που είναι ήδη παρόντα στη σημερινή συγκυρία θα γίνουν καταλύτες για τη γενίκευση των νέων χαρακτηριστικών της καθημερινότητας στην εργασία. Η εργασία από το σπίτι, ενώ δεν είναι (ακόμη) γενικευμένη, είναι παρούσα εδώ και πολλά χρόνια. Δεν αναφέρομαι, βέβαια, στο είδος της εργασίας την οποία εδώ και πολλά χρόνια εκτελούν από το σπίτι, π.χ., εργάτριες των «φασόν». Εννοώ τις πιο εξειδικευμένες εργασίες, αυτές που κατά κύριο λόγο βασίζονται στην ύπαρξη του διαδικτύου και στην εξοικείωση με την χρήση υπολογιστών. Ο αριθμός όσων θα εργάζονται από το σπίτι θα αυξηθεί εκθετικά. Μαζί θα αυξηθούν και οι συμβάσεις μηδενικού χρόνου: συμβάσεις όπου ο εργαζόμενος θα είναι στη «διάθεση» του εργοδότη χωρίς αυτός να του διασφαλίζει ελάχιστο χρόνο εργασίας και άρα, ελάχιστο εισόδημα.
Για να αποκτήσει και ένα ιδεολογικό κάλυμμα η ενίσχυση της εργασίας από το σπίτι και η παραπέρα νομιμοποίηση των συμβάσεων μηδενικού χρόνου, θα συνοδευτεί με επιχειρήματα όπως ότι αυτό το είδος του «μένουμε σπίτι» θα εξοικονομεί χρόνο στους εργαζόμενους από τη μείωση πολύωρων μετακινήσεων, θα συμβάλλει στη μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης, θα είναι κανείς «αφεντικό του εαυτού του» μιας και θα εργάζεται ό,τι ώρα θέλει αυτός, θα ικανοποιείται η εργαζόμενη μητέρα που αγωνιά και θέλει να βρίσκεται κοντά στα παιδιά της, θα μπορεί να εργάζεται κανείς για πολλούς διαφορετικούς εργοδότες και, άρα, να έχει ένα επιπλέον εισόδημα και άλλα πολλά. Η εργασιακή αυτή κόλαση θα προβληθεί ως το απόσταγμα της «τεχνολογικής προόδου».
Επιπλεόν, ο χαρακτήρας της εργασίας θα αλλάξει ριζικά και από την ευρεία χρήση των τρισδιάστατων εκτυπωτών. Ήδη αξιοποιούνται, όχι μαζικά, αλλά και αυτοί θα αρχίσουν να γίνονται μέρος των ευρύτερων αλλαγών που σιγά-σιγά θα παγιώνονται στο εσωτερικό των παραγωγικών σχέσεων. Οι εκτυπωτές αυτοί, σταδιακά θα αλλάξουν όλη την πρόσληψη που έχουμε ως προς τα «είδη ανάγκης» για καθημερινή χρήση αλλά και τον τρόπο που τα παράγουμε. Πολλά εκατομμύρια εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας ειδών καθημερινής ανάγκης, θα μετακινηθούν σε υποδέεστερες θέσεις του καταμερισμού της εργασίας ή και θα οδηγηθούν στην ανεργία.
4. Για τα σχολεία, αυτές οι εν δυνάμει πραγματικότητες, δεν είναι καθόλου ευοίωνες. Όλη η εμπειρία με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση θα χρησιμοποιηθεί για να αλλάξουν με δραματικό τρόπο οι εργασιακές σχέσεις. Δεν θα είναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο να μας πουν ότι δεν θα χρειάζεται να λειτουργούν τα σχολεία κάθε μέρα (τουλάχιστον η δευτεροβάθμια εκπαίδευση), να αρχίσουν να μειώνουν τους μόνιμους εκπαιδευτικούς με την μη πρόσληψη νέων στη θέση όσων συνταξιοδοτούνται ή παραιτούνται, να βελτιώνονται τα διαδικτυακά μαθήματα ως έτοιμα πακέτα που θα (ανα)μεταδίδονται αενάως, να συσσωρεύεται ένας τεράστιος αριθμών έτοιμων μαθημάτων χωρίς να προβλέπεται διαδραστική λειτουργία, να βελτιώνονται οι υποδομές, οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές να παρέχουν πολλές δυνατότητες για να συνοδεύουν πολλά μαθήματα με πειράματα κτλ . Σιγά σιγά, με τη συμβολή όλων των θεσμών που ελέγχονται από τις κυρίαρχες δυνάμεις, θα διαμορφωθεί μία κοινωνική πλειοψηφία που θα επικροτεί και θα χειροκροτεί αυτή την κατάσταση.
Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος, μεγάλος αριθμός πολιτών να συναινέσουν με όλα αυτά που θα τους φαίνονται «λογικά» και, κυρίως, «σύγχρονα». Έτσι λοιπόν, στον χώρο της εκπαίδευσης είμαστε αντιμέτωποι με τον σοβαρότερο κίνδυνο υπονόμευσης του δημόσιου χαρακτήρα της. Η υπονόμευση αυτή θα προετοιμαστεί μεθοδικά και ήδη έχουμε τα πρώτα δείγματα: πανηγυρισμοί της Υπουργού ότι η κρίση είναι μία ευκαιρία για να κάνουμε βήματα προς το ψηφιακό σχολείο, ότι η πανδημία είναι μία πρόκληση εθνική για να αναβαθμιστεί η εκπαίδευση, ότι όλα σήμερα λειτουργούν στην εντέλεια με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, ότι οι ίδιοι εκπαιδευτικοί υπονομεύουν την καινοτομία και τη διείσδυση των νέων τεχνολογιών στο σχολείο και άλλα πολλά. Τα παραπάνω προοιωνίζουν ένα ζοφερό εκπαιδευτικό περιβάλλον με στόχο να περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατόν η φυσική παρουσία όλων των συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
5. Είναι σαφές ότι η τεχνολογία είναι σήμερα σε εκείνο το στάδιο εξέλιξης που μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας τέτοιας στρατηγικής. Γρήγορα δίκτυα, γρήγοροι και φτηνοί υπολογιστές, ανάλογα προγράμματα και πλατφόρμες αποτελούν ήδη μία πραγματικότητα. Ειδικά δε στην εκπαίδευση, η (νεοφιλελεύθερη) κυβέρνηση θα είναι σε θέση να δώσει ακόμη και δωρεάν υπολογιστές σε όσα παιδιά δεν έχουν.
Η υπονόμευση του δημόσιου σχολείου είναι τόσο σημαντικό στρατηγικό διακύβευμα για τον νεοφιλελευθερισμό, που δεν θα ήταν παράξενο ακόμη και να διαθέσει κονδύλια ώστε να εξασφαλίσει το ψηφιακό σχολείο, ένα σχολείο με όσο το δυνατόν μικρότερη παρουσία των εκπαιδευτικών στην αίθουσα, με όσο το δυνατόν υπονομευμένη την κοινωνικοποίηση των νέων, με όσο το δυνατόν αποστειρωμένες τις διαδικασίες συζητήσεων, ώστε να παιδιά να αποκτήσουν όσο το δυνατόν λιγότερες ευκαιρίες για να ενσωματώσουν την κουλτούρα της δημοκρατίας. Και βέβαια, στα καθ’ ημάς θα υπάρχει η επιπλέον πολιτική να μην προσληφθούν αναπληρωτές, ακόμη και να δεσμευτεί η κυβέρνηση στους εκπαιδευτικούς ότι θα τους μειώσει τις διά ζώσης διδακτικές ώρες φτάνει να κάνουν και διαδικτυακά μαθήματα.
6. Το παραπάνω πλαίσιο έρχεται να ενισχύσει και κάτι άλλο. Ο ριζοσπαστικός μετασχηματισμός του έντυπου λόγου ήρθε για να μείνει, όπως περίπου έγινε με την τυπογραφία και το βιβλίο στα τέλη του 15ου αιώνα. Το ψηφιακό βιβλίο ή ο ψηφιακός έντυπος λόγος δεν είναι απλά ένα βιβλίο σε pdf. Είναι κάτι πολύ πιο ευρύ: δυνατότητες εισαγωγής στατικής και κινούμενης εικόνας, υπερ-κειμένων, συνεχής ανανέωση περιεχομένου, δυνατότητα υπομνηματισμού από πολλούς, και πάρα πολλά άλλα.
Προς ποια, όμως, κατεύθυνση θα μεταμορφωθούν οι θεσμοί οι οποίοι ιστορικά οικοδομήθηκαν γύρω από τον κεντρικό ρόλο που είχε το έγχαρτο βιβλίο στον δυτικό πολιτισμό; Ήδη οι βιβλιοθήκες έχουν αποκτήσει έναν άλλο ρόλο. Πώς θα λειτουργούν τα σχολεία; Τα πανεπιστήμια; Τι θα γίνει με τους (σοβαρούς) εκδότες; Πώς ο ψηφιακός λόγος θα επηρεάσει τους τρόπους που διαβάζουμε, μιλάμε, και σκεφτόμαστε; Πώς θα νοηματοδοτηθεί εκ νέου ο ρόλος των εκπαιδευτικών θεσμών που είναι σχεδόν συνώνυμος με την κοινονικοποιημένη διάσταση του διαβάσματος; Τι θα γίνει με τα επιστημονικά περιοδικά που ιστορικά έχουν παίξει αποφασιστικό ρόλο στην κοινοποιήση της νέας γνώσης, στη συγκρότηση των επιστημονικών κοινοτήτων και στη διαμόρφωση των ιεραρχιών τους; Όλα τα παραπάνω ήταν μέρος της καταστατικής συνθήκης των Πανεπιστημίων και των επιστημονικών κοινοτήτων.
Η υλικότητα του έντυπου λόγου ήταν συστατικό τμήμα της δομής και καθημερινότητας των πανεπιστημίων. Ο νέος λόγος εγκαινιάζει ήδη ριζικές αλλαγές όχι μόνο στη διδασκαλία, αλλά και στους τρόπους παραγωγής και νομιμοποίησης της νέας γνώσης. Η επιστημονική παρέμβαση, ο επιστημονικός διάλογος, η διδασκαλία, ως δραστηριότητα αναζήτησης και κατανόησης με κύριο χαρακτηριστικό την δια ζώσης επαφή, σταδιακά θα εκπέσει, διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον απρόσφορο για τον διάλογο και διακίνηση ιδεών. Παράλληλα προβάλλει ο κίνδυνος τα πανεπιστήμια να μεταλλαχθούν σε οργανισμούς με κύριο στόχο την αναζήτηση κονδυλίων από ιδιωτικές πηγές που θα υπαγορεύουν την κατεύθυνση της έρευνας.
7. ‘Οσες και όσοι θέλουμε μία ποιοτική δημόσια εκπαίδευση, τι κάνουμε εμπρός σε μία τέτοια πραγματικότητα η οποία δεν αποτελεί πια σενάριο επιστημονικής φαντασίας; Πώς θα προχωρήσουμε σε εκείνες τις ιδεολογικές επεξεργασίες ώστε να μη μείνουμε στο περιθώριο των εξελίξεων και καταλήξουμε να γίνουμε οι νέοι λουδίτες του 21ου αιώνα; Πώς θα αντιμετωπίσουμε τα πολιτικά διακυβεύματα χωρίς να υποστηρίζουμε ότι όλα είναι ρόδινα σήμερα στη δημόσια εκαπίδευση; Όσο και να είναι δυσοίωνο αυτό το «αύριο» τίποτα δεν είναι νομοτελειακό. Με δεδομένο ότι η τεχνοφοβία δεν είναι και δεν πρέπει να είναι το χαρακτηριστικό της αντίδρασης μας, είναι σίγουρο ότι όλα θα εξαρτηθούν από τον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων και από τις θέσεις που θα προβάλουν οι δυνάμεις που αντιστέκονται σε αυτόν τον κίνδυνο.
8. Να συζητήσουμε, λοιπόν για την τεχνολογία, για το ότι δεν είναι κάτι ουδέτερο, ώστε να απομακρυνθούμε από μία λογική που δίνει έμφαση μόνον στη χρήση και όχι στα αξιακά στοιχεία που εμπλέκονται στη δημιουργία της. Η αριστερά είναι εγκλωβισμένη σε μία αντίληψη ότι η τεχνολογία είναι ουδέτερη και ανάλογα πώς την χρησιμοποιεί κανείς γίνεται καλή ή κακή για τον λαό! Σήμερα, π.χ., μέσα από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση συλλέγονται καθημερινά εκατομμύρια δεδομένα, τα επεξεργάζονται αλγόριθμοι και όλο αυτό το πλέγμα (θα) οικοδομεί το υπόστρωμα της βιοπολιτικής. Είναι μία δύσκολη συζήτηση αλλά αναγκαία και θά έχει μεγάλη σημασία να αναλύσουμε καταστάσεις όπου μια εργαλειακή αντίληψη ως προς την ουδετερότητα της τεχνολογίας, οδήγησε σε αδιέξοδα.
9. Να εμβαθύνουμε την προβληματική μας ως προς τα «κοινά», και κυρίως να πειραματιστούμε με διαφορετικές μορφές τους. Στη σημερινή συγκυρία τα κοινά παρέχουν εκείνες τις εναλλακτικές δυνατότητες στις οποίες θα μπορέσουμε να επενδύσουμε για να οικοδομηθεί μία από τις πολλές αντιστάσεις στον νεοφιλελευθερισμό και ταυτόχρονα να διαμορφωθούν εναλλακτικές μορφές δημοκρατικής οργάνωσης που χρειάζεται να αποκτήσουμε.
10. Και το βασικότερο: να (ξανα)επιχειρηματολογήσουμε με πειστικό τρόπο ότι η δημόσια εκπαίδευση πρέπει να επανοηματοδοτηθεί, να έχει ως καταστατική αρχή της τη φυσική συνεύρευση όλων όσοι την απαρτίζουν· ότι το βασικό της μέλημα είναι ότι η μάθηση επιτυγχάνεται με την παρουσία πολλών και όχι με τον καθένα απομονωμένο, ότι στόχος της είναι η διαμόρφωση δημοκρατικών πολιτών μέσα από την συμμετοχή όλων στην τάξη και από την κριτική διαχείριση της γνώσης, παλιάς και νέας --και όχι από την αγωνία να «καλυφθεί η ύλη» και να «να μην χαθεί το εξάμηνο».
Τίποτα δεν είναι νομοτελειακό, τίποτα δεν είναι δεδομένο, και τίποτα δεν θα καθιερωθεί αμέσως. Οι σχεδιασμοί, όμως, των επιτελείων του νεοφιλελευθερισμού δεν σταματούν. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν πρόκειται να συνετιστεί λόγω κρίσης, «να βάλει μυαλό» και να συνειδητοποιήσει τις αρετές που προκύπτουν από την ενίσχυση της ποιότητας του δημόσιου τομέα που οικοδομούν τα κοινά. Το ερώτημα, όπως πάντα, είναι τι κάνουμε εμείς που δεν πιστεύουμε σε τέτοιους σχεδιασμούς.
* Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι Πανεπιστημιακός, πρώην υπουργός Παιδείας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου